"Καθιερώνετε ένα σχήμα με υπερεξουσίες στον Διευθυντή, που ανάγεται σε “αυθεντία”, ενώ ο Σύλλογος Διδασκόντων μετατρέπεται σε ένα απλώς διακοσμητικό συμπλήρωμα του ιεραρχικού μηχανισμού".

powered by social2s

Είμαι υποχρεωμένη να αναφερθώ κατ΄ αρχήν σε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα αυτών των ημερών.

Επιτέλους δικαιούται – ή όχι – η ελληνική κοινωνία να έχει μία απάντηση σε σχέση με την ελλιπή – ή επιλεκτική – μετάδοση των προσπαθειών των αθλητών μας στους Ολυμπιακούς του Τόκιο ; Αυτά που γίνονται είναι πράγματα απαράδεκτα. Αναφέρω τις περιπτώσεις του Πετρούνια και του Γκιώνη, που δεν είδαμε τον αγώνα τους. Δεν υπάρχει κανείς υπεύθυνος για αυτά, ούτε στην Κυβέρνηση ούτε στην ΕΡΤ ; Θα αναλάβει κανείς την πολιτική και θεσμική ευθύνη ;   Ή , μήπως, θα ακολουθήσετε την προσφιλή τακτική και θα τα φορτώσετε όλα σε κάποιον υπάλληλο, για να κλείσει εκεί το θέμα ;

Ας έρθουμε, τώρα, στο αντικείμενό μας:

 

Με το νομοσχέδιο αυτό, δυστυχώς, συνεχίζεται η νοσηρή παράδοση του Υπουργείου Παιδείας, σημαντικά νομοθετήματα να κατατίθενται μέσα στο καλοκαίρι, με τα σχολεία κλειστά και την εκπαιδευτική κοινότητα εκτός του φυσικού της χώρου, με απόντες γονείς και μαθητές – αυτούς δηλαδή στους οποίους αφορά, κατά κύριο λόγο.

Δεν πρωτοτυπείτε, το έκαναν και άλλες κυβερνήσεις, πριν από εσάς. Φαίνεται πως έχει, πια, καθιερωθεί στην Ελλάδα, σαν το μόνιμο σύστημα νομοθέτησης για την εκπαίδευση.

Το μόνο που δείχνει αυτή η πρακτική, είναι ότι η κυβερνητική εξουσία έχει έναν αξεπέραστο φόβο απέναντι και στην εκπαιδευτική κοινότητα και στην κοινωνία.Γι’ αυτό και επιδιώκει να νομοθετεί πάντα ερήμην τους. Και, μάλιστα, θέλει να νομοθετεί χωρίς κανένα προηγούμενο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο. Όμως, νόμοι που παράγονται χωρίς ζύμωση με την  κοινωνία και χωρίς καμία συναίνεση, νόμοι που φτιάχνονται από μανδαρίνους, όση εμπειρία και γνώση και αν νομίζουν ότι έχουν αυτοί, είναι καταδικασμένοι να μην έχουν πολλή ζωή.

Έτσι, άλλωστε, η  Εκπαίδευση στη χώρα μας, έχει ταλαιπωρηθεί – και δοκιμάζεται – όσο λίγοι τομείς, από τέτοιες βραχυπρόθεσμες και θνησιγενείς νομοθετήσεις.

Αυτή η Κυβέρνηση είναι ένα ακραίο παράδειγμα εμμονής σε αυτήν την πρακτική: Μπροστά στην αγωνία σας για τις διαβόητες μεταρρυθμίσεις, αδιαφορείτε για την προοπτική και την αντοχή όσων νομοθετείτε.

Σήμερα, λοιπόν, φέρνετε ένα τεράστιο νομοσχέδιο, με 220 άρθρα. Στην πραγματικότητα, είναι τουλάχιστον τρεις νόμοι, σε έναν.  Χαρακτηριστικά, μόνο το μέρος για την εκκλησιαστική εκπαίδευση  θα έπρεπε να είναι  ένα ξεχωριστό νομοσχέδιο. Το ίδιο και η ενότητα που αφορά στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

 

Μετά τα εισαγωγικά άρθρα, έρχεται το Μέρος που αφορά στις Δομές και τα Στελέχη της Α’ βαθμιας και Β’ βαθμιας Εκπαίδευσης (53 άρθρα). Σε αυτό, μετράμε 43 (!) τίτλους στελεχών.

