Ομιλία Σοφίας Σακοράφα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων (24-7-2020)

powered by social2s

Στο άρθρο 2, καθορίζεται (στο πρώτο εδάφιο) ότι στα ιδιωτικά σχολεία, για την αξιολόγηση, εφαρμόζονται αναλογικά τα κριτήρια που ισχύουν και στα δημόσια σχολεία, ως προς τις δομές, το εκπαιδευτικό έργο και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.  Ακολούθως, προστίθεται εδάφιο με τη διατύπωση «Η εφαρμογή πρόσθετων κριτηρίων αξιολόγησης από τα ιδιωτικά σχολεία είναι δυνατή».

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανείς σε αυτήν την αίθουσα που να θεωρεί ότι αυτή η διατύπωση συνιστά επαρκή νομοθέτηση – και, με την  έννοια αυτή, θα την εγκρίνει και με την ψήφο του.

Ας αποδεχθούμε ότι τα πρόσθετα αυτά κριτήρια θα τα θεσπίζει, με βάση αυτή τη διάταξη, η ιδιοκτησία του σχολείου. Είναι προφανές ότι εδώ υπάρχει ανάγκη διοικητικής διαδικασίας έγκρισης της σκοπιμότητας και νομιμότητας των κριτηρίων.

Προβλέπετε καθορισμό κριτηρίων χωρίς έλεγχο, χωρίς έγκριση, χωρίς κάν υποχρέωση σύνταξης πλαισίου αξιολόγησης, και χωρίς διαδικαστικές προβλέψεις.

Θα σας καλούσα, κα Υπουργέ, αν μπορείτε, να μας εξηγήσετε γιατί η Πολιτεία δεν έχει τη βούληση να θεσπίσει ένα πλαίσιο πραγματικής αξιολόγησης με αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια από ανεξάρτητη Επιτροπή, που θα έχουν πλήρη αναφορά στον εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα των υπηρεσιών που παρέχονται από τους φορείς της ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να αφήνει εντελώς ανέλεγκτη τη βούληση της ιδιοκτησίας σε αυτό το κρίσιμο πεδίο.

Και δεν είναι δυνατόν να θεωρείτε εξ ορισμού και εξαρχής απολύτως αξιόπιστη την ατομική βούληση, έτσι ώστε να της αποδίδετε τέτοια εξουσία. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ακούσουμε μία λογική σκέψη που να δικαιολογεί αυτήν την απόλυτη εμπιστοσύνη της Πολιτείας προς την προσωπική διάθεση του ιδιοκτήτη (και εργοδότη), που ανάγεται ανέλεγκτα σε θεσπίζουσα αυθεντία.

Ας έρθουμε στο άρθρο 3 : Η ευελιξία στο ωρολόγιο πρόγραμμα των ιδιωτικών σχολείων, δεν εισάγεται – για πρώτη φορά – με αυτό το νομοσχέδιο. Και οι αμέσως προηγούμενοι  νόμοι, 4415/2016 και 4472/2017, είχαν ανάλογες ρυθμίσεις. Γνωρίζουμε όλοι ότι στο σημείο αυτό είχαμε, πολλές φορές, μία προβληματική πραγματικότητα. Ένα πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι τα περισσότερα Σχολεία, παρά την υποχρέωσή τους, δεν δήλωναν τις δράσεις πέρα από το ωρολόγιο πρόγραμμα – είτε το υποχρεωτικό είτε και το διευρυμένο.

Εν τω μεταξύ, το νομοσχέδιο αυτό αφαιρεί από το πλαίσιο της διαμόρφωσης του προγράμματος τόσο τον ελεγκτικό ρόλο του Διευθυντή Εκπαίδευσης όσο και την επιστημονική συμμετοχή του Συντονιστή Εκπαίδευσης.

Και πάλι πλήρης εξουσία στον ιδιοκτήτη, χωρίς καμία πρόνοια ως προς τα παιδαγωγικά κριτήρια του προγράμματος.

Πέρα από αυτό : Δεν προβλέπονται καθόλου ρυθμίσεις, έστω και στοιχειώδεις, για την εξασφάλιση της ορθολογικής κάλυψης των αντίστοιχων αναγκών, χωρίς καταχρηστικές πρακτικές σε βάρος του προσωπικού. Γιατί ;

Θα πρέπει, πιθανόν, να αναζητήσουμε την απάντηση στο φιλελεύθερο ιδεολόγημα ότι η κάθε εργοδοσία, μέσω της περίφημης αυτορρύθμισης, θα χειριστεί τα ζητήματα κατά τον καλύτερο τρόπο και δεν απαιτείται κανένα πλαίσιο προστασίας ως προς τους όρους παροχής εργασίας του προσωπικού.

Οι βιοτικές ανάγκες των εργαζομένων είναι δεδομένες αλλά ο φιλελευθερισμός υποκρίνεται ότι δεν βλέπει  να κινδυνεύουν. Προτιμά, δηλαδή, να παριστάνει τον ανόητο, ενώ   η αλήθεια είναι ότι τις γνωρίζει αλλά, απλώς, τις περιφρονεί επιδεικτικά.

