Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκπονήσει μελέτη επιπτώσεων και να τεκμηριώσει πλήρως τους λόγους για την αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής που επιχειρείται. Εάν η πρόταση οδηγίας γίνει αποδεκτή υπό την παρούσα μορφή της, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που αποσκοπεί να επιλύσει.
Ακολουθεί η τοποθέτηση της Σοφίας Σακοράφα στην επιτροπή Έρευνας Βιομηχανίας και Ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου :
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Όπως γνωρίζετε νομοθεσία σε κοινοτικό επίπεδο για την εποχική αλλαγή θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1980. Στόχος της ήταν η εναρμόνιση των υφιστάμενων εθνικών πρακτικών και του προγραμματισμού για τη θερινή ώρα.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε Πρόταση οδηγίας για τον τερματισμό των εποχικών αλλαγών της ώρας με την αιτιολογία ότι πλέον αμφισβητείται από τους πολίτες, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ορισμένα κράτη μέλη. Ταυτόχρονα, η Πρόταση ενώ επεσήμανε τη σημασία της εναρμόνισης σε επίπεδο ΕΕ για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δεν προσδιόρισε τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, τα προβλήματα δηλαδή που επιχειρεί να επιλύσει η νέα νομοθεσία.
Άποψή μου είναι ότι η πρόταση της Επιτροπής, παρότι επικαλείται την απαίτηση εκ μέρους των πολιτών, την προστασία της υγείας και της οδικής ασφάλειας και την ανάγκη αποκατάστασης των τυχόν προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στην εσωτερική αγορά, δεν παρέχει επαρκή τεκμηρίωση για την αναγκαιότητα του τερματισμού των εποχικών αλλαγών της ώρας.
Ειδικότερα θέλω να επισημάνω:
Ως προς το θέμα της αμφισβήτησης εκ μέρους των πολιτών του υφιστάμενου καθεστώτος, θεωρώ ότι η δημόσια διαβούλευση που πραγματοποιήθηκε δεν ήταν αντιπροσωπευτική σε επίπεδο ΕΕ.
Ως προς το ψήφισμα του ΕΚ το Φεβρουάριο του 2018. Η πρόταση της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει αξιολόγηση της υφιστάμενης νομοθεσίας -οδηγίας, όπως ρητώς ζητήθηκε, και ως εκ τούτου παραμένει υπό αμφισβήτηση η ανάγκη αναθεώρησής της.
Ως προς τις εθνικές θέσεις. Δε βλέπω να υπάρχει συμφωνία. Γνωρίζω ότι σχεδόν ομόφωνα τα κράτη μέλη απέρριψαν την Πρόταση της Αυστριακής Προεδρίας στο Συμβούλιο Υπουργών Μεταφορών τον Δεκέμβριο.
Η συντριπτική τους πλειοψηφία έχει εκφράσει:
• την ανάγκη για προηγούμενη διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς και τους πολίτες,
• την ανάγκη για τον έλεγχο των συνεπειών της επιλογής μόνιμης θερινής ή χειμερινής ώρας σε όλους τους τομείς και ιδίως του κόστους που θα προκαλέσει,
• την ανάγκη συντονισμού μεταξύ των γειτονικών κρατών μελών για την επιλογή μόνιμης ώρας, προς αποφυγή δημιουργίας περαιτέρω προβλημάτων και
• κυρίως την ανάγκη να καταστεί σαφής ο λόγος για τον οποίο τα κράτη μέλη καλούνται να αποφασίσουν τη μετάβαση από ένα σύστημα εναρμόνισης ρυθμισμένο εδώ και χρόνια, σε ένα άλλο το οποίο απορρυθμίζει μια υφιστάμενη κατάσταση με προφανείς τις δυσμενείς συνέπειες στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Πράγματι, από το σκοπό και το περιεχόμενο της Πρότασης διαπιστώνεται ότι δεν στοχεύει στη δημιουργία ενός εναρμονισμένου καθεστώτος για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αντίθετα, τίθεται μόνο η υποχρέωση της κατάργησης των εποχικών αλλαγών της ώρας, ενώ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών να επιλέξουν την ώρα που επιθυμούν σε μόνιμη βάση. Πρόκειται ακριβώς για αυτή την έλλειψη εναρμόνισης που θα δημιουργήσει διαφορετικές καταστάσεις εντός της ΕΕ και θα λειτουργήσει αρνητικά στην εσωτερική αγορά.
Αγαπητοί συνάδελφοι καταλήγοντας θέλω να υπογραμμίσω:
Αν το θέμα μας σήμερα ήταν η κατάργηση μιας νομοθεσίας η οποία έχει επιφέρει προβλήματα στην υγεία των πολιτών της ΕΕ και στην οδική ασφάλεια, δεν θα συζητούσαμε περαιτέρω τα αυτονόητα και θα αποφασίζαμε όλοι ομόφωνα να θεσπίσουμε μια νέα νομοθεσία για την προστασία των πολιτών το συντομότερο δυνατό.
Δεδομένου όμως ότι ο κύριος σκοπός της Οδηγίας ήταν και παραμένει η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και ιδιαίτερα η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του τομέα των μεταφορών, θα πρέπει να σκεφθούμε εκ νέου τις συνέπειες της απορρύθμισης που επιχειρείται με την Πρόταση αυτή, καθώς και το κόστος που θα επιφέρει στα κράτη μέλη.
Υπό το φως των ανωτέρω, θεωρώ απολύτως απαραίτητο η Επιτροπή να εκπονήσει μελέτη επιπτώσεων και να τεκμηριώσει πλήρως τους λόγους για την αναγκαιότητα αυτής της σημαντικής αλλαγής που επιχειρείται σε επίπεδο ΕΕ. Εάν η πρόταση οδηγίας γίνει αποδεκτή υπό την παρούσα μορφής της, είναι σίγουρο ότι θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να επιλύσει.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.