Στις 4 Ιουλίου 2022 είχαμε μία ακόμα «κλειστή» συνεδρίαση της Επιτροπής Εξοπλιστικών στη Βουλή. Είχαν προηγηθεί δύο συνεδριάσεις στις 22 και 27 Ιουνίου. Η ανοιχτή πιθανότητα επίσπευσης των εκλογών έχει μικρύνει τα περιθώρια και υπάρχει μια προφανής κυβερνητική πίεση. Στις τρεις αυτές συνεδριάσεις, μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, πέρασαν δεκάδες εξοπλιστικά προγράμματα, με κόστος πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στη συντριπτικά μεγάλη πλειονότητά τους αφορούσαν την ικανοποίηση συγκεκριμένων εντεταλμένων δεσμεύσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τις ΗΠΑ. Ετσι εξασφαλίζουν από τώρα την υλοποίησή τους, ενώ ο κύκλος θα κλείσει σύντομα, με το επίσημο ελληνικό αίτημα για τα F-35. Στον βαθμό που οι κινήσεις αυτές συνδέονται με τις επόμενες ελληνικές εκλογές, πιθανότατα υλοποιούνται και με την προσμονή της παροχής ανταποδοτικής «στήριξης» από τον διεθνή παράγοντα.
Σε αυτές τις τελευταίες συνεδριάσεις αλλά και με ειδική επιστολή μου προς τον πρόεδρο της Επιτροπής, προειδοποίησα, με σαφήνεια και τεκμηρίωση, ότι οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις στον συγκεκριμένο τομέα δεν είναι δυνατόν να γίνονται πλέον αποδεκτές – τουλάχιστον από εμάς. Ολα πρέπει να έχουν ένα όριο! Πόσο μάλλον οι κατάφωρα καταχρηστικές πρακτικές. Η όλη παθογένεια ξεκινά από μια διαχρονική κυβερνητική παράλειψη, που απομένει στον καθένα να κρίνει αν είναι ηθελημένη ή όχι.
Συγκεκριμένα, το νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει τη σύνταξη ενός Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Αμυντικών Προμηθειών, καθώς και Κυλιόμενα Προγράμματα Συμβάσεων Στρατιωτικών Εξοπλισμών. Αυτά, όμως, απλώς δεν έχουν γίνει ούτε από την παρούσα ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, δεν υπάρχει η αναγκαία βάση για να τηρείται η κατ’ αρχήν προβλεπόμενη, κανονική, διαδικασία εξοπλισμών και ακολουθούνται διάφορες μεθοδεύσεις, με τη μόνιμη επίκληση του «επείγοντος», του «εκτάκτου», της «κρίσης» κ.ο.κ. Ολες οι θεσμικές προβλέψεις, που αποσκοπούν –υποτίθεται– στη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα των εξοπλιστικών επιλογών, παραμερίζονται και δίνουν τη θέση τους σε καταχρηστικές διαδικασίες.
Για να υπάρχει μια επίφαση νομιμοφάνειας και δήθεν συνέχειας, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη υποκατέστησε όλα τα θεσμικά προβλεπόμενα (Μακροπόθεσμο και Κυλιόμενα Προγράμματα) με μια ευρεσιτεχνία: μόλις πρόσφατα, τον Φεβρουάριο του 2022, με απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Επιτελείων, κατασκευάστηκε ένας «Τετραετής Προγραμματισμός Εξοπλιστικών Αμυντικών Δαπανών», ο οποίος δεν έχει καν ρητά και σαφώς διασφαλισμένη χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό εξοπλισμών, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του κ. αρχηγού ΓΕΕΘΑ.
Η «κατασκευή» του 4ετούς Προγραμματισμού χρησιμοποιείται ουσιαστικά σαν άλλοθι, ακριβώς για να μην υπάρξει ποτέ το Μακροπρόθεσμο Πρόγραμμα Προμηθειών. Ταυτόχρονα, όμως, λειτουργεί και σαν τέχνασμα, για να προωθούνται αποφάσεις προ καιρού ειλημμένες, τις οποίες η Επιτροπή της Βουλής καλείται να επικυρώσει, εντελώς προσχηματικά, κατά κανόνα με εισηγήσεις συχνά εντελώς ασαφείς, ακόμα και για τον καθορισμό του ακριβούς αντικειμένου τους, αλλά και με ουσιαστικά ανύπαρκτη τεκμηρίωση. Αυτή η πρακτική υποβαθμίζει ανεπίτρεπτα και προσβάλλει ουσιαστικά τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, καθιστώντας την Επιτροπή ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο, σε μια προσχηματική διαδικασία, χωρίς ουσιαστική λειτουργία.
