Τρίτη 9 Μαρτίου 2010
Συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης: «Σύγχρονες διατάξεις για την ελληνική ιθαγένεια και την πολιτική συμμετοχή ομογενών και νομίμως διαμενόντων μεταναστών και άλλες ρυθμίσεις»
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Ευάγγελος Αργύρης): Και εμείς ευχαριστούμε. Η Σοφία Σακοράφα, Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, έχει το
λόγο.
ΣΟΦΙΑ ΣΑΚΟΡΑΦΑ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το σημερινό νομοσχέδιο έχει ήδη τροφοδοτήσει μια μεγάλη δημόσια συζήτηση γύρω από το μείζον θέμα της ιδιότητας του πολίτη στην Ελλάδα, γύρω από το αν είναι ορθή η συμπερίληψη χιλιάδων συνανθρώπων μας στην ελληνική δημοκρατική πολιτική κοινότητα.
Η συζήτηση αυτή εξ αρχής είχε δύο κινδύνους. Ο πρώτος κίνδυνος ήταν -επειδή το νομοσχέδιο αυτό αποτελεί τομή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα- αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία να απολήξει σε μια περιοριστική εκδοχή, συρμένη από τα δεξιά προς το συντηρητικότερο. Ο κίνδυνος αυτός ξεπεράστηκε και το νομοσχέδιο αυτό βαδίζει στην κατεύθυνση της ελευθερίας και της ισότητας, στην κατεύθυνση της συμπερίληψης ενός μείζονος αριθμού του μεταναστευτικού πληθυσμού στην ελληνική πολιτική κοινότητα.
Ο δεύτερος κίνδυνος ήταν επειδή ακριβώς το νομοσχέδιο εισάγει, δεν θα έλεγα το δίκαιο του εδάφους, αλλά το δίκαιο του ανθρώπου, να δημιουργηθεί ένα κλίμα εθνικής πλειοδοσίας. Και αυτός ο κίνδυνος είναι εδώ, σήμερα παρών. Απέναντι στην άποψη που λέει ότι ο άνθρωπος που μένει κάπου, αποκτά τόσο έντονους βιοτικούς και βιωματικούς δεσμούς με το χώρο του, ώστε ανεξάρτητα από το αν γεννήθηκε ή αν οι γονείς του κατάγονται από εκεί, του αρμόζει να ανήκει στην πολιτική κοινότητα αυτού του χώρου, υπάρχει η άποψη που επιχειρηματολογεί με βάση το δίκαιο του αίματος, που εδράζεται στη θεωρία περί φυλετικής καθαρότητας και που επιδιώκει να αποκλείσει όλους όσοι
έχουν διαφορετική εθνική καταγωγή και πολιτισμική ταυτότητα.
Η επιχειρηματολογία από μόνη της κατ’ αρχάς δεν είναι επικίνδυνη. Το επικίνδυνο είναι να προσβάλλουμε την ίδια τη δημοκρατία και η πρόταση περί δημοψηφίσματος είναι προσβολή. Είναι δυνατόν να αποφασίσει δημοψήφισμα για στοιχειώδη θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα και έχουν επισήμως υιοθετηθεί από επίσημα όργανα της παγκόσμιας κοινότητας;
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ρητά και κατηγορηματικά ότι η απόκτηση ιθαγένειας και η συμμετοχή στα κοινά άπτονται μιας αναγκαίας διευρυμένης ερμηνείας του δικαίου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επομένως, δεν μπορεί να υπόκεινται στη βούληση της πλειοψηφίας. Δεν μπορεί, δηλαδή, με βάση μια απόφαση της πλειοψηφίας, να καταργηθούν θεμελιώδη δικαιώματα μιας μειοψηφίας, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε κυριαρχία της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας και θα αναιρούσε την ίδια τη θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας που εδράζεται πάνω σε βασικές
οικουμενικές αρχές, όπως η αρχή της ισότητας και η αρχή της ισονομίας.
«Δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους ούτε ως εκλογείς ούτε ως εκλέξιμους ούτε ως πολίτας δικαιούμενους να κυβερνούν την Ελλάδα». Αυτό το κείμενο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, γράφτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» το 1928 και αφορούσε τους πρόσφυγες του 1922.
