Κύριε Πρόεδρε,
Εδώ και δεκαετίες έχω, προσωπικά, έντονο ενδιαφέρον για της Μέσης Ανατολής. Επειδή, μάλιστα, έχω την τιμή να είμαι και Παλαιστίνια υπήκοος, προσπαθώ να έχω και άμεση ενημέρωση για αυτά.
Μιλάμε για μια περιοχή που αποτελεί πεδίο στρατιωτικής δράσης υπερδυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Επίσης επιχειρούν και άλλες ισχυρές δυνάμεις, σαν τη Γαλλία ή και την Ιταλία. Αντίστοιχη δράση, διεκδικώντας ρόλο για λογαριασμό τους έχουν και τοπικές ισχυρές δυνάμεις, όπως το Ιράν, η Σαουδική Αραβία αλλά και η Τουρκία.
Και, βέβαια, δεν μπορούμε να παραλείψουμε μια ξεχωριστή παρουσία, το Ισραήλ. Δεν ανήκει στον αραβικό κόσμο, αν και ένας στους πέντε κατοίκους του είναι Άραβας, ο οποίος μάλιστα διώκεται.
Όλες αυτές οι δυνάμεις – και κάθε μια ξεχωριστά – υποτιμούν την ουσία του Παλαιστινιακού ζητήματος και το αντιμετωπίζουν μέσα από το πρίσμα της εκάστοτε συγκυρίας. Η στάση τους διαμορφώνεται με βάση τους συγκυριακούς μεταξύ τους ανταγωνισμούς τους , αλλά και με κυρίαρχο κριτήριο την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Γι’ αυτό και η πολιτική τους χαρακτηρίζεται από ρευστότητα.
Και όμως : για την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων και την επικράτηση του δικαίου απαιτείται το ακριβώς αντίθετο. Σταθερότητα !
Η πολιτική της χώρας μας, αλλά και της Ε.Ε., για το Παλαιστινιακό, οριοθετείται από την αντίθεση στην πολιτική των κατεχομένων και των εποικισμών του Ισραήλ, αλλά και στην υποστήριξη της λύσης των δύο κρατών στα σύνορα προ του 1967 και με πρωτεύουσα της Παλαιστίνης την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Οι θεωρητικές αυτές αρχές συνάδουν με τις σχετικές αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και βασίζονται στις αρχές του διεθνούς δικαίου.
Είναι όμως γνωστό ότι αυτές διαχρονικά καταπατώνται. Σήμερα, μάλιστα, ιδιαίτερα βάναυσα, με το τελευταίο σχέδιο της νέας κυβέρνησης στο Ισραήλ, το οποίο στηρίζουν και οι ΗΠΑ.
Το Παλαιστινιακό και το Κυπριακό, αναδεικνύουν σημαντικές ομοιότητες ως προς τη διαμόρφωση της διεθνούς πολιτικής, όπως άλλωστε και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Και στα δύο έχουμε πολιτική δημιουργίας τετελεσμένων, με κατεχόμενα και εποικισμούς. Πρακτική που ακολουθούν τόσο το Ισραήλ όσο και η Τουρκία. Και από το άλλο μέρος, από την πλευρά των θυμάτων, η απάντηση είναι η πολιτική διεθνοποίησης και υποστήριξης των αποφάσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Όμως, και στις δύο περιπτώσεις η ατολμία για ουσιαστική αντιμετώπιση, με την επιβολή κυρώσεων, έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της επιτιθέμενης πλευράς, που επιβεβαιώνεται στη διατάραξη των διεθνών σχέσεων.
Αυτός είναι ένας σημαντικός πρόσθετος λόγος, για τον οποίο η Ελλάδα οφείλει να έχει πάντα σταθερή και αποφασιστική στάση, με βάση τις πάγιες θέσεις που έχουμε εκφράσει για το Παλαιστινιακό. Η ενθάρρυνση της πολιτικής των τετελεσμένων, της πολιτικής των συνεχών αναθεωρήσεων και της αστάθειας των διεθνών συμφωνιών δεν αποδυναμώνει απλώς, αλλά αποδομεί δραστικά, την ισχύ του διεθνούς δικαίου ως βάση των διεθνών σχέσεων. Στην ουσία υποκαθιστά το διεθνές δίκαιο με το δίκαιο της ισχύος, το δίκαιο του ισχυρού, που σήμερα προβάλλεται από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Γι’ αυτό και είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό ότι η Ελλάδα, στις 3 Δεκεμβρίου 2019, στο Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, στο «Τμήμα Δικαιωμάτων των Παλαιστινίων» , καταψήφισε, για πρώτη φορά στα χρονικά.
Μέχρι τη σημερινή κυβέρνηση και μέχρι τη συγκεκριμένη ψηφοφορία, η Ελλάδα ποτέ δεν είχε καταψηφίσει. Η θέση μας εκφράζονταν μέχρι και το 1993 πάντοτε με θετική ψήφο. Και από το 1994, με την Κυβέρνηση Σημίτη, με αποχή.
Αυτή η υπαναχώρηση αποτελεί βάση για πολύ σοβαρό προβληματισμό. Πόσο μάλλον αφού συνδυάζεται και με την αδικαιολόγητη εκκρεμότητα της , εδώ και 5 χρόνια , ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, για την αναγνώριση του Κράτους της Παλαιστίνης.
Ελπίζω ότι η Νέα Δημοκρατία μπορεί να δείξει ότι σέβεται τις πάγιες ελληνικές θέσεις και ότι δεν επιθυμεί να συνδέσει την πολιτική της με υπαναχωρήσεις στο Παλαιστινιακό.
Δεν θέλω να διανοηθώ ότι η σημερινή κυβέρνηση επιθυμεί να ακολουθήσει τον ολισθηρό δρόμο των υπαναχωρήσεων στο Παλαιστινιακό, όπως είχε κάνει η Κυβέρνηση Σημίτη.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε που οδήγησε η πολιτική των υπαναχωρήσεων, εκείνη τη θλιβερή περίοδο, και στα εθνικά θέματα.
Και ιδίως, ας αναλογιστούμε ότι, όπως τότε έτσι και σήμερα, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για τα εθνικά μας θέματα. Και μάλιστα, με επιδιαιτητή την Γερμανία και πίσω από αυτήν τις ΗΠΑ.
Στα αλήθεια, η πρόσδεση σε τέτοιες πολιτικές προκαλεί βάσιμους φόβους.
Θεωρώ ότι η Ομάδα μας πρέπει να εκδώσει μία Απόφαση-Ψήφισμα, που θα επιβεβαιώνει τις πάγιες ελληνικές θέσεις για τα κατεχόμενα και τον εποικισμό, υπενθυμίζοντας και την κυβερνητική υποχρέωση για επίσημη αναγνώριση του Κράτους της Παλαιστίνης, σε συνέχεια της ομόφωνης απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων.
Για τη διαμόρφωση της Απόφασης - Ψηφίσματος της Επιτροπής μας, προτείνουμε κατ’ αρχήν το παρακάτω κείμενο :
ΑΠΟΦΑΣΗ – ΨΗΦΙΣΜΑ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΦΙΛΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ
ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Τον περασμένο Ιούλιο, η κυβέρνηση του Ισραήλ ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προσαρτήσει παράνομα μεγάλα τμήματα παλαιστινιακής γης στη Δυτική Όχθη, τα οποία έχει καταλάβει στρατιωτικά το 1967. Αυτό θα είναι το αποκορύφωμα μιας διαχρονικής πολιτικής κατάσχεσης γης, μέσω του αναγκαστικού εκτοπισμού Παλαιστινίων και της κατασκευής παράνομων οικισμών στη Δυτική Όχθη, μαζί με την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Με την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Όχθης, το Ισραήλ θα κατέχει πάνω από το 33% του παλαιστινιακού εδάφους, το οποίο και θα καταστήσει αναπόσπαστο τμήμα του ισραηλινού κράτους.
Εμείς, τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Ελλάδας Παλαιστίνης, σήμερα – μετά από 53 χρόνια ισραηλινής στρατιωτικής κατοχής στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Γάζας – Καλούμε το Ελληνικό Κοινοβούλιο να ακολουθήσει το αίτημα της Παλαιστινιακής Κυβέρνησης, του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου, του Κοινοβουλίου και της κοινωνίας των πολιτών για αποτελεσματικά μέτρα από την ελληνική κυβέρνηση και την ΕΕ, προκειμένου να παρεμποδιστεί η παράνομη προσάρτηση του Ισραήλ και οι συνεχείς πολιτικές αποικιακού διακανονισμού επιβάλλοντας κυρώσεις και να προχωρήσουμε στην αναγνώριση του Κράτους της Παλαιστίνης σύμφωνα με το συνημμένο ομόφωνο ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων (22 Δεκεμβρίου 2015) και τις επαναβεβαιωμένες ιστορικές θέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με βάση το Διεθνές Δίκαιο, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και την αρχή της λύσης των δύο κρατών στα σύνορα πριν από τις 4 Ιουνίου 1967 και με πρωτεύουσα της Παλαιστίνης την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να διαφυλάξουμε τη διεθνή νομιμότητα και να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ασφάλεια και τη σταθερότητα για όλους τους ανθρώπους στην περιοχή μας.