Θέλετε να θεσπίσετε τη συγκρότηση ενός ιεραρχικού διοικητικού και ελεγκτικού μηχανισμού πολλών θέσεων. Καθιερώνετε την πολυθεσία μίας εκπαιδευτικής νομενκλατούρας, στην οποία θέλετε να υποταχθεί όλη η εκπαιδευτική δραστηριότητα.  Μια πολυπρόσωπη ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η κυριαρχία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, δηλαδή της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτή έχει τον κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή και την ανάθεση καθηκόντων σε όλο αυτό το στελεχιακό δυναμικό.

Την ίδια ώρα, αποκλείετε κάθε δυνατότητα αποφασιστικής παρέμβασης της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Εν τω μεταξύ, για την επιλογή και τοποθέτηση των στελεχών, απουσιάζει – ή σκοπίμως αποφεύγεται – τόσο ένα στοιχειώδες σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων όσο και μια διαδικασία που να εγγυάται πραγματικά αξιοκρατική λειτουργία. Πρόκειται για ένα αυταρχικό μοντέλο, που το καθορίζει η πολιτική αντίληψη της παράταξης που κυβερνά.

Δέσμιοι αυτής της αντίληψης, αρνείστε να συνεκτιμήσετε την εμπειρία τόσων χωρών, ακόμα και στην Ευρώπη, που θέλετε πάντοτε, φραστικά, να εκθειάζετε. Παραδείγματα, που έχουν να παρουσιάσουν σημαντικά και επιτυχή αποτελέσματα, με βάση τις δομές του εκπαιδευτικού τους συστήματος. Και όμως, αυτές οι δομές, απέχουν πάρα πολύ από το μοντέλο που θέλετε εσείς σήμερα, στο 2021 – και όχι στη δεκαετία του 1960 ή του 1970 –  να θεσμοθετήσετε.

 

Το τρίτο Μέρος του νομοσχεδίου, αφορά στην Αξιολόγηση Στελεχών και Προσωπικού της Εκπαίδευσης.

Θεσμοθετείτε ένα σύστημα αξιολόγησης που ολοκληρώνει το  ιεραρχικό – αυταρχικό μοντέλο αυτού του νομοσχεδίου. Ένα σύστημα μονόδρομης αξιολόγησης, μόνο από πάνω προς τα κάτω, με βάση την ιεραρχία του διοικητικού μηχανισμού που κατασκευάζετε. Το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας καταδικάζεται σε υποχρεωτική σιωπή. Δεν προβλέπεται κάν να έχει δικαίωμα γνώμης.

Μόνο στο άρθρο 61 παρ. 6 προβλέπεται ότι στην αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση του έργου από τους υφιστάμενους τους. Και εκεί όμως, αυτό προβλέπεται μόνο για “το μόνιμο προσωπικό”. Αποκλείονται – αδικαιολόγητα – οι αναπληρωτές, που μετέχουν πλήρως στην εκπαιδευτική διαδικασία και ολοκληρώνουν τη λειτουργία του σχολείου. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσε να λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα και, στην άσκηση των καθηκόντων τους, δεν διαφέρουν από τους άλλους συναδέλφους τους. Δεν υπακούει σε καμία λογική να αποκλείετε τους αναπληρωτές, που υπηρετούν, αλλά δεν είναι “μόνιμο προσωπικό”, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις επιλογές της Πολιτείας.

 

Εδώ, καθιερώνετε ένα σύστημα ΄δήθεν αξιολόγησης’.

Γιατί, κανονική αξιολόγηση, δεν γίνεται  με την κρίση μονοπρόσωπων οργάνων και, μάλιστα, χωρίς προκαθορισμένα συγκεκριμένα κριτήρια, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να ελέγχεται η κρίση του αξιολογητή.

Η εμμονή σε αυτά τα σχήματα, μεταφέρει, απλώς, ένα σαφές αλλά ψεύτικο κυβερνητικό μήνυμα : Ότι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και η επιτυχία του συστήματος εξαρτάται μόνο από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, προφανώς, θα ευθύνονται και για την κάθε αποτυχία. Η ευθύνη της Πολιτείας αποσιωπάται ή υποτιμάται σκοπίμως και προβάλλεται είτε ο εκπαιδευτικός ατομικά είτε η κάθε σχολική μονάδα μεμονωμένα.

 

Στο τέταρτο Μέρος, ερχόμαστε στις διατάξεις για την Αυτονομία της Σχολικής Μονάδας.

Στο Πρώτο Κεφάλαιο, υπάρχει μία κατ’ αρχήν θετική κατεύθυνση.

