Αναδημοσίευση από το defence-point
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εκλογικό αποτέλεσμα για το ΜέΡΑ25, απείχε πολύ από τις προσδοκίες μας.
Η προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα της κοινοβουλευτικής μας παρουσίας αυτά τα τέσσερα χρόνια. Έχω μάθει, πάντως, στη ζωή μου, να μην ψάχνω δικαιολογίες όταν μία προσπάθεια, προσωπική ή συλλογική δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κύρια ευθύνη ανήκει σε εμάς, στις δικές μας αδυναμίες ή και λάθη μας.
Της ΣΟΦΙΑΣ ΣΑΚΟΡΑΦΑ
(Πρώην αντιπροέδρου της Βουλής / Υποψήφια Ψηφοδελτίου Επικρατείας ΜέΡΑ25)
Αυτό δεν σημαίνει ότι παραβλέπω την απτή πραγματικότητα: η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται στο επίπεδο των ουσιαστικών προβλημάτων. Υπάρχει απόλυτη κυριαρχία της επικοινωνιακής διαχείρισης. Αυτό, μάλιστα, θεωρώ ότι είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για την ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας μας. Ο κανόνας της επικοινωνιακής διαχείρισης σε βάρος της ουσίας δεν έχει εξαίρεση ούτε καν στον καίριο και ευαίσθητο τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας.
Νομίζω ότι η όλη κατάσταση είναι πολύ προφανής: η Ελλάδα, ακολουθεί τις οδηγίες των ΗΠΑ, οι οποίες θέτουν το πλαίσιο για τη διεθνή υπόστασή μας αλλά και για τις σχέσεις μας με όλες τις χώρες, όπως και με την Τουρκία αλλά όχι μόνο γι’ αυτήν. Ο βηματοδότης π.χ. τόσο των μεγάλων εξοπλιστικών προμηθειών από τη Γαλλία όσο και της Ελληνογαλλικής Αμυντικής Συμφωνίας βρίσκεται στην Ουάσιγκτον. Όλοι γνωρίζουν, όμως, ότι η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας δεν θα απομακρυνθεί από το περίγραμμα που ορίζουν οι ΗΠΑ, όπως επίσης και ότι η Γαλλία, εντέλει, δεν πρόκειται να αφήσει να καθορίζονται από την Ελλάδα οι σχέσεις της με την Τουρκία.
Οι εξοπλισμοί της χώρας χρειάζονται κεντρικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και υπεύθυνο προγραμματισμό. Εδώ ανακοινώνονται από την πολιτική ηγεσία, αιφνιδίως, τεράστιες προμήθειες. Μαζί με όλον τον κόσμο ενημερώνονται και τα αρμόδια πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη, που ενίοτε μένουν εμβρόντητα. Εν τω μεταξύ, η κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξοπλιστικών, από την οποία προέρχεται και η εμπειρία μου την τελευταία τετραετία, απλώς παρέχει ένα άλλοθι δημοκρατικότητας αλλά και, κυρίως, προσφέρει ένα πρόσχημα διάχυσης ευθυνών.
Το νομοθετικό μας πλαίσιο προβλέπει, πολύ συγκεκριμένα, την ύπαρξη ενός Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικών Προμηθειών, καθώς και Κυλιόμενα Προγράμματα Συμβάσεων Στρατιωτικών Εξοπλισμών. Όμως από Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη, κανονική, διαδικασία εξοπλισμών. Υπάρχουν μόνο διάφορες μεθοδεύσεις, με τη μόνιμη επίκληση του «επείγοντος», του «εκτάκτου», της «κρίσης» κ.λπ.