Στο ίδιο άρθρο, 3 , περιλαμβάνεται και η ρύθμιση που αφορά στα φροντιστήρια Ξένων γλωσσών. Το είπα και χθες :  Καταδικάζετε μία ολόκληρη επαγγελματική και επιχειρηματική τάξη, αφού τις επιβάλλετε συνθήκες αδυσώπητου και άνισου ανταγωνισμού. Το πρόβλημα, κα Υπουργέ, είναι υπαρκτό και πολύ βαρύ για τους ενδιαφερόμενους. Και απαιτεί απάντηση επί της ουσίας. Δεν είναι σωστό να προσπαθείτε να το ξεπεράσετε σχολιάζοντας μόνο ότι μεγάλος αριθμός των σχετικών αρνητικών σχολίων στη διαδικασία της διαβούλευσης είχαν σχεδόν πανομοιότυπο – πράγματι –περιεχόμενο.

Έχετε, τουλάχιστον, την υποχρέωση να σεβαστείτε την αγωνία αυτών των ανθρώπων. Και να μας εξηγήσετε, επιτέλους, ποια είναι η κοινωνική σκοπιμότητα αυτής της διάταξης.

Εντέλει, για ποιο λόγο οι επενδυτές και επιχειρηματίες των ιδιωτικών σχολείων αξίζουν αυτήν την προνομιακή νομοθετική μεταχείριση ;

Και οι επενδυτές και επιχειρηματίες των φροντιστηρίων, των κέντρων ξένων γλωσσών, των Κέντρων δια Βίου Μάθησης, μετέχουν και αυτοί στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας…

Πως , άραγε, δικαιολογεί ο περίφημος φιλελευθερισμός σας την κρατική επέμβαση σε βάρος τους ;  

Εγκαινιάζετε δυνατότητα πρόσθετης επιχειρηματικής δράσης στα ιδιωτικά σχολεία και προσθέτετε – εκ του μη όντος – έναν εξ ορισμού κυρίαρχο ανταγωνιστή στο πεδίο της επιχειρηματικής δράσης όλων των υπολοίπων.   Και όποιος αντέξει !

Εδώ, πρέπει να προσθέσω και κάτι ακόμα, που είναι – επίσης – προφανές: Ακόμα και μέσα στο πλαίσιο των ίδιων των ιδιωτικών σχολείων εισάγετε συνθήκες άνισου ανταγωνισμού.

Τα μικρά ιδιωτικά σχολεία – προφανώς και το γνωρίζετε – δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες αυτής της πλήρους απελευθέρωσης απέναντι στις δυνατότητες των μεγάλων εκπαιδευτικών συγκροτημάτων.

Στο άρθρο 4, καμία έκπληξη : Ο Εσωτερικός Κανονισμός συντάσσεται από το Σχολείο, δηλ. από τον ιδιοκτήτη. Και απλώς κοινοποιείται από τον Διευθυντή του Σχολείου προς τον Διευθυντή Εκπαίδευσης. Αυτός,  δικαιούται να τον αναπέμψει μόνο για λόγο αντίθεσης σε ρητή διάταξη νόμου. Καμία πρόβλεψη, βέβαια, για συμμετοχή του Συλλόγου Διδασκόντων στην κατάρτιση του Κανονισμού. Τα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά κριτήρια επαφίενται – και πάλι – στην ατομική βούληση της ιδιοκτησίας.

Ας έλθουμε στο άρθρο 5.  Εδώ ο – εντός εισαγωγικών – «νομοθέτης» μας ειρωνεύεται κιόλας. Βάζει τίτλο στο άρθρο «Υποχρεώσεις του Ιδιοκτήτη» και στο κείμενο αναφέρεται μόνο ότι αυτός «μπορεί να παρίσταται σε οποιαδήποτε συνεδρίαση του συλλόγου των διδασκόντων, εφόσον είναι εκπαιδευτικός».  Μίλησα και χθες, κα Υπουργέ, για τον απαράδεκτο ευτελισμό των θεσμών και των συνταγματικών διαδικασιών. Να ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτού του ευτελισμού. Και αναφέρομαι σε αυτό ανεξάρτητα από το ουσιαστικό  περιεχόμενο της διάταξης.

Ας πούμε, όμως, και για την ουσία :

Ακόμη και αν είναι ο ίδιος -και- εκπαιδευτικός, η αναμφισβήτητα κυρίαρχη ιδιότητά του είναι αυτή του ιδιοκτήτη.  Ποια σκοπιμότητα, λοιπόν,  μπορεί να εξυπηρετεί η συμμετοχή του;

Όλοι – και αυτοί που συμφωνούν και αυτοί  που διαφωνούν με τη διάταξη – έχουν την ίδια κοινή αφετηρία και έναν κοινό τόπο :

Η παρουσία του ιδιοκτήτη θα επηρεάσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το συλλογικό όργανο.

Αυτό θέλετε να νομοθετήσουμε : Την φαλκίδευση της αυτόνομης και ανεπηρέαστης λειτουργίας του Συλλόγου των Διδασκόντων. Δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο.

Άρθρο 6, με τίτλο «Αξιοποίηση Κτιριακών Εγκαταστάσεων». Εδώ προβλέπεται ότι «Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών των ιδιωτικών σχολείων μπορούν να αξιοποιούνται σε χρόνους εκτός διδακτικού ωραρίου ή και διδακτικών ημερών για την παροχή υπηρεσιών … εφόσον οι υπηρεσίες αυτές δεν αντίκεινται στη φύση της εκπαίδευσης και στον χαρακτήρα του σχολείου και εφόσον διασφαλίζεται η προσήκουσα παροχή υπηρεσιών γενικής εκπαίδευσης». Και, μάλιστα, ακόμη και για «τη διαμονή και φιλοξενία νέων έως είκοσι πέντε (25) ετών, καθώς και των συνοδών τους, με σκοπό τη διοργάνωση εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών ή αθλητικών δραστηριοτήτων και την παράλληλη παροχή καταλύματος σε αυτούς». Πάλι καλά, που προβλέπεται ότι αυτά θα γίνονται «σε χρόνους εκτός διδακτικών ημερών.

Για όλες αυτές τις δράσεις αρκεί απλή γνωστοποίηση προς την οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης.

Εδώ, θεσμοθετείται ευθαρσώς η επέκταση της επιχειρηματικής δράσης των ιδιωτικών σχολείων και σε εξωεκπαιδευτικά αντικείμενα. Εκτός από τα φροντιστήρια, τις ξένες γλώσσες κλπ. θα ανταγωνίζονται ακόμη και τα ξενοδοχεία, τα «καμπ» κ.λ.π.

Για τη νομιμοποίηση και εξασφάλιση της εργασίας του προσωπικού σε αλλότριο αντικείμενο  και πέρα από τα χρονικά όρια της εκπαιδευτικής απασχόλησης, φρόντισε ο “νομοθέτης” μας να συμπεριλάβει και ειδική διατύπωση στην παράγραφο 3, ότι «Η απασχόληση των εργαζομένων στις περιπτώσεις αυτές είναι νόμιμη» και ότι «αμείβεται σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις της εργατικής  νομοθεσίας, τηρουμένων και των διατάξεων περί χρονικών ορίων εργασίας».

Από το άρθρο 7, θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στην τελευταία πρόταση : είναι δυνατή η μη επανεγγραφή μαθητή στο σχολείο, σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης διδάκτρων δύο (2) σχολικών ετών.

Κατ’ αρχήν, όλοι καταλαβαίνουμε ότι – με αυτή τη διατύπωση – δεν θα επανεγγράφεται ο μαθητής ακόμη και αν απομένει απλώς οφειλόμενο υπόλοιπο διδάκτρων, αν υπάρχει, δηλαδή, μερική εξόφληση.

Ο ίδιος νομοθέτης, εδώ, μας λέει ότι, σύμφωνα με τη δική του προτεραιότητα, στην ιδιωτική εκπαίδευση, η εμπορευματική πλευρά υπερισχύει της παιδαγωγικής.

Θεσμοθετείται ανατροπή της εκπαιδευτικής πορείας και της παιδαγωγικής ακολουθίας του μαθητή και επιβάλλεται αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, λόγω υπολοίπου οφειλής των γονέων του προς το σχολείο.

Τι περισσότερο αντιπαιδαγωγικό θα μπορούσατε να φαντασθείτε;

Για μια οικονομική διαφορά αστικού / ενοχικού δικαίου νομοθετείτε ότι θα είναι ενέχυρο το παιδί !

Δεν καταλαβαίνω… Δεν έχει νομικούς και δικαστικούς τρόπους το σχολείο να διεκδικήσει την ικανοποίηση της οφειλής ;

Ας εξακολουθεί η φοίτηση του παιδιού και ας διεκδικηθούν οι οφειλές των γονέων, όπως προβλέπει ο νόμος.

Επανέρχομαι, αναγκαστικά, στο αρχικό μου ερώτημα : Έχουμε , στ’ αλήθεια , μπροστά μας νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας ;

Όσον αφορά στο άρθρο 8 :

Υποτίθεται ότι αυτό το άρθρο θέτει το πλαίσιο επιλογής και τοποθέτησης Διευθυντών και Υποδιευθυντών στα ιδιωτικά σχολεία. Είναι μάταιο να αναζητήσουμε κριτήρια ή  προϋποθέσεις. Ακολουθείται ο χρυσός κανόνας του νομοσχεδίου : Όλα εξαρτώνται από τη βούληση του ιδιοκτήτη.

Ποιος θα θέσει, άραγε, τα αναγκαία και σαφή αξιολογικά κριτήρια, ανάλογα με αυτά που ισχύουν για τους διευθυντές και τους υποδιευθυντές των Δημοσίων σχολείων ;

 

 

 

 

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα