Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση γιατί βρίσκομαι ανάμεσα σε αυτό που λέμε αθλητική οικογένεια, της οποίας υπήρξα και εξακολουθώ να είμαι μέλος. Βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους συναθλητές, προπονητές, που μπορεί τα χρόνια να πρόσθεσαν αλλά δεν είναι ικανά να σβήσουν αναμνήσεις.
Χαίρομαι που σας υποδέχομαι στην πατρίδα μου, που από εδώ ξεκίνησα την αθλητική μου πορεία, από τον Γ.Σ. Τρικάλων, το σωματείο μου, το οποίο και εκπροσωπώ σήμερα.
Ένα σωματείο που έχει προσφέρει πολλά σε μένα, στην τοπική κοινωνία των Τρικάλων και στον ελληνικό αθλητισμό, αφού προσέφερε και μεγάλο μέρος αθλητών και αθλητριών στην εθνική ομάδα και στήριξε ιδιαίτερα τον γυναικείο αθλητισμό.
Άκουσα με προσοχή την εισήγηση του Προέδρου κ. Παναγόπουλου και τον θετικό απολογισμό του για την χρονιά που πέρασε σε αγωνιστικό και διοικητικό επίπεδο, την αγωνία του για τη φροντίδα των αθλητών αλλά και την αγωνία του για το μέλλον του στίβου.
Για όλους εμάς, που ο αθλητισμός είναι αληθινό βίωμα, οι εμπειρίες και οι αξίες του είναι ένα άφθαρτο κομμάτι της συγκρότησής μας, της ίδιας μας της προσωπικότητας.
Και είναι αλήθεια ότι αισθάνομαι πολύ πιο άνετα σε ένα χώρο όπου είναι συγκεντρωμένοι τόσοι άνθρωποι, που έχουν αφιερώσει ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους στην ιδέα και στην προσπάθεια του αθλητισμού.
Θέλω να πιστεύω ότι όλοι μοιραζόμαστε την ίδια πραγματική αγωνία για την πορεία του αθλητισμού και το μέλλον του στη χώρα μας.
Δυστυχώς, η κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία.
Όλοι γνωρίζουμε ότι μετά την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έχουμε μία διαρκώς καθοδική πορεία. Ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Οι Ολυμπιακές υποδομές έμειναν σε μεγάλο μέρος τους ανεκμετάλλευτες και – δυστυχώς – δεν αποτέλεσαν τις βάσεις για μία πραγματική αθλητική ανάπτυξη στη χώρα μας ΚΑΙ τολμώ να πω ότι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία.
Οι ευθύνες των κυβερνήσεων, που διαδέχονταν η μία την άλλη, είναι δεδομένες, αλλά δεν θέλω να αναφερθώ σε αυτά σήμερα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι νιώθουμε πως ζούμε σε μία κατάσταση – σχεδόν – παρακμής.
Και η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από την οικονομική κατάρρευση της χώρας αλλά και την επιβολή των μνημονιακών περιορισμών.
Η κρατική χρηματοδότηση, το ανέφερε και ο Πρόεδρος, έχει μειωθεί δραστικά – για να χρησιμοποιήσω μια επιεική έκφραση, που δεν αποδίδει καν την πραγματικότητα.
Στην ουσία, πρέπει όλοι να έχουμε συνείδηση ότι η Πολιτεία ελάχιστα πρόκειται να προσφέρει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παύσει η διεκδίκηση.
Αντίθετα, πρέπει πάντοτε να τονίζουμε ότι δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή η πρωτοφανής υποτίμηση του αθλητισμού, από όλες τις Κυβερνήσεις, τα τελευταία χρόνια, σε κάθε επίπεδο, υψηλό, σωματειακό και σχολικό αθλητισμό.
Η επένδυση στον αθλητισμό θα είχε πολύτιμα κοινωνικά αποτελέσματα, τα οποία, επίσης, φαίνεται να υποτιμά το πολιτικό σύστημα.
Και δεν χρειάζεται να σταθούμε στο πόσο υποτιμούν την αξία του αθλητισμού οι περίφημοι «θεσμοί» των δανειστών, που επιβάλλουν αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές στην Ελλάδα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κατάσταση – όπως έχει διαμορφωθεί – αναδεικνύει πολύ περισσότερο ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα : Την ανάγκη ενεργοποίησης και συστράτευσης όλων των υγιών δυνάμεων του αθλητισμού.
Γιατί αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδηθεί, ακόμα και ερήμην της Πολιτείας.
Για να μην πω ακόμα και ενάντια σε αυτήν, εάν δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει στον αθλητισμό, πέρα από υποχρηματοδότηση και αψυχολόγητες παρεμβάσεις, γιατί οι αποφάσεις που θα πάρει από εδώ και πέρα και με το νέο νόμο που πρόκειται να φέρει πρέπει να απαιτήσουμε να είναι προς όφελος του αθλητισμού και όχι προς όφελος μικροπολιτικών επιδιώξεων.Ο βαθμός είναι μια βαθειά πολιτική πράξη αλλά η κομματικοποίηση δεν χωρά. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε.
Το αθλητικό κίνημα είναι ανάγκη να αναπτύξει τη δική του αυτόνομη δυναμική.
Και πιστεύω, πραγματικά, ότι ο ΣΕΓΑΣ, ιδιαίτερα μέσα σε αυτές τις συνθήκες της κρίσης, έχει έμπρακτα αποδείξει ότι έχει μία τέτοια δυναμική.
Δεν λέω ότι έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες. Αλλά, οπωσδήποτε έχει πετύχει σημαντικά πράγματα.
Δεν είναι λίγο το ότι στον ΣΕΓΑΣ δεν υπάρχει η κατάσταση μιζέριας, στασιμότητας και εσωστρέφειας, που – δυστυχώς – χαρακτηρίζει τη λειτουργία πολλών άλλων αθλητικών ομοσπονδιών.
Μέσα σε δύσκολες συνθήκες, ο ΣΕΓΑΣ κατάφερε να απευθυνθεί στην κοινωνία και να διοργανώσει μία σειρά επιτυχημένες εκδηλώσεις.
Ασφαλώς και μπορούν να γίνουν περισσότερα.
Αλλά έχει μεγάλη αξία το γεγονός ότι έχει κερδίσει την κοινωνική αναφορά αλλά και ευρύτερη προβολή των αθλητικών δραστηριοτήτων.
Θα έλεγα ότι ίσως είναι και η μόνη τέτοια περίπτωση, τούτα τα χρόνια, αν εξαιρέσει κανείς, βέβαια, συγκεκριμένα επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτήν την εξωστρέφεια είναι οι επιτυχημένες διεθνείς διοργανώσεις, με τον Μαραθώνιο, που έχουν πολλά θετικά αποτελέσματα για το εσωτερικό αθλητικό κίνημα αλλά και σε επίπεδο διεθνούς προβολής της χώρας.
Στις σημερινές συνθήκες, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να στηριχθεί η βάση του ελληνικού αθλητισμού.
Όλοι γνωρίζουμε ότι το κύτταρο της αθλητικής ζωής είναι πάντα το Σωματείο.
Τα Σωματεία, που σήμερα πλήττονται στο σύνολό τους, από την κατάσταση που περιέγραψα παραπάνω.
Και δεν είναι το μόνο πρόβλημα η κρατική υποχρηματοδότηση.
Γιατί η οικονομική κρίση έχει περιορίσει – έχει εκμηδενίσει, θα έλεγα – και τη δυνατότητα της αυτοδύναμης χρηματοδότησης των Σωματείων.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια, από όλους μας, όχι μόνο για να διατηρηθεί η φλόγα ζωντανή – αλλά και για να τη δυναμώσουμε, όσο μπορούμε.
Είπα και προηγουμένως, ότι ζούμε μια πρωτόγνωρη περίοδο κρίσης για τον ελληνικό αθλητισμό.
Γι΄ αυτό και είναι αναγκαία – όσο ποτέ – η ενεργοποίηση και συστράτευση όλων μας.
Όποιος έχει τη δυνατότητα να προσφέρει, δεν δικαιούται να λείπει ούτε να αδρανεί.
Και, βεβαίως, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου από αυτήν την προσπάθεια.
Όλοι όσοι έχουμε κάνει βίωμά μας τον αθλητισμό πρέπει να είμαστε παρόντες.
Γιατί τώρα που ο αθλητισμός δοκιμάζεται, πρέπει και εμείς να δοκιμαστούμε, τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν.
Αυτή είναι η υποχρέωση και η ευθύνη όλων μας.
Γιατί το έχει ανάγκη η κοινωνία.
Το έχουν ανάγκη αθλητές, αθλήτριες, προπονητές, γονείς, όλοι όσοι, αφανείς, στηρίζουν αυτήν την προσπάθεια – αλλά κυρίως, το έχει ανάγκη και η χώρα μας.