Κύριε Πρόεδρε σας ευχαριστώ!
Καταρχήν, για την ευνομία ενός κράτους είναι σημαντική η θεματική κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Ειδικά η κωδικοποίηση του Οργανισμού ενός Υπουργείου, συνεπάγεται και διευκόλυνση των υπηρεσιών του και μεγαλύτερη διαφάνεια στη λειτουργία του.
Θα μιλήσω για την ελληνική πραγματικότητα και όχι για την ολλανδική, που – όπως διαβάζουμε – αποτέλεσε τη βάση της συγκρότησης αυτού του νομοσχεδίου.
Γενικά, η ελληνική νομοθεσία για τη δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και ασυνέχεια. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα διακριτά στους Οργανισμούς των Υπουργείων.
Δεν είναι δύσκολο να βρούμε τα αίτια, ιδίως όσοι έχουμε έλθει σε επαφή με τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
Συνήθως, οι πολιτικές ηγεσίες αδιαφορούν για τις κριτικές προσεγγίσεις ως προς τη διαχείριση της εξουσίας τους. Για αυτές, και για τη συμπεριφορά τους, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η παραμονή τους στην εξουσία, την οποία είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν από οιαδήποτε θέση τους προσφερθεί.
Η πολιτική ηγεσία ενός Υπουργείου, με την ανάληψη των καθηκόντων της καθορίζει αμέσως το δίκτυο των προσώπων που θα σχηματίσουν τον πρώτο από τους περισσότερους ομόκεντρους κύκλους εξουσίας γύρω της.
Σε αυτόν τον κύκλο μετέχουν κάποια κομματικά στελέχη, πιθανώς και χρήσιμοι (φιλικοί) συνδικαλιστές, αλλά και υπηρεσιακά πρόσωπα, που ανήκουν στο πιο μόνιμο δίκτυο εξουσίας της υπηρεσίας.
Αυτοί οι υπηρεσιακοί παράγοντες έχουν συνεχή παρουσία στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, που βασίζεται στην προβαλλόμενη τεχνοκρατική τους αντίληψη (η οποία, σημειωτέον, δεν σημαίνει ότι η συνεισφορά τους είναι πάντα πραγματικά τεκμηριωμένη).
Σε αυτό το σύστημα των ομόκεντρων κύκλων γύρω από κάθε πολιτική ηγεσία ενός Υπουργείου κομβικό ρόλο έχει κυρίως ο πρώτος, που διαδραματίζει και τον πιο σημαντικό ρόλο.
Βέβαια, κάθε πόλος της πολιτικής ηγεσίας έχει τον δικό του ομόκεντρο κύκλο : άλλον ο Υπουργός, άλλον ο Υφυπουργός, άλλον ο Γενικός Γραμματέας.
Εν τω μεταξύ αυτοί οι κύκλοι της λειτουργούν παράλληλα με τη γραφειοκρατική πυραμίδα των υπηρεσιών. Πολύ συχνά, μάλιστα, δεν έχουν αγαστή συνεργασία με αυτήν, αφού αναπτύσσονται ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους.
Σε αυτή την αλληλουχία, παίζει ρόλο και η οικονομική παράμετρος, που, εκτός από την κατάληψη μιας καλά αμειβόμενης θέσης, μπορεί να εξυπηρετείται και με την σημαντική πρόσθετη αμοιβή μέσω της συμμετοχής σε επιτροπές.
Σε αυτές τις επιτροπές και τις ομάδες εργασίας σημαντικό ρόλο παίζει, παραδοσιακά, εδώ και δεκαετίες, και η συμμετοχή αμειβόμενων δικηγορικών γραφείων, που (θεωρητικά τουλάχιστον) επιστρατεύονται – και αμείβονται αδρά – για να εξασφαλίζουν την τήρηση της νομιμότητας αλλά και την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Σε όλο αυτό το σύστημα επιτροπών και ομάδων εργασίας σημαντικός είναι και ο ρόλος των μετακλητών, που μετέχουν στον κύκλο της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν πάντα άμεση αναφορά στο πολιτικό πρόσωπο για τα οποίο καταχωρούνται τυπικά. Πολύ συχνά αναφέρονται σε άλλους παράγοντες είτε ανώτερους είτε και απλώς παράλληλους, στους οποίους και λογοδοτούν.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτού του συστήματος επιτροπών και ομάδων εργασίας με την υπηρεσιακή πυραμίδα είναι άνισος, υπέρ εκείνων που έχουν μεγαλύτερη και πιο άμεση πρόσβαση στην πολιτική εξουσία.
Τα πρόσωπα της υπηρεσιακής πυραμίδας του Υπουργείου με θέσεις ευθύνης ασκούν τις τυπικές αρμοδιότητές τους αλλά πολύ συχνά αναγκάζονται να καλύπτουν απλώς με την υπογραφή τους τις αποφάσεις άλλων!
Από το άλλο μέρος υπάρχουν και τα υπηρεσιακά πρόσωπα που μετέχουν στον κύκλο της ηγεσίας, τα οποία αναρριχώνται και στις επιδιωκόμενες της τυπικής πυραμίδας. Και, αν αυτό είναι κάποιες φορές δύσκολο, γίνεται εφικτό με φωτογραφικές ρυθμίσεις.
Στη χώρα μας είναι, δυστυχώς, συνηθισμένο, οι ηγεσίες της δημόσιας εξουσίας της χώρας μας να εξυπηρετούν την πελατειακή τους υποδομή με τέτοιες φωτογραφικές ρυθμίσεις.
Ο μηχανισμός της δημόσιας διοίκησης αντιμετωπίζεται – και αυτός – ως λάφυρο της εξουσίας και “αξιοποιείται” (εντός εισαγωγικών) για την επέκταση και ενδυνάμωση των πελατειακών σχέσεων.
Το κύριο προσόν όσων εφάπτονται με την πολιτική ηγεσία – και εξαρτώνται από αυτήν – δεν είναι απλώς η δεδομένη υπακοή.
Είναι, ακόμη περισσότερο, η προθυμία και ετοιμότητά τους να υλοποιήσουν οτιδήποτε θα ωφελούσε τον προϊστάμενό τους, όχι μόνο κατ’ εντολήν του αλλά ακόμα και πριν το σκεφθεί ο ίδιος.
Ας μην επεκταθούμε άλλο σε αυτή τη μόνιμη παθογένεια…
Όλα αυτά τα ελληνικά δεδομένα καθορίζουν και το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός Κανονισμού Υπουργείου, όπως αυτός που έχουμε σήμερα μπροστά μας.
Αποτυπώνει την προσπάθεια εξισορρόπησης όλων αυτών των τάσεων, των ταυτόχρονων συγκρούσεων και συμμαχιών, μεταξύ πολιτικής, συνδικαλιστικής, πραγματικής και τυπικής εξουσίας, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Με τέτοιο περιεχόμενο, είναι εξ ορισμού ένα θνησιγενές σχήμα, με την έννοια ότι άμεσα θα επιδιώκεται και η τροποποίησή και η ανατροπή του.
Σήμερα λοιπόν, έχουμε την πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής για το σχέδιο νόμου για τον συγκεκριμένο Οργανισμό…
Και όμως, μάλλον όλοι γνωρίζουμε – ή βάσιμα υποθέτουμε – ότι έχουν ήδη ξεκινήσει διεργασίες για αλλαγές και τροποποιήσεις, με επόμενες νομοθετικές κινήσεις.
Προφανώς υπάρχει ήδη μια λίστα με προτάσεις τροποποιήσεων, για ζητήματα που δεν ικανοποιήθηκαν με το προτεινόμενο σχέδιο.
Ας δούμε, λοιπόν, τι παρουσιάζει αυτό το σχέδιο για το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας (και όχι βέβαια της Ολλανδίας).
Μας παρουσιάζονται τρεις πυλώνες. Ελπίζουμε, κατ’ αρχήν να παραμένουν τρεις – να μην καταλήξουν δύο ή ένας – και να λειτουργούν αρμονικά και με την ανάλογη συμμετοχή για τον καθένα.
Ο πρώτος είναι ο πυλώνας των διεθνών σχέσεων.
Ο δεύτερος ανάγεται στις Οικονομικές Σχέσεις και την Εξωστρέφεια.
Ήδη, έχουμε δύο πυλώνες που ενέχουν σοβαρό κίνδυνο αλληλοκάλυψης και σύγχυσης μεταξύ τους Από μόνοι τους, δηλαδή, δεν εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ισορροπία του οικοδομήματος.
Η οικονομική διάσταση της παγκοσμιοποίησης είναι πανταχού παρούσα και κυρίαρχη.
Επομένως, για να υπάρξει διπλωματία με πιθανότητες επιτυχίας, οφείλουν υποχρεωτικά οι χειριστές της να την συνεκτιμούν πάντα για το σχεδιασμό και την υλοποίηση των δράσεών τους.
Στην εξωτερική πολιτική, οι διεθνείς σχέσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις και δεν είναι πρακτικά δυνατός ο διαχωρισμός τους.
Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τις σχέσεις ενδιαφέροντος.
Δεν μιλάμε λ.χ. για πιθανές αποσπασματικές κινήσεις σε σχέση με απομακρυσμένα κράτη, που έχουν εξ ορισμού μειωμένη σημασία.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα διακρίνεται κυρίως για ετεροβαρείς εξωτερικές οικονομικές σχέσεις.
Εξάλλου, δεν είμαστε ούτε η Γερμανία, ούτε η Ολλανδία, που οι σχέσεις αυτές έχουν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική τους.
Θα αναφέρω ένα απλό παράδειγμα – επαναλαμβάνω, μιλάμε για την Ελλάδα και όχι για την Ολλανδία.
Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσεις τις οικονομικές σχέσεις μας με τη Ρωσία απομονωμένες από το υπόλοιπο σχήμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως λ.χ. από τις σχέσεις μας με την Τουρκία, από τα θέματα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Εδώ, ειδικά, είναι χαρακτηριστική η επιβολή του ευρωπαϊκού εμπάργκο κατά της Ρωσίας.
Ας έρθουμε και στην περίφημη εξωστρέφεια.
Έχουμε όλοι, φαντάζομαι, συνείδηση ότι η ελληνική οικονομία έχει καταλήξει απολύτως εσωστρεφής αλλά και εξαρτώμενη.
Και, μάλιστα, μετά την επιβολή και αποδοχή των μνημονίων, δεν υπάρχει και καμία προοπτική ή δυνατότητα αναστροφής αυτής της κατάστασης.
Αυτά είναι, μέχρι σήμερα, τα επιτεύγματα του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος.
Κάθε λόγος για οικονομική εξωστρέφεια είναι ουσιαστικά κενός.
Είναι, απλώς, ένα φραστικό σχήμα χωρίς πραγματικό αντίκρυσμα, μία μεγαλεπήβολη και ψεύτικη επικοινωνιακή «ατάκα».
Πόσο μάλλον στη σημερινή κατάσταση, όπου ο κορωνοϊός και ο κυβερνητικός τρόπος αντιμετώπισής του, έχουν αποτελειώσει ό,τι είχε απομείνει όρθιο από τα μνημόνια !
Εν τέλει, χρειάζεται πολιτικό θράσος να μιλάς για οικονομική εξωστρέφεια στη χώρα που έχει αναίσχυντα ξεπουληθεί όλη η δημόσια περιουσία της, για χάρη ξένων συμφερόντων.
Εδώ, σχεδόν απέναντι, στη Λεωφ. Βασ. Σοφίας, στον αριθμό 15, στεγάζονται υπηρεσίες του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης.
Ένα κτίριο, από τα λεγόμενα φιλέτα της αγοράς ακινήτων, που ήταν ιδιόκτητο. Σήμερα έχει “αξιοποηθεί”, αφού πουλήθηκε.
Και το Ελληνικό Δημόσιο πληρώνει ενοίκιο σχεδόν 1 εκατομμύριο ευρώ, στην Προντέα Ινβέστμεντς, που ανήκει στην ολλανδική Ινβέλ Ρήαλ Εστέιτ.
Αυτό, δεν το κατάφεραν οι Ολλανδοί χάρη στην όποια οικονομικά εξωστρεφή δομή του Υπουργείου Εξωτερικών.
Το κατάφερε η Ελλάδα και το πολιτικό προσωπικό της!
Η πιθανή εξαιρετική συνεργασία του Υπουργού Εξωτερικών με τον Υφυπουργό αρμόδιο για τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις και την Εξωστρέφεια δεν αρκεί για την αποδοτική λειτουργία αυτού του σχήματος.
Με καλή πίστη, θα πω ότι δεν έχουμε απλώς αμφιβολίες για την προοπτική του. Είμαστε σχεδόν βέβαιοι για την αποτυχία του.
Το ίδιο εξαιρετικά μπορεί και να επιλύεται κάθε αναφυόμενο ζήτημα κατανομής εργασίας που άπτεται των αρμοδιοτήτων σας.
Σε βαθμό που πιστεύουμε ότι πρέπει να αντιμετωπίσετε άμεσα την απόσυρσή του.
Θα έχετε, στους δύο πυλώνες, υπηρεσίες που θα αλληλοϋποβλέπονται και θα διεκδικούν ρόλο και συμμετοχή η μία σε βάρος της άλλης, για το ίδιο αντικείμενο, προκειμένου να επιβεβαιώσουν και να αναδείξουν τη σημασία της δικής τους εμπλοκής.
Λυπάμαι που θα το πω : Αρκετές πρεσβείες, μόλις διάβασαν αυτά τα κομμάτια του νομοσχεδίου, έτριβαν χαιρέκακα τα χέρια τους!
Ας πάμε και στον τρίτο πυλώνα, για τα θέματα Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας.
Κύριε Υπουργέ, είναι κατανοητή η ανάγκη να υπάρχει ένας πόλος εξουσίας στον οποίο να αναφέρεται και να απευθύνεται ο Απόδημος Ελληνισμός.
Και να υπάρχει και η αντίστοιχη υποδομή, διοικητική οργάνωση και στελέχωση, για την υλοποίηση της πολιτικής σε αυτόν τον τομέα.
Το κέντρο της εξουσίας των Αθηνών, φαίνεται μέχρι σήμερα να αδιαφορεί στις εκκλήσεις των αποδήμων.
Όπως δεν εισακούστηκαν και στα θέματα της συμμετοχής τους στις εθνικές εκλογές.
Προφανώς, η αποτελεσματική διαχείριση των θεμάτων του Απόδημου Ελληνισμού δεν εντάσσεται στις προτεραιότητες του Κράτους μας.
Σήμερα, η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού υποβαθμίζεται σε Γενική Διεύθυνση. Αυτή , πλέον, θα διαχειρίζεται όλα αυτά τα – ήδη υποτιμώμενα – θέματα. Εύχομαι να μην επαληθευτώ, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτή η Διεύθυνση θα αποτελέσει ένα από τα λεγόμενα «ψυγεία» της διοικητικής συγκρότησης του Υπουργείου.
Αναφέρεστε, μάλιστα, κ. Υπουργέ, και σε “επαναλειτουργία” του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού. Αλήθεια, έχει διακοπεί η λειτουργία του ; Γιατί μιλάτε για επαναλειτουργία ;
Αυτό που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ότι μάλλον αναφέρεστε σε καίριες παρεμβάσεις στις διαδικασίες λειτουργίας του Συμβουλίου.
Δηλαδή, μιλάμε και πάλι για την εφαρμογή ενός σχεδίου πολιτικής σκοπιμότητας. Αυτό αναδεικνύει, εντέλει, και η χρήση του όρου “επαναλειτουργία”.
Αδυνατούμε να κατανοήσουμε τη σκοπιμότητα του πλεονασμού στις στρατηγικές και επιτελικές δομές (Υπηρεσία Συντονισμού - Διεύθυνση Στρατηγικού και Υπηρεσιακού Σχεδιασμού - Κέντρο Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής).
Και όλες αυτές θα λειτουργούν παράλληλα και με την ξεχωριστή ιεραρχία σε καθεμιά (Γενικός Γραμματέας, Γενικός Διευθυντής, Διευθυντής κ.λπ.)
Εδώ, επαναφέρονται, και μάλιστα ως καινοτομίες, αποτυχημένα πειράματα του παρελθόντος. Θυμόμαστε όλοι τι απέγιναν όλες εκείνες οι Μονάδες Στρατηγικού Σχεδιασμού που συστάθηκαν πριν δεκαετίες σε όλα τα Υπουργεία.
Γκρεμίστηκαν όλες, από το επιτελικό τους βάθρο, με επόμενες ρυθμίσεις. Η πραγματικότητα έχει, από μόνη της, μία κανονιστική ισχύ, που είναι αμείλικτη απέναντι σε τέτοιου είδους σχεδιασμούς.
Το μόνο ουσιαστικό αποτέλεσμα θα είναι η αναστάτωση στις υπηρεσίες, οι διαγκωνισμοί για τη στελέχωσή τους, το “ανακάτεμα της τράπουλας” για τις υπηρεσιακές σταδιοδρομίες, ανακολουθίες και χάσματα που θα μείνουν για πάντα ανοιχτά.
Ένας ακόμη λόγος για να τρίβουν χαιρέκακα τα χέρια τους κάποιες πρεσβείες!
Έχουν, όμως και άλλο λόγο να χαρούν :
Ποιον εξυπηρετεί η κατάργηση των επίσημων γλωσσών εργασίας του Ο.Η.Ε. (Ισπανικής, Κινεζικής, Αραβικής και Ρωσικής) από τις εξετάσεις εισαγωγής στη Διπλωματική Ακαδημία, ενώ, ταυτόχρονα, επανέρχεται ως υποχρεωτική η Γαλλική, μαζί με την Αγγλική ;
Πάντως, δεν πιστεύουμε ότι εξυπηρετεί την ελληνική διπλωματία, τις ανάγκες της και την προοπτική της.
Δεν διδαχθήκαμε τίποτε από το αποκαλούμενο “Τουρκολιβυκό Σύμφωνο” ; Αφού υποβαθμίσαμε τις σχέσεις μας με τις Αραβικές χώρες, προσπαθούμε απεγνωσμένα τώρα, κατόπιν εορτής, να “συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα”.
Γιατί δεν δίνετε τη δυνατότητα να εισαχθούν στην Διπλωματική Ακαδημία και γνώστες αυτών των γλωσσών ;
Πάρτε παράδειγμα τόσες χώρες, που στελεχώνουν την εδώ διπλωματική και προξενική εκπροσώπησή τους με ανθρώπους που μπορούν να μιλούν Ελληνικά – μία εξωτική γλώσσα, όπως λένε και στους διεθνείς οργανισμούς.
Αυτή η αποκλειστική εμμονή στα Αγγλικά και τα Γαλλικά είναι και ακατανόητη και οπισθοδρομική και επιβλαβής.