Αναφέρομαι ιδίως στη δυνατότητα επιλογής των διδακτικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς (μεταξύ των εγκεκριμένων βιβλίων που εντάσσονται στο Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων).  Το πολλαπλό βιβλίο, η υπέρβαση της πρακτικής του ενός και μοναδικού βιβλίου πιστεύουμε ότι μπορεί, πράγματι, να έχει θετικά αποτελέσματα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ίσως να αποτελεί και μία αρχή για να αποσπαστούμε από τη νοσηρή κυριαρχία της αποστήθισης στη μαθησιακή πρακτική. Πιστεύουμε ότι τα βιβλία του Μητρώου θα πρέπει να είναι ψηφιακά διαθέσιμα και προσβάσιμα, τόσο για τους καθηγητές όσο και για τους μαθητές. Να παρέχεται, επίσης, η δυνατότητα συνδυαστικής χρήσης τους αλλά και αυτή της διαφορετικής επιλογής στις επιμέρους ενότητες ενός μαθήματος.

Αναγκαία, όμως,  προϋπόθεση, για τη θετική λειτουργία του συστήματος, είναι η άμεση και καθολική προσβασιμότητα. Χωρίς αυτήν, το πολλαπλό βιβλίο θα λειτουργήσει, και αυτό,  σαν ένας πρόσθετος παράγοντας ανεπίτρεπτων ανισοτήτων στη λειτουργία των σχολείων.

Θετική θα μπορούσε να είναι και η λειτουργία Εκπαιδευτικών Ομίλων, στα δημοτικά Σχολεία (άρθρο 89). Όμως, εδώ, εισάγετε πλαγίως την εγκατάλειψη ουσιαστικά του ολοήμερου σχολείου, ίσως και λόγω κόστους υπερωριών. Αυτό δείχνετε, αφού καθιερώνετε δωρεάν υπερωριακή απασχόληση των εκπαιδευτικών, η οποία λέτε ότι, απλώς, θα συνεκτιμάται στην ατομική αξιολόγησή τους ή και στην επιλογή τους, ως στελεχών εκπαίδευσης.

 

Στη συνέχεια, έχουμε την περίφημη “ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή”.

Το ιεραρχικό – αυταρχικό μοντέλο θα εφαρμόζεται και σε κάθε σχολείο ξεχωριστά. Ισχυροποιείται ο Διευθυντής και αποδυναμώνεται – αντίστοιχα – ο Σύλλογος Διδασκόντων. Δεν είδαμε πουθενά – ούτε ακούσαμε – μια αιτιολόγηση για αυτό. Το πλαίσιο ουσιαστικής παρέμβασης του Συλλόγου Διδασκόντων έχει διαμορφωθεί από το 1985, με το νόμο 1566. Ποιος είναι ο λόγος που σήμερα θεωρείτε ότι πρέπει να γίνει αυτή η ριζική αναθεώρηση ; Από όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν διαπιστώσεις για αρνητική λειτουργία του θεσμού.

Χαρακτηριστική είναι η προβληματική διάταξη του άρθρου 97, που δίνει τη δυνατότητα πλήρους υποκατάστασης του Συλλόγου, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, από τον Διευθυντή και μόνο, “μετά παρέλευση δεκαημέρου”.

Καθιερώνετε ένα σχήμα με υπερεξουσίες στον Διευθυντή, που ανάγεται σε “αυθεντία”, ενώ ο Σύλλογος Διδασκόντων μετατρέπεται σε ένα απλώς διακοσμητικό συμπλήρωμα του ιεραρχικού μηχανισμού.

Απαξιώνετε πλήρως τη συλλογική γνώμη των εκπαιδευτικών.

Ο μόνος ρόλος που μπορούν να έχουν είναι η εκτέλεση των άνωθεν εντολών. Και η επίδοσή τους σε αυτήν θα είναι και το μόνο αντικείμενο της ατομικής τους αξιολόγησης.

Έτσι, οι τίτλοι για “αυτονομία της σχολικής μονάδας” θα έχουν, στην πραγματικότητα, πολύ μικρή σημασία αφού θα κυριαρχούν τα κριτήρια της συμμόρφωσης και ανταπόκρισης στις εντολές.

 

Ενδεικτική της κυβερνητικής αντίληψης και νοοτροπίας είναι η διάταξη του άρθρου 56.

Εκεί ορίζεται ότι η μη συμμετοχή στις διαδικασίες αξιολόγησης αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, που επισύρει και συγκεκριμένες ποινές, όπως  η στέρηση μισθού, η αναστολή της μισθολογικής εξέλιξης, ο αποκλεισμός από την επιλογή στελεχών για τα επόμενα οκτώ χρόνια, η στέρηση του δικαιώματος νομιμοποίησης για τους δόκιμους.

Η άρνηση διαλόγου και η περιφρόνηση της κοινωνικής συναίνεσης οδηγεί την Κυβέρνηση, αναγκαστικά, στη μόνη λύση επιβολής :  τον εκβιασμό με την απειλή τιμωρίας, που ολοκληρώνει το μοντέλο του αυταρχικού κράτους. Και μάλιστα τον πιο άμεσο εκβιασμό, και πρώτα από όλα τον οικονομικό, για εργαζόμενους που προσπαθούν να ζήσουν τις οικογένειές τους, στην Ελλάδα της παρατεινόμενης κρίσης.

Εν τω μεταξύ, ρητά προβλέπεται και η συνέπεια της αρνητικής αξιολόγησης, για όσους ακολουθούν τις συλλογικές αποφάσεις του Σωματείου τους. Έτσι νομίζετε ότι θα αντιμετωπίσετε τις συλλογικές αποφάσεις των επαγγελματικών κλάδων. Έτσι πιστεύετε ότι θα πατάξετε τη συντριπτική πλειοψηφία τους, που έχει αποδείξει έμπρακτα ότι δεν υπακούει και δεν υποτάσσεται στις αυταρχικές νομοθετήσεις αυτής της Κυβέρνησης.

Προφανώς δεν μπορείτε  να παραβλέψετε, ούτε να ξεχάσετε,  ότι  βρήκατε απέναντί σας τις συλλογικές τους αποφάσεις σε τόσα θέματα (!)  :  Στην αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, στην ηλεκτρονική ψηφοφορία, για τις κάμερες στην τάξη, για τις τηλε-απουσίες και ούτω καθεξής.

 

Από το άλλο μέρος, η Κυβέρνηση «σηκώνει τα χέρια ψηλά» ως προς την υποχρέωσή της να καλύψει πραγματικά τις ανάγκες της ελληνικής εκπαίδευσης.

Αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού, τα δεκάδες χιλιάδες κενά,  προσπαθεί απλώς να το καλύψει με «μπαλώματα», όπως το μέτρο της ανάθεσης διδασκαλίας.

Αναφέρομαι  στο άρθρο 100, με το οποίο μπορεί ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της σχολικής μονάδας να αναθέσει έως και 5 ώρες υπερωριακή διδασκαλία για την κάλυψη διδακτικών αναγκών!

Το ίδιο, και στο άρθρο 171, όπου προβλέπεται η ανάθεση υπερωριακής απασχόλησης για την κάλυψη κενών που αφορούν στην Ειδική Αγωγή. Υπερωρίες και εκεί. Και όχι μόνιμο επαρκές προσωπικό.

Ακόμα και εκεί, που υποτίθεται ότι όλοι αναγνωρίζουμε πως υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη προσοχής και μέριμνας, για τις αυξημένες ανάγκες αυτών των παιδιών.

Απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση και στους Εκπαιδευτικούς Ομίλους – τα είπαμε προηγουμένως.

 

Με όμοιο, τρόπο, «σηκώνει τα χέρια ψηλά» η Κυβέρνηση και με τις διατάξεις που προβλέπουν ότι τα σχολεία θα εξασφαλίζουν πόρους με τη διοργάνωση εκδηλώσεων τη διάθεση εγκαταστάσεων και υποδομών, ή από δωρεές και χορηγίες.

Η Πολιτεία αποστασιοποιείται από την υποχρέωσή της για τη χρηματοδότηση και τη στήριξη της λειτουργίας των σχολείων, που είναι μάλιστα και συνταγματική υποχρέωση.

Το πιο σημαντικό, όμως, εδώ, είναι άλλο: Ότι το Κράτος όχι μόνο παραιτείται από την εξασφάλιση της ισοτιμίας στην παροχή της εκπαίδευσης αλλά και ενθαρρύνει τις ανισότητες, και μάλιστα συνειδητά. Η κυβερνητική παράταξη εφαρμόζει, και εδώ, τη φιλελεύθερη ιδεολογία για την αναγκαιότητα ή και χρησιμότητα των ανισοτήτων, την οποία, άλλωστε έχει υποστηρίξει ευθαρσώς και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.

 

Είναι αντικειμενικά αδύνατο να αναφερθούμε σε όλες τις περιπτώσεις μοριοδοτήσεων που θεσμοθετεί αυτό το νομοσχέδιο αυτό.

Θέτετε ένα ανώτατο όριο στη μοριοδότηση των τίτλων σπουδών των υποψηφίων στελεχών, ακολουθώντας τα πρότυπα του  ν. 4547/2018, επί υπουργίας Γαβρόγλου. Υποβαθμίζονται οι πανεπιστημιακοί τίτλοι, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, και εξομοιώνονται, στη μοριοδότηση, με σεμινάρια, επιμορφώσεις ή δημοσιεύσεις. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός υποψηφίων θα καταλήξει στο όριο των 28 μορίων για την επιστημονική συγκρότηση. Έχουμε δηλαδή μία επίφαση αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ η επιλογή θα γίνεται, τελικά, με την περίφημη Συνέντευξη.

Από την άλλη εξομοιώνετε, προφανώς λανθασμένα, όλους τους μεταπτυχιακούς τίτλους. Προβλέπετε ενιαία μοριοδότηση, ανεξάρτητα από το χρόνο σπουδών, που απαιτείται για την κτήση κάθε τίτλου και τις αντίστοιχες πιστωτικές μονάδες.

Και, επίσης για τα μεταπτυχιακά, το νομοσχέδιο αποδέχεται και επιβραβεύει την παρανομία: Δεν υπάρχει πρόβλεψη προστασίας  για τις περιπτώσεις μη νόμιμης απόκτησης μεταπτυχιακών τίτλων, εκεί όπου επικαλύπτεται ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση περισσότερων του ενός τίτλων.

Τέλος, κυρία Υπουργέ, έχουμε την υποχρέωση να αντιμετωπίσουμε ένα υπαρκτό  και πολύ σοβαρό πρόβλημα. Μιλάω για τους εντελώς αναξιόπιστους μεταπτυχιακούς τίτλους, ανυπόληπτων, δήθεν πανεπιστημίων, από διάφορες χώρες. Τίτλοι, που αποκτώνται μόνο και μόνο με ένα χρηματικό αντάλλαγμα. Δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ότι δεν το γνωρίζουμε αυτό, κυρία Υπουργέ. Ξέρουμε ότι η λύση δεν είναι εύκολη. Αλλά είναι ένα κορυφαίο ζήτημα δικαιοσύνης και αξιοκρατίας.

 

 

Θα αναφερθώ ειδικά στο θέμα της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, γιατί είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η συνέχεια και η εύρυθμη λειτουργία της. Υποχρεωτικά, θα επαναλάβω τις σχετικές αναφορές μου στην Επιτροπή.

Είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται (στο άρθρο 4) ότι η αναγνώριση διδακτικής υπηρεσίας ισχύει, εκτός από τον Προϊστάμενο, και για τον Υπεύθυνο Λειτουργίας “της Παιδαγωγικής Ομάδας Κ.Ε.ΠΕ.Α, Κέντρου Εκπαίδευσης για την Αειφορία (Κ.Ε.Α.) ή Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Κ.Π.Ε.)”.

Εξάλλου, αφού η υπηρεσία στους συγκεκριμένους φορείς αναγνωρίζεται ως διδακτική, θα πρέπει, αντίστοιχα, και να μοριοδοτείται ως διδακτική, με σχετική τροποποίηση – προσθήκη στο άρθρο 33.

Το ουσιαστικά και νομικά σωστό θα ήταν οι Προϊστάμενοι των ΚΕΠΕΑ να ορίζονται από τα Περιφερειακά Συμβούλια Επιλογής και όχι από τα Τοπικά Συμβούλια, με τα οποία δεν έχουν καμία διασύνδεση ούτε συνάφεια.

Πρέπει, επίσης, να αντιμετωπιστεί η αναγκαία αύξηση του αριθμού μελών στα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, από 4 έως 6   σε 5 έως 7, λόγω του εύρους των αρμοδιοτήτων των θεσμών περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και της αποστολής τους  για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Τέλος, πρέπει να προβλεφθεί, στις μεταβατικές διατάξεις, η παράταση λειτουργίας των Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (Κ.Π.Ε.) για το σχολικό έτος 2021-22. Αντίστοιχα, και της θητείας των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε αυτά, μέχρι να στελεχωθούν με βάση τις σχετικές διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου.

 

Πέρα από το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, θα αναφερθούμε αναγκαστικά στο θέμα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (Ε.Β.Ε.) για τα Πανεπιστήμια, γιατί με αυτό ασχολείται σήμερα η ελληνική κοινωνία.Σε εκείνο το νομοσχέδιο είχαμε πει την άποψή μας και είχαμε προειδοποιήσει για τις συνέπειες που θα είχαν οι συγκεκριμένες διατάξεις. Επιδείξατε τη γνωστή κυβερνητική αδιαλλαξία. Δυστυχώς, επιβεβαιωθήκαμε απόλυτα.

Αποδείχθηκε ότι αυτές οι διατάξεις δεν αφορούσαν στους υποψήφιους που θα έγραφαν σε επίπεδο βαθμών 2 ή 3, όπως ήθελε η τότε κυβερνητική επιχειρηματολογία. 

Φτάσαμε σήμερα, χιλιάδες ελληνικές οικογένειες να αντιμετωπίζουν αυτή την αδιανόητη αδικία, και μάλιστα με παιδιά που έφτασαν να δώσουν εξετάσεις μετά από ενάμιση σχολικό έτος μέσα στις γνωστές συνθήκες της πανδημίας.

Προφανώς, δεν είναι λύση να προσπαθούμε να αποφύγουμε τις ευθύνες, με υπεκφυγές του τύπου «Δεν φταίμε εμείς, φταίνε οι Πρυτάνεις των ΑΕΙ, που έβαλαν τις βάσεις».

Έχετε χρέος να διορθώσετε άμεσα τις προφανείς και αδικαιολόγητες αδικίες, που  γέννησε αυτή η αλόγιστη νομοθέτηση.

Κυρία Υπουργέ, γνωρίζουμε ότι απαιτεί περισσότερο πολιτικό θάρρος η δημόσια και έμπρακτη αναγνώριση του λάθους, από ότι η φραστική εμμονή σε αυτό, με τη λογική του «Δεν παραδεχόμαστε σφάλματα, ας τα διορθώσουν οι επόμενοι».

Εν πάση περιπτώσει, αν θεωρείτε την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής τόσο σημαντική και τόσο απαραίτητη για την εκπαιδευτική διαδικασία και για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, εφαρμόστε την και για τα Κολλέγια!

 

 Το Κόμμα μας, το ΜέΡΑ 25, έχει καταθέσει ειδική Τροπολογία, για την κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής αλλά και τη μη εφαρμογή της για τις τελευταίες πανελλαδικές.

Σας καλούμε και τώρα – έστω την τελευταία στιγμή – να αποδεχθείτε την τροπολογία και να την  εντάξετε σε αυτό το νομοσχέδιο.

 

Για τους ίδιους, ακριβώς, λόγους, Σας καλούμε να δεχθείτε και την τροπολογία που καταθέσαμε για το ζήτημα της αντιμετώπισης των υποψηφίων από τα Εσπερινά  Λύκεια στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θεσμοθετήσατε κοινή Βάση Εισαγωγής για τα ημερήσια και για τα εσπερινά σχολεία. Καταργήσατε τα ειδικά ποσοστά υποψηφίων από τα Εσπερινά Λύκεια. Αυτό δεν είναι “ίση μεταχείριση”. Είναι άμεση αδικία, και μάλιστα κατάφωρη, αφού επιμένετε να υποκρίνεστε πως δεν γνωρίζετε – και, πάντως δεν αναγνωρίζετε – τις  ειδικές συνθήκες ζωής και εκπαίδευσης αυτών των παιδιών.

 

Αν θέλαμε να συμπυκνώσουμε σε τίτλους  αυτό το νομοσχέδιο, δεν θα είχαμε “Αναβάθμιση του Σχολείου” και “Ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών”. Θα είχαμε : Αυταρχισμός και εμπορευματοποίηση, θεσμοποίηση και ενίσχυση των  ανισοτήτων, πρωτοφανής απαξίωση της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Η κατεύθυνσή σας είναι Προτεραιότητα στα κελεύσματα της αγοράς και κυριαρχία του ιεραρχικού διοικητικού συγκεντρωτισμού. Ο στόχος είναι ο καθολικός αυταρχικός έλεγχος στην εκπαίδευση, η παράδοσή της στην αγορά, η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και ο ταξικός διαχωρισμός.

Ούτως ή άλλως, δεν φαντάζομαι να περιμένετε πως υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να μας βρείτε συμμάχους ή σύμφωνους σε αυτά.

Προφανώς και Καταψηφίζουμε επί της αρχής.

 

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα