Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε.
Είναι προφανές ότι με βάση τον όγκο του νομοσχεδίου και τον διαθέσιμο κοινοβουλευτικό χρόνο δεν μπορεί να γίνει, στην πραγματικότητα συζήτηση “κατ’ άρθρο”.
Ο καθένας από εμάς δεν μπορεί να καλύψει ούτε το 5% των παρατηρήσεων που θα είχε να κάνει για τις ρυθμίσεις αυτού του νομοσχεδίου.
Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έκφραση γνώμης στη διαλογική κοινοβουλευτική διαδικασία.
Την άποψή μας για κάθε άρθρο θα τη μάθετε ουσιαστικά μόνο από την τελική μας ψήφο.
Έτσι, δεν θα μπω στη διαδικασία περιπτωσιολογίας για να τεκμηριώσω την άρνησή μας ή να εξηγήσω τις επιφυλάξεις μας για όλα τα άρθρα που θα έπρεπε να αναφερθώ.
Η σημερινή παρέμβασή μου αποτελεί συνέχεια της χθεσινής, στην οποία εξάντλησα το χρόνο, χωρίς να μπορέσω να εξαντλήσω και τα κύρια ζητήματα της τοποθέτησής μας.
Συνεχίζω , λοιπόν :
Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν ανταποκρίνεται η Πολιτεία στην υποχρέωσή της για τη διαμόρφωση ενός αποδεκτού καθεστώτος για όλο το δυναμικό που, με διάφορες ιδιότητες, παρέχει την υπηρεσίες και την εργασία του στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Οι ελαστικές σχέσεις υποαμειβόμενης και επισφαλούς εργασίας σε πολλούς κλάδους, αντί να διορθώνεται επεκτείνεται.
Θα πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά αυτό ισχύει για σχεδόν όλες τις κατηγορίες, όπως, λ.χ. και για το ΕΕΠ, το ΕΔΙΠ, το ΕΤΕΠ και τους Ερευνητές και Ερευνήτριες κλπ.
Αναζητώ μία εξήγηση. Και από μόνη μου δεν μπορώ να τη βρω:
Μπορεί κάποιος να μας πει που οφείλεται αυτή η διαχρονική και σθεναρή άρνηση της Κυβέρνησης να ανταποκριθεί έστω και σε ένα από τα αντίστοιχα αιτήματα του ΕΔΙΠ για τον τρόπο, τις συνθήκες απασχόλησης, για την δυνατότητα εξέλιξης, και για τους όρους, εν γένει που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους;
Ας έρθουμε τώρα στο ζήτημα της καθιέρωσης των πολυάριθμων και διαφόρων ειδών και ταχυτήτων προγραμμάτων σπουδών.
Μονοετή, διετή, τριετή, διεπιστημονικά, κ.ο.κ., με αντιστοιχίες από 30 έως 360 πιστωτικές μονάδες.
Αυτό δίνει σε πρώτη μάτια την εντύπωση ενός ευέλικτου συστήματος διαφοροποίησης των σπουδών, που να ανταποκρίνεται σε διαφορετικές ανάγκες.
Αυτό το σύστημα θα έχει, όμως, ένα εγγενές πρόβλημα, που στην πράξη θα αποδειχθεί το πόσο σημαντικό μπορεί να είναι : Το πρόβλημα της ποιότητας και της επιστημονικής αξιοπιστίας των συγκεκριμένων προγραμμάτων σε όλο τους το πλήθος και σε όλο τους το εύρος. Και σε όλο, πραγματικά σε όλο.
Στην πραγματικότητα, με τον μεγάλο αριθμό και την προβαλλόμενη ευελιξία των προγραμμάτων, υποβαθμίζεται μεγάλος όγκος της παρεχόμενης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα επίπεδα της αντίληψης που διέπει τη λειτουργία των περίφημων ιδιωτικών κολλεγίων.