Από την άλλη, με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται η διαμόρφωση του νέου χρυσού κανόνα των ελληνικών εξοπλισμών: στις μεγάλες αμυντικές προμήθειες αγοράζουμε αμερικανικά προϊόντα και στις μικρότερες γερμανικά. Εκτός εάν οι ΗΠΑ έχουν λόγους να αγοράσουμε γαλλικά (όπως ειδικά έγινε πρόσφατα, που έδωσαν στη Γαλλία μεγάλες προμήθειες προς την Ελλάδα, σε αντάλλαγμα, επειδή την απέκλεισαν από τη στρατηγική συμφωνία για τον Ειρηνικό).
Η όλη μεθόδευση, όμως, κάνει και ένα βήμα ακόμα: Για να ολοκληρωθεί η υποτέλειά μας και η εξάρτησή μας από το αμερικανοΝΑΤΟϊκό άρμα, εφαρμόζουν και τις εξαιρέσεις για τις «συμβάσεις που διέπονται από ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες δυνάμει συναφθείσας διεθνούς συμφωνίας ή διακανονισμού, που συνδέεται με τη στάθμευση στρατευμάτων και αφορά επιχειρήσεις κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας». Ετσι, ο ελληνικός λαός επιβαρύνεται με το συνολικό κόστος προμηθειών που εξυπηρετούν άλλους, και όχι για αμιγώς εθνικούς σκοπούς. Με όλα αυτά, λοιπόν, ζούμε σε νέους καιρούς, με νέα ήθη. Μετά τον Β΄ Π.Π., η Ελλάδα προσδέθηκε στο αμερικανικό (κατόπιν και ΝΑΤΟϊκό) άρμα, με τη διαβόητη χρηματοδότηση του Σχεδίου Μάρσαλ. Το ίδιο πράγμα, σήμερα, υποχρεώνεται να το πληρώνει, με αίμα, και πραγματικά από το υστέρημά του, ο ελληνικός λαός, ο λαός μιας ήδη καταχρεωμένης χώρας.
Ο κανόνας της κακής νομοθέτησης, η πρακτική της εκμετάλλευσης των κενών του θεσμικού πλαισίου και τα πανταχού παρόντα «παράθυρα», κατά τη λαϊκή έκφραση, δεν εξυπηρετούν, λοιπόν, μόνο τη λαφυραγώγηση του κράτους και το πελατειακό σύστημα στο εσωτερικό αλλά και την υποτέλεια και την εξάρτηση από το εξωτερικό. Στην πραγματικότητα, η κοινοβουλευτική διαδικασία δεν χρησιμοποιείται για την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια των εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Με αυτήν, επίσης, επιτυγχάνεται και η διάχυση των κυβερνητικών ευθυνών, με την προσχηματική έγκριση ενός συλλογικού κοινοβουλευτικού οργάνου.
Το σημαντικό με όλο αυτό το σκηνικό που έχει στηθεί είναι ότι χωρίς Μακροπόθεσμο και Κυλιόμενο Πρόγραμμα, τα εξοπλιστικά αφενός έρχονται και εγκρίνονται αποσπασματικά και αφετέρου επιβαρύνονται με πρόσθετο κόστος, και λόγω της αποσπασματικότητας αλλά και γιατί δεν υπόκεινται στην υποχρεωτικότητα των προβλέψεων του γενικού νομοθετικού πλαισίου (π.χ. εγγυητικές επιστολές, ρήτρες καθυστέρησης κ.λπ.). Το αποτέλεσμα, δηλαδή, είναι και μη ορθολογική διαχείριση αλλά και σημαντική και διαρκής πρόσθετη επιβάρυνση του ελληνικού λαού με κόστη που θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποφευχθούν.
Απέναντι σε όλα αυτά τοποθετήθηκα συγκεκριμένα στις τελευταίες συνεδριάσεις της Επιτροπής αλλά και με την επιστολή προς τον πρόεδρο, καλώντας τους πάντες –και κυβέρνηση και κόμματα– να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Επειτα από αυτά, υπήρξε μια επιστολή των συναδέλφων του ΣΥΡΙΖΑ, που κατέθεσαν τη σχετική συμφωνία τους και ζήτησαν να γίνει ειδική συνεδρίαση της Επιτροπής με αυτά τα θέματα. Αυτό, όμως μπορεί να σημαίνει ότι παραπέμπουμε το ζήτημα στις ελληνικές καλένδες. Μέχρι τότε τι κάνουμε; Αρκούμεθα στο να ψηφίζουμε αρνητικά στα συγκεκριμένα προγράμματα; Αυτό ούτε αρκεί ούτε ενοχλεί τη δεδομένη κυβερνητική πλειοψηφία, που θα διαιωνίζει αυτήν την προβληματική κατάσταση.
Αναμένω με ενδιαφέρον την τελική ουσιαστική απάντηση και έμπρακτη αντίδραση από όλα τα κόμματα, και ιδιαίτερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Αυτό επιβάλλει, επιτέλους, η ευθύνη μας απέναντι στον ελληνικό λαό!
Αναδημοσίευση από efsyn.gr