Ακόμα και αυτό το ελάχιστο πλαίσιο διαφάνειας και αντικειμενικότητας των εξοπλιστικών επιλογών, έχει παραμεριστεί δίνοντας τη θέση του σε καταχρηστικές διαδικασίες. Το έκτακτο έχει γίνει τακτικό και διαρκώς επαναλαμβανόμενο ενώ και το κατ’ εξαίρεση είναι η νέα πλήρης κανονικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή λειτουργεί και καλείται να γνωμοδοτήσει και εμμέσως να νομιμοποιήσει τις επιλογές, χωρίς καμιά γνώση για την τάξη προτεραιότητας μεταξύ των προγραμμάτων και χωρίς συγκριτικά στοιχεία για τις εναλλακτικές λύσεις προμήθειας.
Με αυτόν τον τρόπο έχει διαμορφωθεί ο χρυσός κανόνας των ελληνικών εξοπλισμών: στις μεγάλες αμυντικές προμήθειες αγοράζουμε αμερικανικά προϊόντα και στις μικρότερες γερμανικά, εκτός εάν οι ΗΠΑ έχουν λόγους να αγοράσουμε γαλλικά. Οι πρόσφατες μεγάλες γαλλικές προμήθειες προς την Ελλάδα ήταν απλώς ένα αντάλλαγμα στη Γαλλία, επειδή την απέκλεισαν από τη στρατηγική συμφωνία για τον Ειρηνικό.
Παράλληλα, η παράκαμψη του νομοθετικού πλαισίου οδηγεί σε λεόντειες συμφωνίες, όπου το αδύναμο μέρος δεν είναι οι μικρότεροι οι μεγαλύτεροι προμηθευτές, αλλά ένα ολόκληρο κράτος, η Ελλάδα, και ένας ολόκληρος λαός. Οι εξοπλιστικές συμβάσεις έρχονται και εγκρίνονται αποσπασματικά και με δυσμενείς όρους: με διογκωμένο κόστος, χωρίς τις υποχρεώσεις του γενικού νομοθετικού πλαισίου (π.χ. εγγυητικές επιστολές, ρήτρες καθυστέρησης κ.λπ.), χωρίς Εν Συνεχεία Υποστήριξη για τον κύκλο ζωής των πολυδάπανων συστημάτων.
Ακόμα περισσότερο, μεθοδικά και συστηματικά αποκλείεται η ενεργοποίηση της συμμετοχής της ελληνικής, δημόσια ελεγχόμενης ή ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας, στα εξοπλιστικά προγράμματα. Όλα αυτά τεκμηριώνουν την μη ορθολογική διαχείριση, καθώς επίσης μια σημαντική και διαρκή επιβάρυνση του ελληνικού λαού, με κόστη που θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποφευχθούν, πέραν της υλοποίησης των εξοπλισμών κατά τρόπο που θα συνέβαλλαν στην αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας.
Στη δημόσια συζήτηση για την άμυνα και τους εξοπλισμούς… ακούγονται λιγότερο εκείνοι που γνωρίζουν περισσότερα και περισσότερο εκείνοι που γνωρίζουν λιγότερα! Αναφέρομαι σε στρατιωτικούς και σε πολιτικούς.
Θα παραθέσω ένα παράδειγμα, επειδή με αφορά: σχεδόν έναν χρόνο πριν την εισβολή στη Ουκρανία, στις 18/2/2021, σε ειδική κοινοβουλευτική συνεδρίαση με τίτλο “Ελλάδα – Ευρωπαϊκή Ένωση: 40 χρόνια”, είχα πει συγκεκριμένα ότι το φάσμα του πολέμου δεν έχει αποσοβηθεί από την Ευρώπη. Δεν ξεχνάμε το Βελιγράδι, αλλά, εκτός από αυτό, «Στην Κεντρική Ευρώπη… μάλλον δεν θα υπάρξουν πεδία μαχών. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο για το Ντόνετσκ». Αυτό δεν ακούστηκε, λοιπόν, πουθενά.
Σήμερα βλέπουμε τα σύννεφα του πολέμου να πυκνώνουν ολοένα και πιο κοντά μας, στο Κόσοβο. Η διπλωματία είναι νεκρή και οι ισχυροί, δηλαδή τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας έχουν περιχαρακώσει ήδη τις θέσεις τους. Έτσι, απλά, οι λαοί γίνονται θύματα των διεθνών ανταγωνισμών.
