ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Σοφία Σακοράφα, οι θέσεις του ΜέΡΑ25 για Εξοπλισμούς, Άμυνα, Ουκρανικό, Ελληνοτουρκικά, Αμυντική Βιομηχανία

powered by social2s

Αναδημοσίευση από flight.com.gr

Στον Χρήστο Γ. Κτενά

Με τις εθνικές εκλογές κοντά, απευθυνθήκαμε στα κοινοβουλευτικά κόμματα για να παρουσιάσουμε μέσω συνεντεύξεων τις θέσεις τους για τα κύρια ζητήματα της Εθνικής μας Άμυνας. Σήμερα, η βουλευτής του ΜέΡΑ25, κ. Σοφία Σακοράφα, μέλος των επιτροπών στη Βουλή, Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων, όπως και Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων, απαντά για τους εξοπλισμούς και την έλλειψη διαφάνειας όπως επισημαίνει, για τα ελληνοτουρκικά, για την ανάμιξη μας στην Ουκρανία, για την επάνδρωση των Ενόπλων Δυνάμεων, για τις διεθνείς μας σχέσεις.

«ΠΤΗΣΗ»: Η κυβέρνηση της ΝΔ προβάλλει το ότι συμβασιοποίησε περίπου 10 δις ευρώ σε προγράμματα εξοπλισμών (και τα συγκρίνει με τα περίπου 4 δις της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ). Ποια η άποψη σας για αυτά τα προγράμματα, και την αμυντική, πολιτική και οικονομική τους σημασία;

Καταρχήν, από τα στοιχεία μάλλον προκύπτει ότι το συμβατικό ποσό των εξοπλιστικών συμβάσεων επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη είναι μεγαλύτερο από τα 10 δις. Όμως, αλλοίμονο αν στραφούμε στην αντίληψη ότι αυτό που έχει σημασία είναι μια απλουστευτική σύγκριση στο άθροισμα των συμβασιοποιημένων δαπανών.

Επίσης, εδώ έχουμε και απόλυτη αδιαφάνεια ως προς την προτεραιοποίηση των προγραμμάτων. Πολύ συχνά δημιουργείται η εικόνα ότι οι κινήσεις γίνονται χωρίς άμεση σύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητες αλλά με βάση άλλους παράγοντες, από τους οποίους ο πιο αθώος είναι η λεγόμενη “εξοπλιστική διπλωματία”, που είναι και σπάνια επιτυχημένη. Όσοι έχουν στοιχειώδη επαφή με το αντικείμενο γνωρίζουν ότι δεν ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διαδικασίες για τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό και τα κυλιόμενα προγράμματα.

Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα και στη λειτουργία της Επιτροπής Εξοπλιστικών της Βουλής, που έχει καταντήσει να λειτουργεί προσχηματικά. Απλώς λειτουργεί για να επικυρώνει μονίμως η κυβερνητική πλειοψηφία ειλημμένες πρωθυπουργικές ή υπουργικές αποφάσεις. Και μάλιστα χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση των ουσιαστικών παραπάνω δεδομένων (ένταξη σε σχεδιασμό, προτεραιότητα, σύγκριση). Όλα αυτά τα χρόνια απλώς παρέχει ένα κοινοβουλευτικό επίχρισμα, ένα και “πολιτικό άλλοθι” σε προειλημμένες αποφάσεις, κυρίως υπουργικές ή πρωθυπουργικές. Η ακέραια ευθύνη, όμως, ανήκει ουσιαστικά σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν ισχύει μόνο για την τελευταία, την Κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Από το άλλο μέρος, η εξοπλιστική διπλωματία των ελληνικών Κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών δεν φαίνεται να έχει ενισχύσει το αίσθημα ασφαλείας του ελληνικού λαού και οι υπερβολικά δαπανηρές προμήθειες δεν έχουν αλλάξει το πραγματικό σκηνικό, με τα γνωστά αδιέξοδα του τύπου «η Κύπρος κείται μακράν» ή με τις «γκρίζες ζώνες» κ.λπ.

«ΠΤΗΣΗ»: Πως αναλύετε τα (πιο μεγάλα) εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν υπογραφεί, δηλαδή τις φρεγάτες και τα μαχητικά Rafale; Είναι αποδοτικά αμυντικά, ολοκληρωμένα, είναι οι συμβάσεις υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, είναι ορθό το πλαίσιο αγοράς τους και το κόστος;

Οι συγκεκριμένες προμήθειες, και ιδίως αυτές, εκφράζουν την πραγματικότητα που περιγράψαμε απαντώντας στο πρώτο ερώτημα. Το αν θα είναι προγράμματα αποδοτικά αμυντικά, προφανώς θα αποδειχθεί επί του πεδίου. Εμείς, πάντως, δεν έχουμε ενημέρωση ούτε πλήρη στοιχεία για να διαμορφώσουμε κρίση αν αυτά όντως εξυπηρετούν κατά τον καλύτερο τρόπο τις εθνικές ανάγκες εντασσόμενα σε ένα – εν πολλοίς άγνωστο ή έστω όχι αρκετά διευκρινισμένο – αμυντικό σχέδιο. Γι’ αυτό, άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής υπερασπιστικής επιχειρηματολογίας αναλώνεται περισσότερο στην αμυντική διάσταση της αποτροπής. Και γι’ αυτήν όμως, συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο σε μία βάση: ποιες είναι επιτέλους οι κόκκινες γραμμές στην εθνική μας πολιτική και στα όποια κρίσιμα σημεία σύγκρουσης με οποιονδήποτε άλλον, αλλά και πόσο αποφασιστικοί είμαστε – ή θα μπορούμε να είμαστε – στην υπεράσπιση αυτών των κόκκινων γραμμών.

Για το αν μπορούν να χαρακτηριστούν και σαν ολοκληρωμένα, καθοριστικός παράγοντας είναι το ποια θα είναι τα οπλικά συστήματα που θα φέρουν, ως προς τα οποία δεν έχουμε λ.χ. καμία ενημέρωση για την άποψη της στρατιωτικής ιεραρχίας. Από την άλλη, η κρίση περί “ολοκληρωμένου” σχετίζεται απολύτως και με τις συμβατικές προβλέψεις για την Εν Συνεχεία Υποστήριξη στον κύκλο ζωής των συστημάτων αυτών, που δεν μπορεί, π.χ. να είναι μια 3ετία. Δυστυχώς, τέτοια κενά οδηγούν σε απαξίωση συστημάτων που ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει πανάκριβα.

Ως προς το τελευταίο σκέλος του ερωτήματος πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι οι συμβάσεις αυτές δεν είναι διακρατικές. Είναι συμβάσεις μεταξύ ενός κράτους και μιας επιχείρησης ή επιχειρήσεων. Και όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο, στο οποίο, όμως, έχουμε, καθώς φαίνεται εθιστεί, σαν να είναι ένα φυσιολογικό σύμπτωμα των καπιταλιστικών καιρών μας: Συναλλάσσονται δύο μέρη, ένα Κράτος και μία ιδιωτική εταιρεία. Και το ισχυρό μέρος δεν είναι το κράτος, ένα ολόκληρο κράτος, ένας ολόκληρος λαός, αλλά ο ιδιώτης. Το περιεχόμενό τους τις χαρακτηρίζει σαν λεόντειες συμβάσεις σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου. Υποχρεώνουν σε δυσανάλογες εμπροσθοβαρείς πληρωμές, περιλαμβάνουν καταχρηστικούς όρους υπέρ του προμηθευτή και μάλιστα με διατυπώσεις που ενέχουν κίνδυνο ακόμα και παντελούς αδυναμίας χρήσης του πανάκριβου αντικειμένου της προμήθειας. Δυστυχώς το ίδιο το κείμενο των συγκεκριμένων συμβάσεων δεν αφήνει περιθώρια για οποιαδήποτε άλλη άποψη, τουλάχιστον υπεύθυνη και ειλικρινή.

«ΠΤΗΣΗ»: Ποια η άποψη σας για τη δυναμική της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας; Πιστεύετε ότι κάθε εξοπλιστική αγορά θα πρέπει να προβλέπει εγχώρια προστιθέμενη αξία, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υψηλότερο τελικό κόστος; Υπάρχει περιθώριο για ιδιωτικές εταιρίες;

Αυτή είναι μία άλλη καίρια και βαριά αρνητική πτυχή της πολιτικής μας σε αυτόν τον τομέα. Οι υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες, που επιλέγεται να μην κατευθυνθούν σε άλλες επιτακτικές κοινωνικές ανάγκες, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να ανταποδίδουν ένα όφελος στην εθνική οικονομία, να λειτουργούν, όσο είναι δυνατόν, σε μια αναπτυξιακή δυναμική. Είναι εντυπωσιακή η άρνηση των ελληνικών κυβερνήσεων, και ιδίως της τελευταίας, να υπηρετήσουν μια τέτοια πολιτική, που θα έπρεπε να είναι και αυτονόητη και απαρέγκλιτη. Δυστυχώς, όποιος θέλει να αναζητήσει συμμετοχή των αμυντικών μας βιομηχανιών, δημόσιων και ιδιωτικών, θα πρέπει να ψάξει όχι απλά με το κιάλι αλλά με το μικροσκόπιο.

Δυστυχώς οι ελληνικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν πολιτικές επιλογές μεθοδικής απαξίωσης της δημόσιας αμυντικής μας βιομηχανίας, προς όφελος των κατασκευαστικών εταιριών και των κρατών τους. Όταν αυτή η συνήθης, σχεδόν αρραγής, πρακτική αφήνει κάποια χαραμάδα, αυτή αφορά κυρίως στην παρουσία μόνο κάποιων παρασιτικών υπεργολάβων, οι οποίοι, μάλιστα, χρησιμοποιούν ενίοτε και πιστοποιήσεις των δημόσιων αμυντικών βιομηχανιών (π.χ. ΕΑΒ). Για τη δημόσια αμυντική βιομηχανία, επομένως, υπάρχει το εχθρικό περιβάλλον που διαμορφώνουν οι κυβερνητικές πολιτικές και οι αντίστοιχες επιλογές.

Υπάρχουν, όμως περιθώρια για τις αξιόλογες και αξιόπιστες ιδιωτικές εταιρείες του χώρου, οι οποίες συνάπτουν διεθνή συμβόλαια με αξιόλογους στρατούς. Είναι λίγες, αλλά αυτές έχουν αποδεσμευθεί από το εθνικό πεδίο δράσης και κινούνται σ’ ένα υψηλό και πολύ ανταγωνιστικό επίπεδο.

«ΠΤΗΣΗ»: Υπάρχει στην Ελλάδα προβληματική εμπειρία από εγχώριες κατασκευές, π.χ. οι πυραυλάκατοι Super Vita παραδόθηκαν με πολλά χρόνια καθυστέρησης, το ίδιο και τα υποβρύχια Type 214, ενώ έχουμε παραγγελίες πυρομαχικών δεν έχουν εκτελεστεί ποτέ. Τι μπορεί να γίνει θεσμικά για να μην ξαναζήσουμε τέτοιες καταστάσεις;

Όσον αφορά στα ναυπηγεία, οι εκάστοτε διοικήσεις τους αλλά και οι κυβερνήσεις είναι που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν τις συνθήκες, το περιβάλλον, και τα χαρακτηριστικά δραστηριότητάς τους. Η διοίκηση πρέπει να προσαρμόζεται στις μεταβολές του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και οι κυβερνητικές πολιτικές να διαμορφώνουν ένα βιώσιμο θεσμικό, οικονομικό και εργασιακό περιβάλλον δράσης, για διοίκηση και εργαζόμενους.

Η απάντηση δεν μπορεί να υπάρχει σε αποσπασματικές προσεγγίσεις αλλά μόνο με βάση την εικόνα της όλης εξέλιξης. Χαρακτηριστική π.χ. είναι εδώ η περίπτωση των Ναυπηγείων Ελευσίνας. Από τη σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον πρώην υποστηρικτή του Στρατή Ανδρεάδη, περάσαμε επί πρωθυπουργίας Κων. Μητσοτάκη, όταν ήταν και υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, στη λεγόμενη ιδιωτικοποίηση προς τον εφοπλιστή Περατικό, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς γι’ αυτόν όρους, συμπεριλαμβανομένης και της διαγραφής των χρεών.

Όσον αφορά στις ανεκτέλεστες παραγγελίες του ερωτήματος, για εγχώριες κατασκευές, δεν μπορεί να παραβλεφθεί μία άλλη, ίσως και πιο σημαντική πτυχή: αυτή των ανεκτέλεστων προγραμμάτων συμβάσεων αντισταθμιστικών ωφελημάτων, για τα οποία, μάλιστα, ποτέ διεκδικήθηκαν αποζημιώσεις, καθώς επίσης και προμηθειών που έχουν πληρωθεί και δεν έχουν παραληφθεί.

Απέναντι σε όλα αυτά, η θεσμική απάντηση δεν είναι στην πραγματικότητα δύσκολη. Καταρχήν, πρέπει επιτέλους να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει ο νομοθετικά προβλεπόμενος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Καταλυτικό στοιχείο είναι και η ανάγκη εξοβελισμού του πελατειακού συστήματος από τη διαχείριση του συγκεκριμένου εθνικά κρίσιμου τομέα. Επίσης η παύση αυτού του ακήρυκτου αλλά εξοντωτικού πολέμου των ελληνικών κυβερνήσεων κατά των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών. Όσο οι κυβερνητικές πολιτικές παραμένουν κοντόφθαλμες και ανορθολογικές, δέσμιες της πολιτικής νοοτροπίας λαφυραγώγησης του κράτους, θα εντείνονται και τα προβλήματα και τα αδιέξοδα. Μια εθνική αμυντική και εξοπλιστική πολιτική είναι εξ ορισμού ασύμβατη με τον ευτελισμό της πολιτικής που εξαντλείται στο σχήμα υποτέλειας από τη μια και ιδιοτελών εξυπηρετήσεων από την άλλη. Με τέτοιες πρακτικές, λοιπόν, είναι και καταδικασμένη σε αποτυχία.

Ως προς τον βαθμό αναγκαιότητας της προμήθειας των συγκεκριμένων αεροσκαφών, τα στοιχεία που υπάρχουν έως σήμερα στη διάθεσή μας δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε μια απάντηση, είτε θετική είτε αρνητική, που δεν θα είναι επιπόλαια. Η ουσία των πραγμάτων υπερβαίνει κατά πολύ τις όποιες επιδιώξεις εντυπωσιασμού, προς όφελος πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων σε εσωτερικό και εξωτερικό.

Το αυτό ισχύει και για τα προγράμματα, για τα οποία υπάρχει ενημέρωση μόνο από δημοσιεύματα στον τύπο. Εκεί διαβάσαμε στα τέλη Μάρτη η αρμόδια Διεύθυνση (ΓΔΑΕ) γνωστοποίησε στις αμερικανικές κρατικές αρχές, ότι η Ελλάδα δεν επιθυμεί να περιληφθούν αυτά στην Επιστολή Προσφοράς και Αποδοχής. Όμως, η επιστολή της ΓΔΑΕ, που εστάλη στις 7 Απριλίου, είχε το αντίθετο περιεχόμενο. Αυτή, όμως, δε απευθύνθηκε στις κρατικές αρχές των ΗΠΑ, όπως θα όφειλε, αλλά προς την κατασκευάστρια εταιρεία. Αυτά γεννούν προφανή και σοβαρά ερωτηματικά. Εάν τυχόν, μάλιστα, προχωρήσει αυτή η προμήθεια, είναι βέβαιο πια ότι το κόστος θα εκτιναχθεί και θα το επωμισθούν όποιες εταιρείες επιχειρήσουν να αναλάβουν αντισταθμιστικό έργο αλλά και, κυρίως, το ελληνικό Δημόσιο.

Όπως και για τα προηγούμενα, δεν μπορεί να υπάρξει υπεύθυνη απάντηση ούτε για τις πιθανές εναλλακτικές προμήθειες από άλλες χώρες, τουλάχιστον μέχρι να διατεθούν, υπεύθυνα και θεσμικά, τα αντίστοιχα τεκμηριωμένα συγκριτικά στοιχεία. Αλλιώς θα υποβαθμίζαμε ανεπίτρεπτα τη συζήτηση.

Τους προβληματισμούς, τις επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις μας μας για την αναβάθμιση των φρεγατών ΜΕΚΟ τις αναδείξαμε τεκμηριωμένα στη σχετική συζήτηση στην Επιτροπή Εξοπλιστικών της Βουλής και έχουν καταγραφεί στα σχετικά πρακτικά. Δεν επιτρέπεται να αναπαράγουμε δημόσια θεσμικές συζητήσεις που καλύπτονται από το απόρρητο ούτε να αναπτύξουμε την επιχειρηματολογία μας, που βασίζεται σε επίσης απόρρητα εισηγητικά στοιχεία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε εδώ, πέρα από τους κατ’ ιδίαν συμβατικούς όρους και την πιθανότατη διόγκωση του κόστους, ότι πρόκειται για έργο που θα μπορούσε να ανατεθεί σε ελληνική εταιρία ή να υπάρξει ουσιαστική συμμετοχή της.

Όσον αφορά στις κορβέτες ερχόμαστε πάλι στο γνωστό ζήτημα, όπως και σε προηγούμενα ερωτήματα: δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα τα πλήρη τεκμηριωμένα στοιχεία για την έκφραση υπεύθυνης θέσης, όπως πρέπει πάντα να απαιτείται σε μια συζήτηση για τέτοια θέματα.

«ΠΤΗΣΗ»: Κατά την περίοδο των μνημονίων έγιναν σημαντικές περικοπές στις αμυντικές δαπάνες, τόσο για το προσωπικό όσο και για τους εξοπλισμούς. Γιατί οι συγκεκριμένες δεν έγινε κατορθωτό να εξαιρεθούν από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, ως ειδικά κρίσιμες; Πόσο μας «κόστισε» αυτό;

Το ερώτημά σας αναδεικνύει, κατ’ αρχήν, την αναμφισβήτητη πραγματικότητα: Τα μνημόνια είναι και θα είναι εδώ, για να εκθέτους όσες κυβερνήσεις θέλησαν να εμφανίσουν με κάλπικους πανηγυρισμούς, ότι τα έσκισαν, τα κατάργησαν, τα τελείωσαν ή ο,τιδήποτε παρόμοιο.

Έχει αξία μία παρένθεση εδώ: πέρα από τις περικοπές των μνημονίων και στις αμυντικές δαπάνες τις χώρας (προσωπικό και εξοπλισμοί) υπάρχει και άλλη μία βαριά προβληματική πτυχή, που αφορά στο κόστος των συμμαχιών μας. Ας δούμε τη λειτουργία των στρατιωτικών και βοηθητικών Ευκολιών, όπως ονομάζονται οι Βάσεις, ή και τις αποστολές στρατού ή/και εξοπλισμού ανά τον κόσμο, στο πλαίσιο συμμαχικών “υποδείξεων” ή και καθ΄υπέρβαση αυτών (βλ. π.χ. αποφάσεις Μητσοτάκη για Ουκρανία). Η γενναιοδωρία μας έναντι των συμμάχων υπερσκελίζει την κάλυψη των δικών μας αμυντικών αναγκών.

Και κάτι πολύ χαρακτηριστικό: έχουμε αναγκαστεί να καταθέσουμε δύο φορές την ίδια κοινοβουλευτική ερώτηση προς τους υπουργούς Άμυνας και Οικονομικών, για το κόστος λειτουργίας των Βάσεων. Δεν λάβαμε απάντηση και το ένα Υπουργείο παραπέμπει στο άλλο. Σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το κόστος αυτό δεν είναι δυνατόν να προκαθοριστεί αλλά μόνο απολογιστικά να προκύψει. Αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν έχει μπει στον κόπο να υπολογίσει πόσο είναι αυτό το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό και για τον ελληνικό λαό. Εκτός εάν απλώς το αποκρύπτουν… Αυτή είναι, δυστυχώς, η ελληνική κυβερνητική πραγματικότητα!

Το κρίσιμο σήμερα δεν είναι ποιο είναι το “επιθυμητό και διατηρήσιμο” ύψος των αμυντικών μας δαπανών, αλλά ποιο είναι το αναγκαίο. Επίσης, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι κρίσιμος παράγοντας θα είναι πάντα και η στάση των περίφημων συμμάχων μας στις περιστάσεις κρίσης. Η μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία μας θα έπρεπε να μας έχει διδάξει ότι ο πήχης των προσδοκιών μας θα πρέπει να τοποθετηθεί πολύ χαμηλά (βλ. Κύπρος, Ίμια κ.λπ.) Το ύψος των αμυντικών μας δαπανών είναι από τα μεγαλύτερα στο ΝΑΤΟ. Και όμως, το αίσθημα ασφάλειας του ελληνικού λαού δεν είναι καθόλου ανάλογο. Θυμίζω ότι πριν ακριβώς ένα χρόνο διαβάζαμε για πτώση 25% της εμπιστοσύνης του κόσμου στον Στρατό με κυβέρνηση ΝΔ. Από το 89% που ήταν επί ΣΥΡΙΖΑ πήγε στο 65%. Αυτή η ανησυχητική εξέλιξη αποτυπώνει και λάθος επιλογές και επιδείνωση της όλης κατάστασης. Δεν πρόκειται λοιπόν για ζήτημα αριθμών αλλά για ζήτημα πολιτικής.

«ΠΤΗΣΗ»: Ποια η εικόνα που έχετε για την Τουρκική απειλή; Από τις κρίσεις του 2020 έως τους σεισμούς φέτος είχαμε μια έξαρση διατυπώσεων αλλά και κινήσεων π.χ. το τουρκολιβυκό μνημόνιο, οι έρευνες εντός Κυπριακής ΑΟΖ, με την απειλή να εντείνεται και με σωρεία εξοπλισμών. Ποιες δράσεις/στάση προτείνετε για την αντιμετώπιση της;

Αναφέραμε ήδη ότι η Ελλάδα έχει την ιστορική εμπειρία και της εισβολής στην Κύπρο και της υπόθεσης/επιχείρησης των Ιμίων. Όπως είναι πάντα φυσικό, οι σχέσεις μας με την Τουρκία έχουν διάφορες διακυμάνσεις, μεταξύ υψηλών και χαμηλών βαρομετρικών. Το διαχρονικό αποτύπωμα είναι όμως η ενίσχυση του τουρκικού παράγοντα, και η διαρκής κλιμάκωση με διεκδικήσεις και απειλές, που μετά την εισαγωγή τους παραμένουν για πάντα στο τραπέζι.

Για σωστή αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών απαιτείται γνώση και συναίσθηση του παρελθόντος, ορθή εκτίμηση του παρόντος και πολιτική προοπτικής προς το μέλλον. Για παράδειγμα, η σημερινή συγκυριακή υποβάθμιση της έντασης στην επιθετική ρητορική της Τουρκίας, σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, θα ήταν λάθος να ερμηνευθεί σαν αλλαγή προθέσεων και στόχων. Οπωσδήποτε επηρέασαν οι ασύμμετρες συνέπειες του τεράστιου σεισμού που έπληξε τη γείτονα, οι οποίες μπορούν σε συγκριθούν με αυτές ενός πολέμου. Πέρα από την ανθρωπιστική πλευρά, που είναι δεδομένη και είναι η κυρίαρχη, θα ήταν αβάσιμο να παρασυρθούμε σε εκτιμήσεις για αλλαγή πολιτικής του τουρκικού κράτους απέναντι στην Ελλάδα.

Από την άλλη, είναι δεδομένο ότι στις περιόδους κρίσης είναι πολλοί αυτοί που σπεύδουν να επωφεληθούν. Πάντα μετά από μία μεγάλη κρίση εκτοξεύονται οι εξοπλιστικές δαπάνες. Ίσως, μάλιστα, κάποτε, η ακολουθία να είναι και σκόπιμη: δημιουργούνται κρίσεις για να επιταθούν και επιταχυνθούν οι εξοπλιστικές προμήθειες.

Σε κάθε περίπτωση η όλη κατάσταση με τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες και τα μονομερή ή διμερή παίγνια με τις ΑΟΖ δείχνουν ένα και μόνο πράγμα: ότι απαιτείται αναπροσανατολισμός και απόδοση βάθους στην ελληνική εξωτερική πολιτική, πάντα όμως με ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές και αποφασιστικότητα στην τήρηση και υπεράσπισή τους. Αυτό είναι μονόδρομος.