Επιτρέψτε μου μία βλάσφημη υπόθεση : Υποθέτω ότι το μόνο που μπορεί να εξυπηρετεί είναι την κλειστή – και κληρονομικά ανανεούμενη – διπλωματική κάστα, η οποία φοβάται πως κινδυνεύει από την είσοδο “παρείσακτων” που θα μιλούν αυτές τις γλώσσες. Εξάλλου θα προσέθετε ανταγωνισμό που θα μείωνε τις πιθανότητες εισαγωγής των “γόνων”.
Επιπλέον, αυτό θα είχε αντίκτυπο και στη συνέχεια, στον ανταγωνισμό για τις λίγες, τις λεγόμενες “καλές” υπηρεσιακές θέσεις.
Στις πολλές αραβικές και ισπανόφωνες χώρες θα είχαν προβάδισμα οι γνώστες και χρήστες αυτών των γλωσσών.
Στο θέμα αυτό, δεν ακούσατε ούτε τον Συνήγορο του Πολίτη!
Και όμως : Με τέτοιες τακτικές, όπως με τις ξένες γλώσσες, διευκολύνονται και διαιωνίζονται τα γνωστά σε όλους παρασιτικά φαινόμενα, που ανέφερα παραπάνω.
Υπάρχει και άλλο σημείο που αναδεικνύει την αγαστή σχέση σας με τα παρασιτικά φαινόμενα.
Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για την κατάργηση της Μεταφραστικής Υπηρεσίας.
Οι έντεχνες και σκόπιμες ασάφειες στον ορισμό της επίσημης μετάφρασης, μόνο αυτό μπορούν να κάνουν : να ανοίγουν το δρόμο για παρασιτικές λειτουργίες και συμπράξεις.
Καταργείτε μια ολόκληρη υπηρεσία και είναι απόλυτα απαραίτητο να ακουστούν εδώ οι απόψεις των Μεταφραστών.
Εξωθείτε αυτό το υπηρεσιακό δυναμικό σε απόγνωση.
Θα σταθώ και στην ένταξη σε υφιστάμενους κλάδους του Υπουργείου των υπαλλήλων που προέρχονται από το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Πρόκειται για στελέχη υψηλών προσόντων. Οι περισσότεροι έχουν μεταπτυχιακούς τίτλους, είναι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, και με μακρά προϋπηρεσία στο αντικείμενο της διεθνούς εμπορικής πολιτικής.
Το λογικό θα ήταν να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στον κλάδο των Εμπειρογνωμόνων, εφόσον πληρούν τα κριτήρια, για να διασφαλιστεί η συνέχεια της διοίκησης και να κεφαλαιοποιηθεί η εξειδικευμένη γνώση του ανθρώπινου αυτού δυναμικού.
Η σύσταση νέου κλάδου είναι περιττή. Συγκροτείται μόνο ένα σύνολο προσωποπαγών θέσεων, αφού δεν υπάρχει πρόβλεψη για εισαγωγή νέων υπαλλήλων.
Αυτό σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος τομέας δεν αντιμετωπίζεται προοπτικά. Προφανώς κρίνετε ότι δεν αφορά σε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του υπουργείου ! Είναι δυνατόν ;
Επίσης, δυσμενής είναι και η αντιμετώπισή τους ως προς τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη, σε σχέση με άλλους κλάδους που υπηρετούν στην ίδια Γενική Διεύθυνση και ασκούν ανάλογα καθήκοντα, όπως οι υπάλληλοι Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων/ΟΕΥ.
Αυτή η άνιση μεταχείριση δεν είναι αποδεκτή.
Υποθέτω ότι οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε κανένας διάλογος σε αυτό το σημείο, αφού δεν έχουν συνδικαλιστική οργάνωση και εκπροσώπηση.
Έτσι, από τώρα – πριν καν ενταχθούν στις υπηρεσίες του Υπουργείου – έχουν ήδη συνθλιβεί στις μυλόπετρες ενός οργανωμένου διοικητικού και συνδικαλιστικού συστήματος, που έχει διαμορφώσει το αρνητικό καθεστώς πριν από αυτούς, για αυτούς.
Ευχαριστώ πολύ.