Ταυτόχρονα ανοίγεται γι’ αυτά ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής δράσης, όπου θα μπορούν να ανταγωνίζονται ευθέως, και με μεγαλύτερη ευχέρεια, τα αντίστοιχα προγράμματα περιορισμένου αντικειμένου, των Πανεπιστημίων.
Επαναλαμβάνω ότι η πανσπερμία νέων προγραμμάτων σπουδών πρώτου κύκλου, που λειτουργούν προσθετικά στο πρόγραμμα σπουδών ενός Τμήματος, υπονομεύει την αξία του πτυχίου.
Με αυτό το σύστημα παράγονται πτυχιούχοι «πολλών ταχυτήτων» και επιβάλλεται ένας ανελέητος ανταγωνισμός μεταξύ των φοιτητών/τριών, που θα επιδοθούν σε ένα ατελείωτο κυνήγι προσόντων και πιστοποιητικών.
Το αποτέλεσμα είναι να κατακερματίζονται και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων, γεγονός που μειώνει και τις δυνατότητες απασχόλησης τους και τις μισθολογικές απολαβές τους.
Επίσης, εισάγετε ρυθμίσεις που προβλέπουν ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα δε θα χρηματοδοτούνται πλέον από το Υπουργείο Παιδείας ούτε θα περιλαμβάνονται στο διδακτικό έργο των μελών ΔΕΠ.
Επομένως, θα είναι αδύνατο να είναι βιώσιμα μεταπτυχιακά χωρίς δίδακτρα.
Έτσι, οξύνονται ακόμα περισσότερο οι ανισότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την καθιστούν, ακόμα περισσότερο, ταξικό προνόμιο.
Δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι αυτό αποτελεί συνειδητή πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης.
Υπάρχει και το ζήτημα με τις νέες ρυθμίσεις για το ΔΟΑΤΑΠ.
Είναι αλήθεια ότι για αυτό το ζήτημα κανείς δεν δικαιούται να είναι υπερήφανος για την κατάσταση που υπάρχει στην Ελλάδα με την αναγνώριση των αλλοδαπών τίτλων.
Εδώ, με τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 306, ο ΔΟΑΤΑΠ θα μπορεί να αναγνωρίζει τίτλους οι οποίοι δεν έχουν θεσμική κατοχύρωση, δηλαδή δεν χαρακτηρίζονται ως πτυχία – μεταπτυχιακά – διδακτορικά ούτε στη χώρα τους (!)
Στην παράγραφο 6 του άρθρου 311 γίνεται αναφορά στην δυνατότητα αναγνώρισης προς τα πτυχία που θεωρούνται ως integrated master στην Ελλάδα (5ετή διπλώματα).
Εκεί προβλέπεται η δυνατότητα συνεκτίμησης μεταπτυχιακού στην αλλοδαπή ή η διενέργεια διπλωματικής εργασίας, ως αντισταθμιστικό μέτρο. Όμως δεν προσδιορίζονται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επίβλεψη και την αξιολόγηση της!
Ορίζετε, επίσης, ότι τα ελληνικά ΑΕΙ θα μπορούν να δέχονται για μεταπτυχιακές σπουδές τους υποψηφίους χωρίς αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ.
Αντίστοιχα, τα ερευνητικά κέντρα και τα ΑΕΙ θα δέχονται τις αιτήσεις για ΔΕΠ και ερευνητές μέσω APELLA χωρίς ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος να χρειάζεται να καταθέσει αίτηση αναγνώρισης στον ΔΟΑΤΑΠ. Η αναγνώριση θα γίνεται από τον φορέα υποδοχής (ΑΕΙ & ερευνητικά κέντρα).
Επίσης είναι γνωστό το σοβαρό πρόβλημα που υπάρχει με συγκεκριμένους αλλοδαπούς τίτλους :
Ο ΔΟΑΤΑΠ, εδώ και καιρό, αναγνωρίζει ως μεταπτυχιακά – κυρίως από την Ιταλία – τίτλους που δεν θεωρούνται τέτοιοι εκεί. Πρόκειται για διάφορα διπλώματα που φέρουν τον τίτλο Master (Master di primo Livello και Master di secondo Livello).
Όμως, το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας της Ιταλίας, δεν τους αναγνωρίζει ως μεταπτυχιακούς τίτλους, αφού αποτελούν απλώς πιστοποιητικά προγραμμάτων Δια Βίου Μάθησης.
Μιλάμε για τις διατάξεις των παραγράφων 2,3,4 του άρθρου 296 :
Τίτλοι που δεν έχουν καμία ακαδημαϊκή υπόσταση ούτε πιστοποίηση ούτε αναγνώριση στην χώρα που απονέμονται, θα μπορούν – εάν ψηφιστεί αυτή η διάταξη – να αποκτήσουν επίσημο status στην Ελλάδα, δίνοντας παράλληλα στον κάτοχο τους τα νόμιμα δικαιώματα ανάλογα με αυτά που δίνουν οι ημεδαποί τίτλοι.
Πολύ σοβαρό είναι και το ζήτημα της κατάργησης των νομικών προσώπων διαχείρισης των Πανεπιστημιακών δασών (και για το Περτούλι και για τον Ταξιάρχη), με το άρθρο 296.
Και όμως : η σημερινή κατάσταση και εικόνα αυτών των δασών δείχνει ότι το μοντέλο της πανεπιστημιακής διαχείρισης έχει, επί πολλές δεκαετίες, λειτουργήσει επιτυχημένα. Και μάλιστα χωρίς να επιχορηγείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό ή άλλο φορέα.
Δεν θα ήθελα να υποθέσω ότι η οικονομικά αυτοδύναμη λειτουργία τους, αποδεικνύει από μόνη της μία δυναμική που μπορεί να άνοιξε την όρεξη σε διάφορους ενδιαφερόμενους, για εκμετάλλευση (!)
Πέρα από τα ιδεολογικά προτάγματα της Κυβέρνησης, ας μας εξηγήσει κάποιος, για ποιους συγκεκριμένους πρακτικούς λόγους και για την επίλυση ποιών προβλημάτων, επιλέγετε τώρα να τα μεταβιβάσετε σε αυτές τις “εταιρείες αξιοποίησης της περιουσίας των ΑΕΙ”, που δημιουργείτε με αυτό το νόμο.
Γιατί πρέπει – και εδώ – να περάσουμε από το μοντέλο της εξυπηρέτησης των ερευνητικών και εκπαιδευτικών σκοπών του Πανεπιστημίου στη διαβόητη “αξιοποίηση”.
Στα νέα ελληνικά “αξιοποίηση”, δυστυχώς, σημαίνει καταστροφή στο βωμό της κερδοφορίας. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για δάση, και μάλιστα τέτοιας αξίας !
Και κάτι τελευταίο, για αυτό το θέμα, κυρία Υπουργέ : Πόσο καλόπιστος, τάχα, θέλετε ή πρέπει να είναι ο καθένας από εμάς, για να δικαιολογήσει το ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις έρχονται τώρα αιφνιδιαστικά, ενώ δεν υπήρχαν στη διαβούλευση ;
Υπάρχουν και οι διατάξεις που καθιερώνουν ένα νέο καθεστώς για τις Βιβλιοθήκες και ιδρύεται μια άλλη δομή, μια ακαδημαϊκή μονάδα, στην οποία θα προΐσταται Διευθυντής, μέλος ΔΕΠ, ΕΕΠ, ΕΔΙΠ ή ΕΤΕΠ του Πανεπιστημίου, επιλεγόμενος από τη Σύγκλητο του Ιδρύματος.
Εδώ ανατρέπεται το υπάρχον θεσμικό καθεστώς λειτουργίας τους, χωρίς να υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση για ποιο λόγο γίνεται αυτό.
Στα θέματα αυτά εισηγούμαστε την αποδοχή των εύλογων και τεκμηριωμένων προτάσεων του ΣΕΑΒ.
Είναι, π.χ. , απολύτως εύλογη η παρατήρηση ότι σύμφωνα και με τη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική, το βασικό προσόν ενός «Διευθυντή» πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης είναι η εμπειρία εργασίας στο συγκεκριμένο αντικείμενο και η συμμετοχή στο σχεδιασμό ανάπτυξης σχετικών υπηρεσιών πληροφοριακής υποστήριξης. Αυτές τις προϋποθέσεις, προφανώς, δεν ότι θα καλύπτονται από τα μέλη ΔΕΠ, ΕΕΠ κλπ.
Αφού σε άλλα θέματα, και σε κάθε ευκαιρία, επικαλείσθε την αντιγραφική εφαρμογή επιτυχημένων προτύπων του εξωτερικού, για ποιο λόγο, εδώ ειδικά, τα ανατρέπετε ;
Ας επανέλθουμε τώρα στη «μεγάλη εικόνα»:
Οπωσδήποτε, δεν είναι τυχαίο ότι οι αντιδράσεις στο νομοσχέδιο έχουν λάβει και διεθνείς διαστάσεις.
740 πανεπιστημιακοί και ερευνητές, από 50 χώρες, υπογράφουν ανοιχτή επιστολή με τίτλο «Σεβαστείτε τα Δημόσια Πανεπιστήμια στην Ελλάδα».
Σε αυτήν, εκφράζουν την υποστήριξή τους στα σωματεία διδασκόντων και διοικητικών υπαλλήλων και στους φοιτητές στην Ελλάδα.
Αντιτίθενται και στην πανεπιστημιακή αστυνομία, αναφέρονται στην «τοξική» ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί στα ΑΕΙ και ζητούν την απόσυρση του νομοσχεδίου και την έναρξη γνήσιου διαλόγου με την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί εμβληματικές μορφές της διεθνούς Ακαδημαϊκής Κοινότητας, από τα καλύτερα Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το Κολούμπια, το Nιου Γιορκ Γιουνιβέριτι κλπ.
Με λίγα λόγια , η διεθνής (πραγματική) Αριστεία ακυρώνει και διαψεύδει πλήρως το κυβερνητικό αφήγημα για εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση των ελληνικών Πανεπιστημίων.
Κλείνοντας, προτιμώ, αντί να εκφραστώ κατά βούληση για την ουσία του παρόντος νομοσχεδίου, να διαβάσω ένα απόσπασμα από τη Γνωμοδότηση των Καθηγητών Διοικητικού Δικαίου, του κ. Κοντιάδη και του κ. Τασσόπουλου.
Έτσι, φαντάζομαι ότι δεν θα είναι εύκολο να αποδώσετε τις παρατηρήσεις μας σε κάποια κακόπιστη αντιπολιτευτική εμμονή.
Η γνωμοδότηση, την οποία ζήτησε η ΠΟΣΔΕΠ, αφορά στο νέο μοντέλο διοίκησης που εισάγετε. Αυτό αποτελεί κομβική ρύθμιση του νομοσχεδίου, αλλά και πολύ χαρακτηριστική της όλης κυβερνητικής αντίληψης :
Γράφει, λοιπόν, η γνωμοδότηση:
«Το σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ που προτείνεται στο επίμαχο σχέδιο νόμου παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα λειτουργικότητας, διαφάνειας και δημοκρατικής νομιμοποίησης των οργάνων διοίκησης, απουσία επαρκών θεσμικών αντίβαρων, υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του πρύτανη χωρίς επαρκείς ελεγκτικούς μηχανισμούς, καθώς και κρίσιμα ζητήματα συμβατότητας των εν λόγω ρυθμίσεων με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πλήρη αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ και τη συνταγματική κατοχύρωση της ιδιαίτερης θέσης των καθηγητών των ΑΕΙ στα ακαδημαϊκά ζητήματα».
Για την κατ’ άρθρο ψήφο μας, θα τοποθετηθούμε στην Ολομέλεια.
Σας Ευχαριστώ !