Στη βαθιά ανδροκρατούμενη κοινωνία της Ελλάδας της δεκαετίας του 1930, έγραφαν ότι δεν πρέπει να δοθεί ψήφος στις γυναίκες, διότι είναι επικίνδυνες, υστερικές και μπορεί να διαταραχθεί η δημόσια τάξη της χώρας!!!
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εδώ ακριβώς ελλοχεύει και ο πιο σημαντικός κίνδυνος. Η ιστορία δεν είναι ποτέ στατική και τα πρόσωπα που είναι οι «άλλοι», αλλάζουν στη διάρκειά της. Κάποτε οι «άλλοι» ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι γυναίκες, οι κουμουνιστές, οι ομοφυλόφιλοι, τώρα οι κατ’ εξοχήν «άλλοι» της ελληνικής κοινωνίας είναι οι μετανάστες. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια κοινωνία είναι να φοβάται καθώς ο φόβος είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος χειραγώγησής της.
Ξέρετε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τι παραδέχεται μια κοινωνία όταν φοβάται; Ότι εξάντλησε όλες τις δυνατότητες της ενσωμάτωσης, ότι εξάντλησε όλα τα κοινωνικά της αποθέματα, ότι δεν εμπιστεύεται τις δυνάμεις της. Και μια κοινωνία που φοβάται είναι μια κοινωνία μίσους και ακραίας επιθετικότητας, μια κοινωνία που παράγει δεκαπεντάρηδες που καίνε σπίτια μεταναστών. Μια κοινωνία που φοβάται συναινεί στον κοινωνικό κανιβαλισμό που δεν αναγνωρίζει όνομα, επώνυμο, ταυτότητα, δικαίωμα, ζωή. Μια κοινωνία που φοβάται, σκοτώνει ανθρώπους,
καθώς ο πιο θνητός άνθρωπος είναι ο νομικά ανύπαρκτος. Μια κοινωνία που φοβάται, κρύβεται από τον ίδιο της το φόβο, δηλώνοντας ότι «εμείς δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά όχι τόσους πολλούς, όχι τόσους μαζί, όχι τόσους μαύρους, όχι τόσους κίτρινους, αλλά όχι τόση δημοκρατία, ολίγη δημοκρατία, ολιγότερα δικαιώματα, ελάχιστη ενσωμάτωση». Μια κοινωνία που φοβάται αντιμετωπίζει την πολιτική κοινότητα του έθνους ως νεκροταφείο που μεγαλώνει κυρίως από τους νεκρούς της.
Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καμία πολιτική κοινότητα δεν μπορεί να είναι στατική. Οι πολιτικές κοινότητες μεταλλάσσονται ιστορικά, αποκτούν νέες ταυτότητες, οι οποίες διαρκώς αναμορφώνονται μέσα από αγώνες και διεκδικήσεις. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμή τους. Έχουν άραγε συναίσθηση αυτοί που υποστηρίζουν πώς «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», πόσοι θα ήταν Έλληνες σήμερα αν ακολουθούσαμε την πρακτική τους;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εμείς έχουμε μια άλλη αντίληψη που βλέπει την πολιτική κοινότητα του έθνους σαν ένα ζωντανό οργανισμό μέσα στην ιστορία, που αφομοιώνει την ιστορία, που αναπροσαρμόζεται σ’ αυτή. Οι μετανάστες λοιπόν, αποτελούν ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας και το σημερινό στοίχημα είναι να γίνει κομμάτι αυτού του ζωντανού οργανισμού που λέγεται ελληνική κοινωνία. Όποιος δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, στην ουσία επιδιώκει μια ελληνική κοινωνία που θα σέρνεται λαχανιασμένη και αμήχανη πίσω από την ιστορία, ανίκανη να την
αφομοιώσει και να την αξιοποιήσει.
Η ίδια η ιστορία δείχνει ότι ποτέ καμία κοινωνία, η ελληνική ειδικά, δεν ζημιώθηκε καθιστώντας, τους άλλους, ίσους και ισότιμους. Το αντίθετο, οι διαιρεμένες κοινωνίες σε εμείς και σε άλλους, σε ανώτερους και κατώτερους, σε πολίτες πρώτης και τρίτης κατηγορίας ταλανίζονται από αδυσώπητες συγκρούσεις και υπογράφουν την παρακμή τους.
Σας ευχαριστώ πολύ.