Το πιο επικίνδυνο φαινόμενο παρεκτροπής στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι οι μεθοδεύσεις που επιχειρούν τον ευτελισμό του Συντάγματος και την παράκαμψη των συνταγματικών επιταγών.
Με τέτοιες μεθοδεύσεις καταφέρεται ένα καίριο πλήγμα στον ίδιο τον πυρήνα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Με αυτή την έννοια, το πρώτο νομοσχέδιο του Υπ. Παιδείας της παρούσας Κυβέρνησης έχει, δυστυχώς, βαρύ αρνητικό πρόσημο.
Αναδεικνύει τις αρνητικές προθέσεις αλλά και τις αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής στον ευαίσθητο και εθνικής κρισιμότητας τομέα της Παιδείας.
Η συντηρητική παράταξη έχει, όλα τα τελευταία χρόνια, βομβαρδίσει φορτικά την ελληνική κοινωνία με την επίθεση κατά του δημόσιου χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με μια μεθοδική επικοινωνιακή υποβάθμιση της εικόνας και της αξίας των δημοσίων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Προσπαθήσατε με ζήλο να επιτύχετε την αναθεώρηση του άρθρου 16, που κατοχυρώνει το δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Δεν τα καταφέρατε.
Και έρχεστε σήμερα να εφαρμόσετε το σχέδιο υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης με την αντίστοιχη ενίσχυση των επιχειρηματιών της μόρφωσης, τα συμφέροντα των οποίων θεωρείτε προφανώς προτεραιότητά σας να εξυπηρετείτε.
Σε αυτή την κατεύθυνση, έρχεται το άρθρο 50 του νομοσχεδίου, ως ευθεία καταστρατήγηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Με την απαράδεκτη πρόβλεψη του άρθρου αυτού, το ΑΣΕΠ θα κάνει δεκτούς τους τίτλους σπουδών της αλλοδαπής – αλλά και των ιδιωτικών κολλεγίων που λειτουργούν στην Ελλάδα – χωρίς να είναι αναγκαία η αναγνώρισή τους από τον ΔΟΑΤΑΠ (Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφορικής).
Και όλα αυτά ενώ γνωρίζετε ότι πολλά κολλέγια δεν προσφέρουν αξιόπιστες σπουδές και έχουν χαμηλής ποιότητας προγράμματα, που διαρκούν πολύ λιγότερα χρόνια από τα αντίστοιχα των δημόσιων ΑΕΙ.
Γνωρίζετε επίσης ότι τα κολλέγια αυτά δεν έχουν ποτέ αξιολογηθεί ως προς τη λειτουργία τους (για τη διδασκαλία, τους καθηγητές, τα συγγράμματα κ.ο.κ.).
Και όμως, οι απόφοιτοί τους θα έχουν επαγγελματικά δικαιώματα εν πολλοίς όμοια με τους αποφοίτους των ΑΕΙ.
Άλλο ένα οξύμωρο σχήμα της νεοδεξιάς πολιτικής : Από τη μια η ρητορική ανάδειξη της δήθεν Αριστείας και της περίφημης Αξιολόγησης για τη Δημόσια Εκπαίδευση και από την άλλη η ανέλεγκτη απόδοση αντίστοιχων επαγγελματικών δικαιωμάτων στα επί πληρωμή πτυχία των πάσης φύσεως ιδιωτικών κολλεγίων.
Και για να μη θεωρηθεί ότι όλα αυτά αποτελούν δικές μας προκαταλήψεις και άδικες κρίσεις, θα αναφέρω, ενδεικτικά και μόνο, τη σχετική τοποθέτηση της Συγκλήτου του ΕΜΠ : «Η επαγγελματική εξίσωση των αποφοίτων των κολλεγίων με τους αποφοίτους δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης υποβαθμίζει περαιτέρω τη δημόσια εκπαίδευση, οξύνει το πρόβλημα της ανεργίας των αποφοίτων των πανεπιστημίων και εμπορευματοποιεί ένα κοινωνικό αγαθό, αίροντας στην πράξη το άρθρο 16 του Συντάγματος».
Μάλιστα, από υπερβάλλοντα ζήλο και προχειρότητα κατά τη νομοθέτηση, εμφανίζεται και το φαινόμενο να αναγνωρίζουμε εμείς προσόντα που δεν αναγνωρίζονται από το κράτος προέλευσης του πτυχίου.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να μπορέσει κάποιος να διδάξει σε δημόσιο σχολείο πρέπει αν αποκτήσει μέσω πρόσθετης πρακτικής άσκησης την αντίστοιχη Παιδαγωγική Επάρκεια (“QTS” – Qualified Teacher Status). Στην Ελλάδα, όμως, θα μπορεί να κάνει αίτηση διορισμού στο ΑΣΕΠ μόνο με το πτυχίο του, το οποίο η χώρα που του το απέδωσε το θεωρεί ανεπαρκές για την ανάληψη εκπαιδευτικού έργου.
Και όλα αυτά (επιτρέψτε μου μία παρένθεση) συμβαίνουν στη χώρα όπου επιτυχόντες καθηγητές σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, δικαιωμένοι με δικαστικές αποφάσεις περιμένουν επί 11 χρόνια και δεν διορίζονται. Χωρίς καμία δική τους υπαιτιότητα. Με αποκλειστική διαχρονική ευθύνη του Κράτους, που εξακολουθεί να τους εμπαίζει, με τρόπο απαράδεκτο. Και η σημερινή Κυβέρνηση, ενώ δεν μπορεί να αρνηθεί την προφανή αδικία, καταφεύγει σε νομικίστικες αβάσιμες υπεκφυγές, για να μην πράξει το αυτονόητο. Να ενεργήσει τα νόμιμα για το διορισμό των επιτυχόντων, έστω μετά από 12 χρόνια !
Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός της υποβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διαπνέει και σε άλλα σημεία το παρόν νομοσχέδιο :
Ο Πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης), σε πείσμα κάθε εκσυγχρονισμού (εντός ή εκτός εισαγωγικών) δεν αναδεικνύεται από οποιαδήποτε ανοιχτή και διαφανή διαδικασία αλλά – απλώς – ορίζεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου από την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, δηλ. από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Αρκεί, λοιπόν, και μόνο η νομιμοποίησή του από την Κυβέρνηση, για να αποδοθούν σε αυτόν και ευρύτατες αρμοδιότητες, αφού προβλέπεται ότι θα είναι και Πρόεδρος του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Αξιολόγησης.
Προφανώς, πρόκειται για την αποθέωση του περίφημου «Επιτελικού Κράτους». Νέες, δήθεν ανεξάρτητες, Εθνικές Αρχές, με διευρυμένες αρμοδιότητες και αναχρονιστικό τρόπο διορισμού της ηγεσίας τους, υπό πλήρη κυβερνητική εξάρτηση.
Και σε ένα επόμενο βήμα, καθιερώνετε πολιτική υποχρηματοδότησης των πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, παρότι επίσης γνωρίζετε ότι η αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής επιταγής.
Και ενώ, ακόμα, γνωρίζετε ότι η μνημονιακή πραγματικότητα έχει ήδη επιβάλλει καθεστώς υποχρηματοδότησης.
Γνωρίζετε, ταυτόχρονα, ότι η κυβερνητική υποχρέωση θα ήταν η αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Η ήδη ασήμαντη και οπωσδήποτε ελλιπής κρατική χρηματοδότηση ορίζεται πλέον (στο άρθρο 16) ότι θα αποδίδεται πλήρως μόνο μέσα από ένα τουλάχιστον ασαφές σχήμα αξιολόγησης, με βάση «ενδεικτικούς δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων» όπως επί λέξει αναφέρεται στο νομοσχέδιο.
Δυστυχώς στους δείκτες αυτούς προβλέπονται και παράμετροι που μπορεί να έχουν εντελώς αντιεκπαιδευτική λειτουργία. Αναφέρω ενδεικτικά το κριτήριο αναλογίας εισερχομένων φοιτητών και αποφοίτων : Όπου εφαρμόσθηκε αυτό το κριτήριο, ασκήθηκε εκ των πραγμάτων πίεση στους καθηγητές να προάγονται φοιτητές σε ποσοστό ανώτερο της πραγματικής τους απόδοσης. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, είναι η υποβάθμιση της ακαδημαϊκής διαδικασίας και της ποιότητάς της. Αντίστοιχη αρνητική λειτουργία μπορούν να έχουν και άλλα από τα αναφερόμενα κριτήρια.
Αναρωτιέμαι, ακόμα, πόση υποκρισία ή εξουσιαστικό θράσος απαιτείται για να θεσπίζεις ως κριτήριο χρηματοδότησης των ΑΕΙ την «πορεία επαγγελματικής απορρόφησης των αποφοίτων» σε μια χώρα όπου τα μνημόνια έχουν αποδομήσει την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα και έχουν επιβάλλει ένα παγιωμένο καθεστώς αυξημένης ανεργίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, γίνεται προφανής ο πραγματικός στόχος : Η ακόμα μεγαλύτερη μείωση της χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα οδηγήσει με τη σειρά της στην υποβάθμιση της ακαδημαϊκής λειτουργίας και των ελληνικών Πανεπιστημίων.
Επιβεβαιώνετε, με τον πιο καθαρό τρόπο, ότι η κυβερνητική ρητορεία περί λειτουργίας των Πανεπιστημίων κατά τα δυτικά πρότυπα αποτελεί απλή επίφαση προς λαϊκή κατανάλωση.
Είστε αντίθετοι προς την έννοια της Δημόσιας Παιδείας. Θέλετε ένα ελιτίστικο σύστημα, όπου η πρόσβαση στις σπουδές θα εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα των πολιτών.
Όμως, σε καμία περίπτωση οι ιδεοληψίες δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι απέναντι στην πραγματική ιστορική ευθύνη που συνεπάγονται τέτοιου είδους νομοθετήσεις.
Και είναι πραγματικά τρομακτικό, ότι μέσα από την πιο στρεβλή αντίληψη λειτουργίας του Κοινοβουλευτισμού, μέσω της λειτουργίας της κομματικής πειθαρχίας ή και του δόγματος «ψηφίζω χωρίς να διαβάζω», το παρόν νομοσχέδιο θα υπερψηφιστεί – άκριτα επιτρέψτε μου να πω.
Γιατί θα πρέπει, όσοι συνάδελφοι το υπερψηφίσουν να έχουν συνείδηση ότι ναρκοθετούν την ουσία και το μέλλον της Δημόσιας Εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Για το βίντεο της ομιλίας δείτε εδώ