Μια τελευταία παρατήρηση: Για την ασύμμετρη, με βάση τα διεθνή δεδομένα, συμμετοχή της χώρας μας στο διεθνές εξοπλιστικό εμπόριο, είναι αναγκαία η διόγκωση και εκμετάλλευση τοπικών αντιθέσεων. Περάσαμε πολλές δεκαετίες με τον από Βορρά κίνδυνο, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον εξ Ανατολών. Η προκλητική διαρκής επιθετική κλιμάκωση της πολιτικής της Τουρκίας δεν αποτελεί απλώς μία προσωπική επιλογή του ηγέτη της αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διεθνών παιγνίων.
Θα επικαλεστώ κι εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το διεθνές παίγνιο του ανταγωνισμού μεταξύ των ισχυρών, έχει επιβάλει ένα πλαίσιο παραλογισμού στην περιοχή μας. Η διευθέτηση των ΑΟΖ είναι πράγματι παραλογισμός να αντιμετωπίζεται σαν το άθροισμα όλων των πιθανών και προφανώς και αντικρουόμενων διμερών συμφωνιών μεταξύ των κρατών της Μεσογείου.
Το κόμμα μας είχε συγκεκριμένη θέση: τη διενέργεια διεθνούς διακρατικής συνδιάσκεψης των χωρών της περιοχής, για συνολική, οριστική διευθέτηση των ΑΟΖ. Πρόταση που υπηρετεί προοπτική ειρήνης και όχι τεχνητής συντήρησης αντιθέσεων προς όφελος τρίτων. Μην ξεχνάμε κάτι ακόμα που έχει σημασία για εμάς: οι διμερείς συμφωνίες δίνουν την εντύπωση προσπάθειας δημιουργίας «τετελεσμένου», το οποίο κάθε επιτήδειος τρίτος μπορεί να το εκμεταλλευθεί δίνοντας προσχηματική βάση για δικές του έκνομες κινήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την δική μας πρόταση, όλοι υποτίθεται ότι ορκιζόμαστε στο διεθνές δίκαιο, το οποίο, όμως η σημερινή διεθνής πρακτική απλώς το παρακάμπτει. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο η διευθέτηση ΑΟΖ είναι μια σύνθετη διαδικασία, που προϋποθέτει τη χάραξη γραμμών βάσης, το κλείσιμο κόλπων, την κατάθεση συντεταγμένων στον ΟΗΕ κλπ. Ακολουθεί η επίλυση των όποιων διαφορών σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο. Πάλι, εδώ, φαίνεται πως ζεύουμε το κάρο μπροστά από το άλογο.
Συνολικά πρέπει να δούμε ξεκάθαρα την εθνική πολιτική μας. Δεν είναι προσωπικό το θέμα, δηλαδή δεν αναφέρομαι στο πρόσωπο του ΥπΕξ ή ειδικά στον κ. Δένδια, αλλά πρέπει να είμαστε σαφείς: Η ελληνική εξωτερική πολιτική, και επομένως και η διεθνής υπόσταση της χώρας εξαντλείται στο δόγμα του δεδομένου, πρόθυμου και προβλέψιμου συμμάχου. Αυτό το δόγμα όχι μόνο ακολουθείται αλλά και προβάλλεται. Πρόκειται, δηλαδή, όχι μόνο για απόλυτη αλλά πλέον και για επιδεικτική υποτέλεια.
Δεν έχω την πρόσθεση να αμφισβητήσω τον πατριωτισμό κανενός. Ίσως κάποιοι πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο δικαιούνται να προσμένουν, κάποια στιγμή, πιθανά μεγαλύτερα οφέλη για τη χώρα. Δυστυχώς, όμως, η ίδια η ελληνική ιστορία διδάσκει, ότι αυτό είναι μεγάλο λάθος, το οποίο η χώρα μας, ο ελληνικός λαός αλλά και ο Ελληνισμός το έχουν πληρώσει πολύ ακριβά.
Η προσκόλληση και υποταγή στους συμμάχους, μας έχει ζημιώσει πολλαπλά και ανεπανόρθωτα. Αρκεί να θυμηθούμε τις πιο εμβληματικές από τη σειρά των τραγωδιών που έχουμε υποστεί εξαιτίας της: Μικρασιατική Καταστροφή, Εμφύλιος Πόλεμος, Δικτατορία, Κύπρος, Μνημόνια. Μην ξεχνάμε: Η αξία ενός συμμάχου σε μια συμμαχία εξαρτάται πάντα από την ισχύ που φέρνει ο ίδιος μέσα σε αυτή!
Αυτή είναι λοιπόν, η διαφορά του πατριωτισμού που εμείς πρεσβεύουμε. Αυτός ο πατριωτισμός έχει προτεραιότητα και βάση του, την εθνική ανεξαρτησία και τη λαϊκή κυριαρχία, όπως υποτίθεται ότι είναι και οι επιταγές του Ελληνικού Συντάγματος. Πιστεύουμε ότι αυτοί είναι απαράβατοι όροι ύπαρξης για τη χώρα μας. Στον δικό μας πατριωτισμό δεν χωρά μια πατρίδα “πιόνι” των μεγάλων παικτών στη δική τους σκακιέρα, χωρίς δυνατότητα του λαού της να καθορίζει το μέλλον και τις προοπτικές της χώρας του.
Εξάλλου, ο διεθνής προσανατολισμός της χώρας έχει άμεση σύνδεση και με τα ισχυρά και επιβαλλόμενα οικονομικά συμφέροντα. Γι’ αυτό υπάρχει αντίστοιχη αντανάκλαση και στη εσωτερική πολιτική της χώρας: Για τον δικό μας πατριωτισμό δεν άξιζε ο ελληνικός λαός μια πτωχευμένη χώρα, όπως δεν αξίζει και σήμερα μια πατρίδα αποικία χρέους. Δεν αξίζει μια Ελλάδα που έγινε πειραματόζωο για την εφαρμογή της νέας αποικιοκρατίας και όπου, με τη συνέργεια του εγχώριου πολιτικού κατεστημένου, το δημόσιο χρέος αυξάνεται διαρκώς και χρησιμοποιείται ως εργαλείο λεηλασίας.
Ο δικός μας πατριωτισμός δεν συμβιβάζεται με μια Ελλάδα όπου ευημερούν περιστασιακά οι αριθμοί αλλά πένονται οι πολίτες, δεν συμβιβάζεται δηλαδή με την Ελλάδα της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της υποαμοιβής, με την κατάλυση των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας, με το σύστημα που διώχνει τα νιάτα της στη νέα μετανάστευση, αφού δεν τους δίνει καμία προοπτική.
Ο δικός μας πατριωτισμός δεν συμβιβάζεται με ένα σύστημα που επιδιώκει να θέτει τα πάντα υπό τον έλεγχο της ολιγαρχίας, θυσιάζοντας την ποιότητα ζωής ή ακόμα και την ίδια δυνατότητα επιβίωσης του ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας συνειδητά ψεύτικες υποσχέσεις για ανάπτυξη, που πάντα θα “έρχεται” στο μέλλον αλλά και πάντα στο παρόν θα ωφελούνται μόνο μόνο… ολίγοι.
Αυτά πιστεύουμε και αυτά πρεσβεύουμε και, με όλες τις αδυναμίες και τα λάθη μας, προσερχόμαστε στις εκλογές πιστεύοντας ότι ο ελληνικός λαός θα πρέπει να είναι σωστά ενημερωμένος για το τι πραγματικά εκπροσωπεί ο καθένας από όσους διεκδικούν την ψήφο του.