«Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι.»
Συμπληρώνονται 200 χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, που σηματοδοτεί τη συγκρότησή μας ως έθνους στο σύγχρονο κόσμο.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες εκδήλωσαν ηρωικό πνεύμα αντίστασης, με πάμπολλες εξεγέρσεις στους προεπαναστατικούς χρόνους .
Το 1821 ο ελληνικός κόσμος, και ακριβέστερα το Γένος του Ρήγα, διεκδίκησε την υπόστασή του στο σύγχρονο κόσμο, απορρίπτοντας την τουρκική κατοχή και την ιδιόμορφη φεουδαρχία της παλαιάς κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ελληνική επανάσταση είχε και εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα, κατά τα πρότυπα των αστικών επαναστάσεων της εποχής, όπως αυτές προέκυψαν από τις κοινωνικοοικονομικές αντιθέσεις, που οξύνονταν στην περίοδο του τέλους της φεουδαρχίας. Μια εποχή που σημαδεύτηκε από κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις στη Βόρεια Αμερική (1775), στη Γαλλία (1789), στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία (1820).
Την ίδια εποχή ανέτειλε και η συνειδητοποίηση των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων, τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές συγκροτήσεις, που άρχισαν σε όλον τον κόσμο να προβάλλουν κοινωνικές διεκδικήσεις, όπως δικαίωμα στη διανομή του κοινωνικού πλούτου αλλά και ισονομία, ισοπολιτεία, καθολικό δικαίωμα εκλέγειν, διανομή των «εθνικών γαιών» στους ακτήμονες και δικαίωμα στη μόρφωση.
Το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος» αποτυπώνει χαρακτηριστικά το νόημα και τη δυναμική της ελληνικής επανάστασης : Σκόπευε σε ένα άλλο μέλλον και όχι απλώς στην επιλογή ενός άλλου δυνάστη.
Το διεκδικητικό περιεχόμενο της Επανάστασης διαμορφώθηκε από τις αμείλικτες βιοτικές συνθήκες αλλά και από τη συνεισφορά του Διαφωτισμού, και του Ευρωπαϊκού και του Ελληνικού, όπως αυτός εκφράστηκε από την «Ελληνική Νομαρχία», τον Ρήγα Φεραίο και τους Δασκάλους του Γένους, που κράτησαν τη φλόγα του πολιτισμού και των αξιών του ανθρωπισμού άσβεστη στο διάβα σκοτεινών αιώνων.
Η Ελληνική Επανάσταση αντιμετωπίστηκε από την οθωμανική διοίκηση με απόλυτη σκληρότητα, με σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμούς, που δεν κατάφεραν να κάμψουν το φρόνημα των αγωνιστών. Από το άλλο μέρος, δεν έλειψαν, δυστυχώς, και οι αναπόφευκτες μελανές στιγμές αγριότητας, υπερβάσεων και εκδικητικότητας, των εξεγερμένων κατά των αμάχων και του νικημένου εχθρού.
Σε κάθε περίπτωση, ο ξεσηκωμός των Ελλήνων είχε διεθνή απήχηση, με αιχμή του δόρατος το κίνημα του φιλελληνισμού. Ένα αντιφατικό κίνημα, που περιελάμβανε από αγνούς ιδεολόγους μέχρι ιδιοτελείς τυχοδιώκτες. Το φιλελληνικό κίνημα, που βοηθήθηκε και από τις παροικιακές δυνάμεις του απόδημου ελληνισμού, είχε άμεση σχέση και με το ιδιαίτερο πνευματικό ρεύμα στα γράμματα και στις τέχνες της εποχής, αυτό του ιδεαλιστικού κλασικισμού. Όμως, οι Φιλέλληνες δεν ήταν μόνο εύποροι περιηγητές ή ρομαντικοί ελληνολάτρες αστοί. Υπήρξαν και δοκιμασμένοι μαχητές και επαναστάτες που είχαν πολεμήσει στη Γαλλία, στη Ρωσία, στο Πεδεμόντιο, στη Νεάπολη ή και στη Νότια Αμερική, εναντίον Ρώσων, Πρώσων, Βρετανών ή Αυστριακών, μετέχοντας σε στρατούς από αυτόν του Ναπολέοντα μέχρι εκείνον του Μπολιβάρ.
Αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της Επανάστασης είναι και οι μαύρες σελίδες των ιδιόμορφων «εμφυλίων πολέμων», που ξέσπασαν μετά τη νικηφόρα αρχή της. Ένα σύμπλεγμα αντιθέσεων και φατριαστικών τακτικών με σκοπό την κυριαρχία, που αποτύπωνε τον διαλυτικό ρόλο του – από τότε παρόντος – ξένου παράγοντα. Ένας πόλεμος συμφερόντων γύρω από δύο, βασικά, πόλους : τη σχηματοποιημένη μέσα στην Τουρκοκρατία εξουσία (κοτζαμπάσηδες, τσιφλικάδες, πλοιοκτήτες, Φαναριώτες) και την αναδυόμενη από τον πόλεμο δύναμη των μεγαλοοπλαρχηγών, που πλούτισε από την «οικονομία του πολέμου». Πρόσθετη απόδειξη είναι ότι αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την Επανάσταση, όπου τα ίδια πρόσωπα συγκρότησαν τα πολιτικά κόμματα, ως διαμεσολαβητές του ξένου παράγοντα (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αναθεωρητική αστική ιστοριογραφία υποτιμά συστηματικά τον αγώνα του ελληνικού λαού και υπερτονίζει ως καθοριστική τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, μετά από έξι χρόνια επαναστατικής δράσης. Η ναυμαχία δεν έγινε, βέβαια, για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Αλλά, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις κατενίκησαν αναπάντεχα τον στόλο της Πύλης, άλλαξαν τα πολιτικά τους προτάγματα ως προς την εξασφάλιση των συμφερόντων τους στην περιοχή. Δεν είχαν, πλέον, λόγο να ταυτίζονται με τη διασφάλιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία παρουσίαζε ήδη σοβαρά συμπτώματα αποσύνθεσης.
Στην ίδια λογική υποτίμησης, η νεοελληνική αστική ιδεολογία χρησιμοποιεί την Ελληνική Επανάσταση μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί το δικό της αφήγημα για την εθνική συνείδηση και συγκρότηση ενώ επιμένει να υπερτονίζει, ως αφετηριακό ουσιαστικά στοιχείο της νεότερης ιστορίας μας, την περίοδο του Κυβερνήτη Καποδίστρια.
Δυστυχώς, ο τρόπος συγκρότησης του νέου Ελληνικού Κράτους και η αντίληψη της νεοελληνικής αστικής ιδεολογίας, δεν επέτρεψαν ποτέ στην Ελληνική Επανάσταση να αποκαταστήσει την πραγματική ιστορική της αξία. Και όμως αυτή, στη φάση υποχώρησης των επαναστατικών κινήσεων, μετά και την ήττα του Ναπολέοντα, ενέπνευσε και ενθάρρυνε τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα των αστών επαναστατών της εποχής.
Η συμμετοχή τόσων ξένων μαχητών στα επαναστατικά στρατεύματα. πολλοί από τους οποίους, μάλιστα, άφησαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών, αποδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι το πραγματικό διακύβευμα της Επανάστασης ήταν οπωσδήποτε ευρύτερο από την Εθνική Ανεξαρτησία των Ελλήνων.
Η Ελληνική Επανάσταση κράτησε αναμμένη τη φλόγα μέχρι την έκρηξη και άλλων επαναστάσεων. Ριζοσπάστες επαναστάτες που επέστρεψαν από την Ελλάδα στις πατρίδες τους συμμετείχαν κατόπιν σε κινήματα που πήγαν τον κόσμο πιο μπροστά, μέχρι να φτάσουμε και στην Άνοιξη των Λαών το 1848.
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, σε άρρηκτη συνεργασία με τον επεμβατικό «διεθνή παράγοντα», κατόρθωσαν μετεπαναστατικά να εγκαθιδρύσουν ένα κράτος απολύτως προσαρμοσμένο στα μέτρα τους, παρά το κεκτημένο των προοδευτικών πολιτευμάτων του Αγώνα (κατάργηση δουλείας, διάκριση εξουσιών, κ.λπ).
Σε κάθε περίπτωση ακόμη και αυτό το μετεπαναστατικό κράτος έγινε μία πατρίδα στην οποία μπορούσαν όλοι να ελπίζουν και να αγωνίζονται. Οι κοινωνικές διεκδικήσεις παρέμειναν ζωντανές και αναζητούσαν δικαίωση, ιδίως αφού είχαν πια καθαγιασθεί από το φόρο αίματος στα πεδία των μαχών. Καμία επανάσταση δεν θα υπήρχε χωρίς τη συμμετοχή της λαϊκής βάσης, που εξακολουθούσε να δίνει τον δικό της εσωτερικό αγώνα, για το δικαίωμα στη ζωή, στη γη, στη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων.
Οι προσδοκίες της επανάστασης έμειναν ανεκπλήρωτες. Η αυταρχική διακυβέρνηση και η καταπίεση του λαού συνεχίστηκαν. Σε όλη την πορεία του νεοελληνικού κράτους, και στους αγώνες του λαού μας, το πνεύμα του 1821 είναι πάντα ζωντανό. Αυτό αποτυπώνεται και στην πολιτιστική δημιουργία, είτε «λαϊκή» είτε «λόγια».
Η Μικρασιατική Καταστροφή, αποτέλεσμα των τυχοδιωκτισμών των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων, έδωσε τη χαριστική βολή στο όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης, με τρόπο τραγικό. Με πολύ αίμα, με το δράμα της προσφυγιάς και με τη συρρίκνωση του εθνικού χώρου. Από τότε, η ελληνική αστική τάξη γύρισε εντελώς την πλάτη στην επανάσταση του 1821.
Η βάση αναφοράς στην Ελληνική Επανάσταση ήταν ασύμβατη με την κυρίαρχη πολιτική, όσο αυτή υλοποιείται με εθνική υποταγή, με υπακοή στα κελεύσματα των ισχυρών, με μεθοδευμένη υστέρηση στις παραγωγικές υποδομές της χώρας είτε στον πρωτογενή είτε στον δευτερογενή τομέα.
Έτσι, η διαχρονική κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα άφησε την αντίσταση και τον ηρωισμό της επανάστασης στα χέρια του προοδευτικού κινήματος. Η Επανάσταση του 1821 θα δικαιωθεί στη λαϊκή συνείδηση με το αντιφασιστικό OXI και τους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες θα έχουν ονόματα με αναφορά στο ’21 ( «Αθανάσιος Διάκος», «Οδυσσέας Ανδρούτσος» κ.λπ), πολλοί αγωνιστές θα χρησιμοποιήσουν αντίστοιχα ψευδώνυμα ( «Υψηλάντης» κ.α.). Παρόν πάντα το ΄21 και στα τραγούδια («ακρίτας είτε αρματολός, αντάρτης, κλέφτης παληκάρι ..» ) και στα χαρακτικά του πολύγραφου, στις αφίσες, στις διακηρύξεις του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, ακόμα και στον ιστορικό λόγο του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, που θα αποτελεί πάντα σημείο αναφοράς για κάθε Έλληνα ριζοσπάστη αγωνιστή.
Να θυμηθούμε, ακόμα, τον αυθόρμητο εορτασμό στην Αθήνα, στις 25 Μαρτίου 1942, που καταπνίγηκε από την αιματηρή επέλαση του ιταλικού ιππικού κατά των διαδηλωτών στον Άγνωστο Στρατιώτη, όπως και κατόπιν, το 1943, και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, όπου και πάλι οι δυνάμεις κατοχής έδειξαν την αγριότητά τους στους διαδηλωτές που πανηγύριζαν την εθνική επέτειο.
Η εχθρότητα της αστικής τάξης απέναντι σε όλους τους ξεσηκωμούς του λαϊκού παράγοντα στην Ελλάδα εκφράζεται μέχρι και σήμερα, με νέα ένταση στα χρόνια του Μνημονίων και της Οικονομικής Κρίσης. Η εμμονική προσήλωση στην ιδιωτικομανία, η στοχευμένη αποσάρθρωση της κοινωνικής συνοχής και η ευρωζωνική πειθαρχία των ανιστόρητων συμφώνων σταθερότητας δεν αφήνουν περιθώρια για αναστοχασμό με άξονα το 1821.
Σήμερα οι αγωνιστές του 1821 λοιδωρούνται ως αγράμματοι βάρβαροι που «δεν πέρασαν διαφωτισμό», οι αρχηγοί της επανάστασης κατηγορούνται ως ασύνετοι και πολιτικά ανώριμοι. Οι αγώνες τους μηδενίζονται, το Σούλι και το Μεσολόγγι πάνε στον κάδο των αχρήστων και οι θυσίες απαξιώνονται, αφού «όλα αυτά δεν θα ήταν τίποτα χωρίς το Ναβαρίνο». Ο Ελληνικός Διαφωτισμός αφανίζεται ενώ αναπαράγεται διαρκώς ο Σκωτσέζικος, λ.χ., για χάρη της αγιοποίησης του φιλελευθερισμού.
Ο Ρήγας, ο Θούριος, η «Ελληνική Νομαρχία», τα Συντάγματα του Αγώνα δεν υπάρχουν πουθενά. Ούτε άλλωστε τα έργα των απομνημονευμάτων των Αγωνιστών του ’21. Ό,τι μπορεί να θυμίζει επανάσταση, εξέγερση και ανυπακοή, θάβεται από τους ελλαδεμπόρους με αμείλικτο ζήλο. Ακόμη και το ίδιο 1821.
Γι΄ αυτό και πρέπει να γιορτάζουμε τα 200 χρόνια με το άσμα «Ας κρατήσουν οι χοροί» (που έχει αναμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία αλλά καμία σχέση με το πνεύμα του ’21, όσο και αν προσπαθήσει «η Έλενα η χορεύτρια -που- σκύβει στη μεριά του Τάσου») ή με στυλιστικές παρεμβάσεις μόδας, όπως το διαβόητο τσαντάκι της κυρίας Γιάννας. Εκεί εξαντλείται η σχέση της ελληνικής αστικής τάξης με την επανάσταση του ’21.
Και όμως : Το ανεκπλήρωτο όνειρο είναι ζωντανό και υπάρχει ένα κομμάτι του ελληνικού λαού που συνεχίζει και θα συνεχίζει να αγωνίζεται .
Και, φυσικά, υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες εξοργισμένοι, αφού τίποτα από αυτά δεν αναφέρεται στην επέτειο των 200 χρόνων.
Εδώ είναι, λοιπόν, η πρόκληση.
Οι (πρώην) πολίτες των ερημοποιημένων πόλεων και οι νεόπτωχοι των μνημονίων καταλαβαίνουν πλέον ότι οι οικονομικές διαφορές είναι βαθύτατα ταξικές και οι πολιτικές διαφορές εντελώς ιδεολογικές. Όλοι αυτοί που ο νεοφιλελευθερισμός τους περιθωριοποιεί, τους καταδικάζει στη φτώχια και τους επιβάλλει αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις, με άρνηση βασικών δικαιωμάτων (πρόσβαση στην Παιδεία, προστασία της κατοικίας, δικαίωμα στην αξιοπρεπή επιβίωση κλπ. κλπ.). Όλοι αυτοί που με βάση το ευγονικό/ταξικό ιδεολόγημα της δήθεν «Αριστείας» θα έχουν δυνατότητα επιβίωσης μόνο ως νομάδες του μεροκάματου. Αυτοί που αντιμετωπίζουν την πανδημία χωρίς προστασία στους χώρους δουλειάς και στα μέσα μετακίνησης, χωρίς Κοινωνική Πρόνοια και με διαλυμένο το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Όλοι αυτοί, που επειδή, σε αυτές τις συνθήκες, γίνονται επικίνδυνοι, αντιμετωπίζουν την έξαρση και ένταση της κρατικής καταστολής.
Για πόσο ακόμα ;
Τι έλεγε, λοιπόν, ο Ρήγας; «Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα άρματα και να τιμωρήση του τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ' όλα τα δίκαια του και το πλέον απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του.»
Οι προσκλήσεις της κάθε εξουσίας για δήθεν «ομόνοια» και «ομοψυχία» αποσκοπούν απλώς στην άκριτη ανοχή των αντικοινωνικών της πολιτικών. Η Επανάσταση του ’21 δείχνει και εκεί το δρόμο : Ομοψυχία και συμπαράταξη αξίζουν μόνο στη μάχη της ανατροπής. Η δήθεν ομόνοια, για τη διατήρηση, διεύρυνση και όξυνση κοινωνικών ανισοτήτων, είναι άρνηση του ιστορικού και πολιτικού χρέους, για χάρη των πολιτικά κυρίαρχων ολιγαρχικών συμφερόντων.
Αυτό είναι, λοιπόν και πάλι, το σημερινό στοίχημα.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία».
Σαράντος Θεοδωρόπουλος