Με την ευκαιρία, ως προς την αποσπασματικότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που έχει συνηθίσει να αντιδρά μόνο αντανακλαστικά, όταν δεν ακολουθεί πειθήνια συμμαχικές εντολές, ακόμα και εναντίον των εθνικών συμφερόντων, ας δούμε ένα επίκαιρο παράδειγμα, με αφορμή τις πρόσφατες κινήσεις της Κυβέρνησης Μητσοτάκη: Οποιαδήποτε συμμετοχή της Ελλάδας στην αναγνώριση του Κοσόβου, σημαίνει αφ’ εαυτής απεμπόληση των εθνικών δικαίων για την Κύπρο ή και άλλους κινδύνους.

«ΠΤΗΣΗ»: Πόσο ευνοϊκό – ή όχι -είναι το διεθνές πλαίσιο για να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία; Η ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία πιστεύετε ότι έχει περιεχόμενο; Η προσπάθεια αμερικανικών κύκλων να «φρενάρει» η παροχή εξοπλισμών στην Άγκυρα μας εξυπηρετεί; Ποια η άποψη σας για το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Αλεξανδρούπολη και άλλες περιοχές της χώρας; Γενικότερα ποιες συμμαχίες πρέπει να αναζητήσουμε;

Εκθέσαμε και προηγουμένως την ελληνική ιστορική εμπειρία ως προς την προσδοκία συμμαχικής στήριξης σε περίσταση κρίσης. Επίσης, είναι αναγκαίο να συνεκτιμηθεί η ακραία σημερινή ρευστότητα στη διεθνή πραγματικότητα. Δεν γίνεται να μη συνυπολογίζει κανείς α) την ανοιχτή σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας β) την με βεβαιότητα επερχόμενη Δύσης-Κίνας. Επίσης, στη γειτονιά μας, γ) την όξυνση που προκαλεί η ακροδεξιά κυβέρνηση του Ισραήλ, δ) τις αλλαγές που διαφαίνονται με την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, ε) την προσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας με πρωτοβουλία της Κίνας αλλά και στ) τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, κυρίως στο Κοσσυφοπέδιο αλλά και στη Βοσνία.

Αναφορικά με την Ελληνογαλλική Συμφωνία, πέρα από τις ασάφειες που αφήνουν στη Γαλλία χρονικά περιθώρια αδράνειας, δεν επιτρέπεται να παραβλέπουμε ότι δεν πρόκειται για ένα προϊόν της ελληνικής πολιτικής. Όλοι ξέρουμε ότι ο βηματοδότης της συμφωνίας αυτής βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, και αποτελεί παραχώρηση των ΗΠΑ προς τη Γαλλία σε αντάλλαγμα για τον αποκλεισμό της από το σύμφωνο για τη ΝΑ Ασία, από το οποίο αποκλείσθηκε η Γαλλία. Εξάλλου, θα ήταν ανεπίτρεπτη αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι η πιθανότητα εφαρμογής της συμφωνίας στο επίπεδο της συνδρομής, η όποια δράση – και των δύο μερών – θα μπορεί να αποστεί από το πλαίσιο που θα ορίζουν οι ΗΠΑ. Επίσης αφελές, με δεδομένα τα άλλα σημεία τριβής μεταξύ Άγκυρας και Παρισιού (βλ. Λιβύη κ.λπ.), θα ήταν να πιστεύει κανείς και ότι η Γαλλία θα αφήσει να καθοριστούν από τον ελληνικό παράγοντα οι σχέσεις της με την Τουρκία.

Η Αλεξανδρούπολη είναι κομβικός παράγοντας για την προώθηση των αμερικανικών στρατιωτικών και ενεργειακών σχεδίων, ειδικότερα απέναντι στη Ρωσία, και μάλιστα υπό την πίεση της εισβολής στην Ουκρανία. Οπωσδήποτε πάντως, δεν αυξάνει το αίσθημα ασφάλειας στη χώρα μας αλλά αντίθετα το μειώνει αφού την τοποθετεί προοπτικά, χωρίς εθνικό λόγο, στο στόχαστρο της Ρωσίας.

Όσον αφορά αυτή τη διαβόητη δήθεν συμμαχία Ελλάδας – ΗΠΑ, που δεν είναι σχέση συμμαχίας αλλά υποτέλειας, που την πραγματική αξία της την είδαμε π.χ. και στην Κύπρο και στα Ίμια, αρκεί η ιστορική συναίσθηση: οι ΗΠΑ μέχρι σήμερα το μόνο που έχουν αποδείξει, και μάλιστα με απίθανη συνέπεια, είναι η μεγάλη άνεση και ευκολία τους ο σημερινός εχθρός να είναι ο χθεσινός σύμμαχός τους και ο σημερινός σύμμαχος να είναι ο χθεσινός εχθρός τους.

Οι σύμμαχοί σου είναι το ίδιο πολύτιμοι για εσένα όσο εσύ για εκείνους. Επομένως, το ζήτημα δεν είναι ποιοι είναι οι σύμμαχοί σου αλλά με πόση αξία και ισχύ προσέρχεσαι σε κάθε συμμαχία.

«ΠΤΗΣΗ»: Ποια κατά τη γνώμη σας πρέπει να είναι η στάση της Ελλάδας για το Ουκρανικό; Πως κρίνετε την αποστολή όπλων στο Κίεβο; Κα την αντίληψη να ανταλλάξουμε ότι ρωσικό υλικό πολεμικό έχουμε στην Ελλάδα (με αποστολή στην Ουκρανία) για πιο σύγχρονα δυτικά;

Η Ελλάδα έχει ανθρώπους εκεί, έχει πληθυσμό με ιστορική παρουσία στην Ουκρανία. Η εθνική στρατηγική της Ελλάδας θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι μόνο μία. Άμεσος στόχος εκεχειρία και μετά ανακωχή! Παράλληλα με τον μόνιμο στόχο: ενίσχυση του διεθνούς δικαίου!

Αυτό που ζούμε σήμερα είναι η πλήρης απουσία, ο θάνατος της διπλωματίας και η εργαλειοποίηση του διεθνούς δικαίου και από τις δύο πλευρές, Δύση και Ρωσία, με κύρια αναφορά στο εσωτερικό τους ακροατήριο. Την ώρα που η Ουκρανία καταστρέφεται και ο Ουκρανικός λαός υποφέρει.

Η αποστολή όπλων είναι τεράστιο, ιστορικό λάθος. Κανείς δεν θα μπορούσε να αντιλέξει στην αποστολή οιουδήποτε άλλου υλικού αλλά όχι όπλων. Πόσο μάλλον όταν αυτή υλοποιείται όχι από συμμαχική υποχρέωση αλλά σαν προσωπική επίδειξη υπερβάλλοντος ζήλου και υποτέλειας, από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, τον κ. Μητσοτάκη. Με τις επιλογές μας εγκλωβιστήκαμε στο μονόδρομο αφοπλισμού μας από ρωσικά οπλικά συστήματα. Έτσι, λοιπόν, εμείς αποστρατιωτικοποιούμε τα νησιά μας, χωρίς επαρκείς και άμεσες αντικαταστάσεις αλλά και με τη βέβαιη πρόσθετη επιβάρυνσή μας για την αντικατάστασή τους, με άγνωστο κόστος! Δυστυχώς, είμαστε και εδώ παράδειγμα προς αποφυγή…

Εξάλλου, όπως έχει επισημάνει και την Ιντερπόλ. Η διάθεση ατομικού οπλισμού στα χέρια πολιτών της Ουκρανίας, μετά τη λήξη των επιχειρήσεων, θα αποτελεί παράγοντα υπονόμευσης και σοβαρής διακινδύνευσης της ασφάλειας και του μέλλοντος της χώρας.

«ΠΤΗΣΗ»: Τι συμβαίνει με τη μέριμνα του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, σε αμοιβές, επιδόματα, υποδομές, περίθαλψη; Ποιες οι δικές σας προτάσεις;

Η σημερινή κατάσταση του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων καθορίζεται από ένα μακρύ παρελθόν άσκησης πολιτικής με τη γνωστή πελατειακή νοοτροπία. Αλλεπάλληλα κυβερνητικά “δώρα”, σε συγκεκριμένες κάθε φορά κατηγορίες του προσωπικού, μεμονωμένες “χάρες”, παραχωρήσεις και εξυπηρετήσεις, έχουν δημιουργήσει έναν πραγματικό λαβύρινθο. Άμεση συνέπεια αυτής της κατάστασης, είναι ένας σωρός από δίκαια αιτήματα, διαφόρων κατηγοριών και περιπτώσεων, που επιδιώκουν απλώς να έχουν ίση μεταχείριση με όσα ισχύουν για άλλες, ανάλογες, κατηγορίες και περιπτώσεις. Για να διορθωθεί αυτή η προβληματική κατάσταση πρέπει να διαμορφωθεί ένα νέο συνολικό και ενιαίο πλαίσιο ορθολογικής και δίκαιης μεταχείρισης για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.

«ΠΤΗΣΗ»: Ποια η θέση σας για την επάνδρωση των Ενόπλων Δυνάμεων και τη διάρκεια της θητείας, αναγνωρίζοντας πως η χώρα μας αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα.

Για την αντιμετώπιση των πραγματικών απειλών και κινδύνων, λόγω κυρίως της τουρκικής επιθετικότητας και του δημογραφικού, θα πρέπει να εξετασθεί η αλλαγή της ουσίας και της θητείας και της μακράς θητείας. Και εδώ ερχόμαστε στο ζήτημα της Εθνοφυλακής και της Παλλαϊκής Άμυνας.

Η αξία της παλλαϊκής άμυνας αναδεικνύεται όχι μόνο από τις διεθνείς συμβάσεις, αλλά – κυρίως – από τον αποδεδειγμένο κρίσιμο ρόλο της πατριωτικής αντοχής των πολιτών στις υπαρκτές πολεμικές συρράξεις. Πρόσφατο εύκολο παράδειγμα είναι η εμπειρία της Ουκρανίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να παραβλέπουμε τους κινδύνους που ενέχουν αυτά τα συστήματα. Επομένως απαιτείται απαρέγκλιτη τήρηση κανόνων ως προς το ανθρώπινο δυναμικό αλλά και στην εκπαίδευση και στο πλαίσιο ενεργοποίησης του. Η θεσμοθέτηση της παλλαϊκής άμυνας, ιδίως στα νησιά μας, θα αυξήσει το βαθμό αποτρεπτικότητας στο αμυντικό δόγμα της Ελλάδας. Περισσότερο από ότι, π.χ., η απόκτηση των (για πολλούς ειδικούς προβληματικών) F-35.

Η σημερινή κατάσταση με την Εθνοφυλακή είναι προβληματική, και λόγω της μεθόδου, του τρόπου στελέχωσής της: Δεν είναι λειτουργική. Με τις διατάξεις, που η κυβέρνηση – προφανώς πιεζόμενη ή και εκβιαζόμενη – πρόσφατα ψήφισε, επανήλθαν, τυπικά και μόνο, προηγούμενες πρακτικές ασφάλειας, οι οποίες, μέχρι τώρα, συνειδητά έχουν απαξιωθεί. Η άποψή μας είναι ότι η ενίσχυση της Εθνοφυλακής στο αμυντικό μας σχήμα, πρέπει να προωθηθεί αποφασιστικά.

Ειδικά στη νησιωτική Ελλάδα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των ενεργών σε αυτήν Ελλήνων πολιτών. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει μόνο με καθορισμένα, αυστηρά κριτήρια. Επίσης, αν πραγματικά αντιλαμβανόμαστε το σημαντικό ρόλο της παλλαϊκής άμυνας, τότε η εκπαίδευση της Εθνοφυλακής θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη και ανάλογη αποζημίωση. Αλλιώς, θα αποκλείονται, εκ των πραγμάτων, άνθρωποι που θα είναι πραγματικά χρήσιμοι. Ο κύκλος των ενδιαφερομένων και η συμμετοχή θα περιορίζεται σε προσωπικό που έχει μικρή δυνατότητα προσφοράς και μπορεί να δημιουργεί και προβλήματα. Τα έχουμε ζήσει αυτά!

«ΠΤΗΣΗ»: Πως πιστεύετε ότι μπορεί να βελτιωθεί το επίπεδο διαφάνειας στην πολιτική Εθνικής Άμυνας;

Ορισμένα βασικά για την προσέγγισή μας: η τήρηση των κανόνων δεν αφήνει περιθώρια σε αυθαιρεσίες. Επίσης, προστατεύει τους λιγότερο ισχυρούς και αφαιρεί τη δυνατότητα των ισχυρών για κάθε είδους αυθαιρεσίες και μάλιστα εκ του ασφαλούς. Ο νόμος υπάρχει για να προστατεύει τους ανίσχυρους και το δημόσιο συμφέρον.

Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην παράκαμψη των διατάξεων για τον μακροπρόθεσμο προγραμματισμό και τα κυλιόμενα προγράμματα. Αυτή η παράκαμψη αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα σε αυθαιρεσίες αλλά και σε τρίτους για να προωθήσουν ιδιοτελή επιχειρηματικά συμφέροντα σε βάρος του λαού μας και των εθνικών μας συμφερόντων.

«ΠΤΗΣΗ»: Πως θα ενισχυθεί η αντικειμενικότητα στις κρίσεις των στελεχών και θα καταπολεμηθεί ο κομματισμός στις ΕΔ;

Θεμελιώδη ρόλο σε ένα κράτος όπως η Ελλάδα, με θεσμική καχεξία, κατέχει η ορθή επιλογή των άξιων προσώπων και όχι των κατάλληλων για τα κομματικά και προσωπικά συμφέροντα. Ειδικά μάλιστα η επιλογή για τις ανώτερες θέσεις καθορίζει και την ποιότητα του συνόλου των υπηρεσιών. Ο στόχος θα επιτευχθεί όταν η αξιοκρατία πάψει να είναι ένα σύνθημα κομματικής απάτης και αποκτήσει ουσιαστική ανταπόκριση στην πραγματικότητα, με τον αποκλεισμό του κομματικού και πελατειακού συστήματος. Είδαμε τις πρακτικές διορισμού και εκπαίδευσης του Σταθμάρχη στη Λάρισα και τις συνέπειές τους. Είναι, λοιπό, καθαρό: Το διακύβευμα της Εθνικής Άμυνας δεν επιτρέπει τέτοιες πρακτικές. Εσείς πιστεύετε ότι το έχει συνειδητοποιήσει αυτό το πολιτικό προσωπικό της χώρας;

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα