Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων | "Αναβάθμιση των σχολείων , ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών κ.α διατάξεις"

powered by social2s

Κύριε Υπουργέ, θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με τις ευχαριστίες που σε μία αποστροφή του λόγου σας που εκφράσατε προς όλα τα πολιτικά κόμματα και το δικό μας το Μέρα25 ασφαλώς για τη συναίνεση που επέδειξαν στον -κατά την άποψή μας- προσχηματικό διάλογο / ενημέρωση, όταν τους καλέσατε να καταθέσουν τις ενστάσεις και τις παρατηρήσεις τους στο νομοσχέδιο που τους παρουσιάσατε και μπήκε στη διαβούλευση τελικά ως προϊόν συναίνεσης.

Κύριε Υπουργέ, αφαιρέσατε ουσιαστικά ένα άρθρο, το τότε 85, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων σε ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα ασφαλώς, και πώς δε θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό, όταν αναφερόταν σε διαχωρισμό μεταξύ καλών και κακών μαθητών, προχωρημένων και μη.
Θέλω λοιπόν να ξεκαθαρίσω ότι εμείς τουλάχιστον συμφωνήσαμε ως προς αυτό  και θέλω να γίνει σαφές αυτό και το λέω για να αποκατασταθεί η αλήθεια.

Δυστυχώς, συνεχίζεται η νοσηρή παράδοση του Υπουργείου, σημαντικά νομοθετήματα για την Παιδεία να κατατίθενται μέσα στο καλοκαίρι, με τα σχολεία κλειστά και την εκπαιδευτική κοινότητα εκτός του φυσικού της χώρου, με απόντες γονείς και μαθητές – αυτούς δηλαδή στους οποίους αφορά, κατά κύριο λόγο, κάθε νομοσχέδιο του Υπ. Παιδείας.

Δεν πρωτοτυπείτε, το έκαναν και άλλες κυβερνήσεις πριν από εσάς στο παρελθόν. Γίνεται πια φανερό ότι αυτό εμπεδώνεται σαν ένα μόνιμο σύστημα νομοθέτησης στο ευαίσθητο πεδίο της εκπαίδευσης.

Το μόνο που δείχνει αυτή η πρακτική, είναι ο φόβος : Ένας αξεπέραστος φόβος της κυβερνητικής εξουσίας απέναντι στην εκπαιδευτική κοινότητα και στην κοινωνία. Τι φοβάστε αλήθεια, και επιδιώκετε να νομοθετείτε πάντα ερήμην τους ;

Τα πράγματα χειροτερεύουν, αν προσθέσουμε ότι νομοθετείτε κατά σύστημα χωρίς κανένα προηγούμενο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο.

Αυτό δείχνει, ίσως, μια βαθιά αντιδημοκρατική νοοτροπία. Αλλά το κύριο πρόβλημα δεν είναι αυτό. Οι νόμοι που φτιάχνονται από μανδαρίνους, όση εμπειρία και γνώση και αν νομίζουν ότι έχουν, είναι καταδικασμένοι να έχουν σύντομη ζωή. Χωρίς ζύμωση με την κοινωνία, χωρίς πραγματική συμφωνία και την ευρύτερη συναίνεση, οι νόμοι είναι θνησιγενείς.

Ιδίως η  Εκπαίδευση, στη χώρα μας, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα : έχει, όσο λίγοι τομείς, ταλαιπωρηθεί – και δοκιμάζεται – από βραχυπρόθεσμες, νομοθετήσεις.

Αυτή η Κυβέρνηση παρουσιάζει μια εκπληκτική εμμονή σε αυτήν την πρακτική: Μπροστά στην αγωνία σας για τις διαβόητες μεταρρυθμίσεις, αδιαφορείτε για την προοπτική και την αντοχή στο χρόνο που θα έχουν όσα νομοθετείτε.

Ακόμα και στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, κάνετε ό,τι μπορείτε για να αποφύγετε μια διαδικασία ουσιαστικού διαλόγου. Τεράστια νομοσχέδια, σαν αυτό εδώ, απαγορεύουν την έκφραση και ανταλλαγή απόψεων για τα θέματα που περιλαμβάνουν. Σωρεύετε ένα πλήθος τόσων διατάξεων σε ένα νομοσχέδιο, όπως αυτό, με 220 άρθρα. Αυτή είναι μία επίδειξη περιφρόνησης για την ίδια την κοινοβουλευτική διαδικασία.

Εδώ, στην πραγματικότητα, έχουμε τουλάχιστον τρεις νόμους σε έναν.  Χαρακτηριστικά θα πω, μόνο το μέρος για την εκκλησιαστική εκπαίδευση  θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να είναι  ένα ξεχωριστό νομοσχέδιο. Το ίδιο ισχύει και για την ενότητα που αφορά στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

 Μετά το πρώτο εισαγωγικό Μέρος των δύο άρθρων (Αντικείμενο και Σκοπός) μπαίνουμε στην ουσία, με το Β΄Μέρος. 53 άρθρα, που αφορούν στις Δομές και τα Στελέχη της Α’ βαθμιας και Β’ βαθμιας Εκπαίδευσης. Μετράμε 43 (!) τίτλους στελεχών.

Εδώ, το νομοσχέδιο εξαντλεί την έμπνευσή του στη συγκρότηση ενός ιεραρχικού διοικητικού και ελεγκτικού μηχανισμού πολλών θέσεων. Καθιερώνετε την πολυθεσία μίας εκπαιδευτικής νομενκλατούρας.

 Εύκολα μπορεί να πει ο καθένας, πως το ίδιο το σχολείο φαίνεται να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Όλη η εκπαιδευτική δραστηριότητα θα υποτάσσονται σε αυτόν τον αυταρχικό διοικητικό μηχανισμό. Αυτός είναι, προφανώς, και ο σκοπός της θεσμοθέτησής του.

Η πράξη θα αποδείξει τον τρόπο που θα λειτουργήσει αυτό το σύστημα.

Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε από την αρχή, είναι η προσοχή που φαίνεται να δίνετε στην κυριαρχία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, δηλαδή της εκάστοτε κυβέρνησης, στην επιλογή και την ανάθεση καθηκόντων σε όλο αυτό το στελεχιακό δυναμικό. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κανένα επίπεδο δεν έχει, ουσιαστικά, δυνατότητα αποφασιστικής παρέμβασης, η εκπαιδευτική κοινότητα.

Αυτό, μάλλον, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Σε κάθε περίπτωση, όμως,  πρόκειται για ένα αυταρχικό μοντέλο, που έρχεται – και πάλι – σε πλήρη αντίθεση με τον τίτλο του νομοσχεδίου που, κατ’ επίφαση, θέλει να αυτοορίζεται με λέξεις όπως “αναβάθμιση του σχολείου” και “ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών”.

Είναι, πραγματικά, παράδοξο ότι το νομοσχέδιο αρνείται σθεναρά να αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα από τα παραδείγματα τόσων χωρών, και ιδίως στην Ευρώπη, που έχουν να παρουσιάσουν σημαντικά και επιτυχή αποτελέσματα, με βάση τις δομές του εκπαιδευτικού τους συστήματος. Δομές που απέχουν πάρα πολύ από το μοντέλο που θέλετε να θεσμοθετήσετε.

Άλλη μία ευκαιρία να κάνουμε στ’ αλήθεια ένα βήμα μπροστά, πάει χαμένη…

Εν τω μεταξύ, όσον αφορά στην επιλογή και τοποθέτηση των στελεχών, απουσιάζει – ή σκοπίμως αποφεύγεται – τόσο ένα στοιχειώδες σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων όσο και μια διαδικασία που να εγγυάται πραγματικά αξιοκρατική λειτουργία.

Το τρίτο Μέρος του νομοσχεδίου, αφορά στην Αξιολόγηση Στελεχών και Προσωπικού της Εκπαίδευσης.

Το θεσμοθετούμενο σύστημα αξιολόγησης συμπληρώνει με συνέπεια το  ιεραρχικό – αυταρχικό μοντέλο, που ήδη διαπιστώσαμε ότι διέπει αυτό το νομοσχέδιο. Ένα σύστημα μονόδρομης αξιολόγησης, μόνο από πάνω προς τα κάτω.

Μόνο η διοικητική δομή έχει ρόλο, και μάλιστα με βάση την ιεραρχία της. Το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας καταδικάζεται σε υποχρεωτική σιωπή – Δεν προβλέπεται κάν να έχει δικαίωμα έκφρασης γνώμης. Οι οποιοιδήποτε υφιστάμενοι απλώς υποχρεούνται να υπακούουν και να ανέχονται. Οι δε μαθητές και οι οικογένειές τους, επίσης χωρίς δικαίωμα γνώμης, απλώς θα υφίστανται τις συνέπειες αυτού του συστήματος.

Μόνο στο άρθρο 61 παρ. 6 προβλέπεται ότι στην αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση του έργου από τους υφιστάμενους τους. Και εκεί όμως, υπάρχει άλλο παράδοξο, αφού αυτό προβλέπεται μόνο για “το μόνιμο προσωπικό”. Οι αναπληρωτές, που δεν είναι “μόνιμο προσωπικό”, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τις επιλογές της Πολιτείας, που μετέχουν πλήρως στην εκπαιδευτική διαδικασία και ολοκληρώνουν τη λειτουργία του σχολείου, αντιμετωπίζονται σαν “αποπαίδια” τρίτης κατηγορίας. Ας μας εξηγήσει κάποιος : Τι ακριβώς φοβάται το νομοσχέδιο και τους αποκλείει από αυτή τη διαδικασία ;

Στο τέταρτο Μέρος, ερχόμαστε στις διατάξεις για την Αυτονομία της Σχολικής Μονάδας.

Στο Πρώτο Κεφάλαιο, υπάρχει μία κατ’ αρχήν θετική κατεύθυνση. Αναφέρομαι ιδίως στη δυνατότητα επιλογής των διδακτικών βιβλίων από τους εκπαιδευτικούς (μεταξύ των εγκεκριμένων βιβλίων που εντάσσονται στο Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων).

Το πολλαπλό βιβλίο, η υπέρβαση της πρακτικής του ενός και μοναδικού βιβλίου πιστεύουμε ότι μπορεί, πράγματι, να έχει θετικά αποτελέσματα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ίσως να αποτελεί και μία αρχή για να αποσπαστούμε από τη νοσηρή κυριαρχία της αποστήθισης στη μαθησιακή πρακτική.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να λειτουργήσουμε με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις δυνατότητες που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία.

Πιστεύουμε ότι θα πρέπει τα βιβλία του Μητρώου να είναι ψηφιακά διαθέσιμα και προσβάσιμα, τόσο για τους καθηγητές όσο και για τους μαθητές. Να παρέχεται, επίσης, η δυνατότητα συνδυαστικής χρήσης τους αλλά και αυτή της διαφορετικής επιλογής στις επιμέρους ενότητες ενός μαθήματος.

Εδώ χρειάζεται προσοχή και σε ένα ακόμα σημείο : Εάν δεν υπάρχει άμεση καθολική προσβασιμότητα, είναι πιθανό το σύστημα του πολλαπλού βιβλίου να αποτελέσει πηγή σοβαρών προβλημάτων, αφού θα λειτουργεί ως παράγοντας εισαγωγής ανεπίτρεπτων ανισοτήτων στη λειτουργία των σχολείων.

Θετική θα μπορούσε να είναι και η λειτουργία Εκπαιδευτικών Ομίλων, στα δημοτικά Σχολεία (άρθρο 89), που προβλέπεται μετά τη λήξη του ημερήσιου ωρολογίου προγράμματος διδασκαλίας ή και κατά τις διδακτικές ώρες του ολοήμερου προγράμματος της σχολικής μονάδας.

Όμως, εδώ φαίνεται ότι απλώς εισάγεται πλαγίως η εγκατάλειψη ουσιαστικά του ολοήμερου σχολείου, ίσως για λόγους κόστους υπερωριών.    Αυτό δείχνετε, τουλάχιστον αφού εδώ καθιερώνετε δωρεάν υπερωριακή απασχόληση των εκπαιδευτικών, με την πρόβλεψη ότι «o χρόνος που οι Υπεύθυνοι Εκπαιδευτικών Ομίλων αφιερώνουν στην οργάνωση και λειτουργία αυτών δεν προσμετράται στο εργασιακό τους ωράριο, αλλά συνεκτιμάται κατά την ατομική αξιολόγησή τους, καθώς και κατά την επιλογή τους ως στελεχών εκπαίδευσης…».

Στο Δεύτερο κεφάλαιο, έχουμε την περίφημη “ενίσχυση του ρόλου του Διευθυντή”, ακολουθώντας και εδώ το ιεραρχικό – αυταρχικό μοντέλο. Ισχυροποιούνται οι Διευθυντές των σχολείων και αποδυναμώνονται – αντίστοιχα – οι Σύλλογοι Διδασκόντων.

Θα είχε ενδιαφέρον να μας εξηγήσουν οι εμπνευστές και συντάκτες αυτών των διατάξεων :

Ποιες ήταν οι αρνητικές διαπιστώσεις, από το 1985, που με το νόμο 1566, διαμορφώθηκε το πλαίσιο ουσιαστικής παρέμβασης του Συλλόγου Διδασκόντων ;

Που απέτυχε αυτό το σύστημα, που δεν είχε αλλάξει από τότε μέχρι σήμερα, και θεωρείτε ότι υπάρχει η ανάγκη αναθεώρησής του ;

Γιατί, αλήθεια, ενοχλεί η αποφασιστική ενεργητική συμμετοχή του Συλλόγου ;

Γιατί πρέπει να αποκλείσετε τις ζωντανές συλλογικές διαδικασίες σύνθεσης απόψεων για την αντιμετώπιση των ζητημάτων σε κάθε σχολείο;

Στο σημείο αυτό, επισημαίνουμε ιδιαίτερα και την προβληματική – κατά την άποψή μας – διάταξη του άρθρου 97, που δίνει τη δυνατότητα υποκατάστασης του Συλλόγου από τον Διευθυντή, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του, “μετά παρέλευση δεκαημέρου”.

Γενικά, αποδίδονται αποφασιστικές υπερεξουσίες στον Διευθυντή που ανάγεται σε “αυθεντία”, ενώ ο Σύλλογος Διδασκόντων μετατρέπεται σε ένα μάλλον διακοσμητικό συμπλήρωμα του ιεραρχικού μηχανισμού.

Για κάποιο παράξενο – ή, τουλάχιστον, ανεξήγητο – λόγο, απαξιώνεται πλήρως η συλλογική γνώμη των εκπαιδευτικών.

Ο μόνος ρόλος που μπορούν να έχουν είναι η εκτέλεση των άνωθεν εντολών. Και η επίδοσή τους σε αυτήν θα είναι και το μόνο αντικείμενο της ατομικής τους αξιολόγησης.

Έτσι, οι τίτλοι για “αυτονομία της σχολικής μονάδας” θα έχουν, στην πραγματικότητα, πολύ μικρή σημασία αφού θα κυριαρχούν τα κριτήρια της συμμόρφωσης και ανταπόκρισης στις εντολές.

Στα θετικά του νομοσχεδίου, θα πρέπει να επισημάνουμε, έστω ως πρώτο αλλά οπωσδήποτε σημαντικό βήμα, η δημιουργία 1.100 οργανικών θέσεων, η πρόβλεψη πρόσληψης και απασχόλησης ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στη γενική εκπαίδευση.

Είναι αντικειμενικά αδύνατο να συζητηθεί το σύστημα των μοριοδοτήσεων που θεσμοθετεί το νομοσχέδιο αυτό. Είναι προφανώς αδύνατο να αντιμετωπίσουμε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται .

Αναγκαστικά, θα περιοριστούμε σε μερικές και μόνο, τις πιο σημαντικές, επισημάνσεις :

Θέτετε ένα ανώτατο όριο στη μοριοδότηση των τίτλων σπουδών των υποψηφίων στελεχών, ακολουθώντας τα πρότυπα του  ν. 4547/2018, επί υπουργίας Γαβρόγλου. Πανεπιστημιακοί τίτλοι, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, υποβαθμίζονται και εξομοιώνονται, μέσω της μοριοδότησης, με σεμινάρια, επιμορφώσεις ή δημοσιεύσεις, έτσι ώστε να καταλήξει μεγάλος αριθμός υποψηφίων στο όριο των 28 μορίων στην επιστημονική συγκρότηση.

Αυτό σημαίνει ότι ο αποφασιστικός παράγοντας επιλογής θα είναι, τελικά, η περίφημη Συνέντευξη. Έχουμε δηλαδή μία επίφαση αντικειμενικών κριτηρίων, ενώ, στην ουσία, η επιλογή θα γίνει μέσω μίας τουλάχιστον ύποπτης, για το διαβλητό της, διαδικασίας.

 Υπάρχει και το γνωστό πρόβλημα, που αφορά στη μοριοδότηση των μεταπτυχιακών τίτλων.

Ένα θέμα είναι η ενιαία μοριοδότηση, ανεξάρτητα από το χρόνο σπουδών, που απαιτείται για την κτήση κάθε τίτλου και τις αντίστοιχες πιστωτικές μονάδες. Δεν είναι εύλογο – και είναι, αντίθετα, άδικο – να εξομοιώνεται ένα μεταπτυχιακό των 120 μονάδων με ένα των 90 ή και των 60. Το Μεταπτυχιακό των 4 εξαμήνων με εκείνο των 3 και αυτό πάλι με τη σειρά του με εκείνο των 2 εξαμήνων.

Το δεύτερο θέμα, αναφέρεται στην έμμεση αποδοχή και επιβράβευση μίας παρανομίας :

Δεν υπάρχει πρόβλεψη προστασίας απέναντι στις περιπτώσεις μη νόμιμης απόκτησης των (περισσότερων από έναν) μεταπτυχιακών τίτλων.

Αναφέρομαι, ιδίως, στις περιπτώσεις όπου επικαλύπτεται ο χρόνος σπουδών για την απόκτηση των τίτλων.

Τέλος, υπάρχει και το πασίγνωστο πρόβλημα, που δεν έχει εύκολη λύση, αλλά έχουμε την υποχρέωση για λόγους δικαιοσύνης και αξιοκρατίας να αντιμετωπίσουμε. Μιλάμε για τους επικαλούμενους εντελώς αναξιόπιστους μεταπτυχιακούς τίτλους, ανυπόληπτων, δήθεν πανεπιστημίων, από διάφορες χώρες. Όλοι ξέρουμε ότι πρόκειται για τίτλους που αποκτώνται έναντι ενός χρηματικού ανταλλάγματος και μόνο. Γι΄ αυτό και δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε ότι δεν το γνωρίζουμε …

 Θα αναγκαστώ να κλείσω, με ένα ειδικό θέμα που αφορά στους εκπαιδευτικούς με εξειδίκευση στη Συμβουλευτική Επαγγελματικού Προσανατολισμού.

Είναι θετική η επαναφορά του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, με μεταφορά του στις Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης,  αφού το σύστημα των ΚΕΣΥ κρίθηκε προβληματικό και αναποτελεσματικό στη λειτουργία του.

Δημιουργούμε όμως ένα πρόβλημα σε όσους υπηρετούσαν μέχρι σήμερα στα ΚΕΣΥ.

Τους αφαιρούμε τις αρμοδιότητές τους και τα αντίστοιχα καθήκοντα της ειδικότητάς τους και τους εγκλωβίζουμε σε προσωποπαγείς θέσεις στα ΚΕΔΑΣΥ σε αλλότρια αντικείμενα.

Οι άνθρωποι αυτοί , για να ενταχθούν στα ΚΕΣΥ, με το ν. 45472018 έχασαν την ειδικότητά τους. Και τώρα τους την αφαιρούμε δεύτερη φορά και τους παροπλίζουμε.

Όχι μόνο δεν εντάσσονται στο νέο θεσμικό σύστημα Επαγγελματικού Προσανατολισμού αλλά δεν έχουν καν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση για να συμμετάσχουν σε αυτό, με βάση την εξειδίκευσή τους.

Αυτό φαίνεται και είναι παράλογο και νομίσουμε ότι πρέπει να δούμε όλοι με μεγαλύτερη προσοχή τα δίκαια αιτήματά τους.

Ο χρόνος δεν μου επιτρέπει, κε Πρόεδρε, να προχωρήσω στα υπόλοιπα θέματα.

Επιφυλάσσομαι να αναφερθώ σε αυτά στην επόμενη παρέμβασή μου.

Ευχαριστώ.


Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων | "Αναβάθμιση των σχολείων , ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών κ.α διατάξεις"

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα