Σας ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε!
Και στην προηγούμενη συνεδρίαση αναφερθήκαμε στο θεμελιώδες ζήτημα των αρχών και της στρατηγικής στην πολιτική.
Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την αμυντική ενίσχυση της χώρας. Ιδίως σήμερα, που η χώρα σύρεται σε μια διαπραγμάτευση με τον αναθεωρητικό γείτονα και με την αποδοχή μάλιστα και επιδιαιτητή, ο οποίος χρησιμοποιεί την Τουρκία ως όχημα στον γεωπολιτικό του σχεδιασμό.
Θα ήμασταν και εμείς υπέρμαχοι στην ενίσχυση της χώρας, βάσει σχεδίου και στρατηγικής. Αν δηλαδή η ενίσχυση αποτελούσε το θεμέλιο μιας εθνικής πολιτικής, με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων του λαού.
Η συζήτηση δεν γίνεται για το εάν είναι ο καθένας μας “υπέρ ή κατά” της ενίσχυσης της άμυνας, ή υπέρ ή κατά της επιλογής συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων.
Το θεμελιώδες ζήτημα είναι το πιθανό ή το προσδοκώμενο όφελος για τον τόπο και για τον ελληνικό λαό.
Θα το επαναλάβω, ο πατριωτισμός ούτε παζαρεύεται, ούτε εξαντλείται στις εμπορικές πτυχές της πολιτικής ημερήσιας διάταξης.
Στο ιστορικό των εξοπλισμών της χώρας μας, διαπιστώνουμε ότι οι επιλογές μας δεν προέκυπταν από τις αντικειμενικές εθνικές ανάγκες μας. Δυστυχώς, στο μεγαλύτερο βαθμό, καθορίζονται και από τον παράγοντα των ισορροπιών μεταξύ των περίφημων «συμμάχων» μας.
Η οικονομία αλλά και η ασφάλεια της χώρας μας επιβαρύνεται από μία άτακτη πολιτική εξοπλισμών, που αρκείται στο να αποτελεί έρμαιο των συγκυριών και των εκάστοτε βλέψεων των συμμάχων. Εδώ, φαίνεται καθαρά, πως κυριαρχούν άλλα κριτήρια και – πάνω από όλα – οι εξαρτήσεις.
Η πολυτυπία στους εξοπλισμούς μας θα μπορούσε να είναι πλεονέκτημα εάν ήταν αποτέλεσμα εθνικού σχεδιασμού και αν βασιζόταν αποκλειστικά σε αμυντικά κριτήρια. Όμως, στο ελληνικό παράδειγμα, η πολυτυπία προέκυψε από τις συγκυριακές εξαρτήσεις της χώρας μας, είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικού σχεδιασμού και για τον λόγο αυτό λειτουργεί ως μειονέκτημα.
Ήδη, διαβάζουμε για ενδεχόμενη ενίσχυση και με Εφ-35. Άλλωστε υπήρχε, κάποια στιγμή, η πρόβλεψη για προμήθεια 40 σύγχρονων αεροσκαφών. Συνεπώς, υπάρχει πεδίο δόξας λαμπρό και για άλλες πολεμικές βιομηχανίες, ανταγωνιστικές των γαλλικών.
Υποθέτω ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να δηλώνει πάντα πρόθυμη και πρόσφορη στις πολεμικές βιομηχανίες και στις κυβερνήσεις των κρατών τους.
Δεν πρέπει, κάποια στιγμή, να γίνει και ένας απολογισμός για τον ετεροβαρή χαρακτήρα αυτών των συναλλαγών ;
Εντέλει, ποια στήριξη είχαμε από αυτά τα κράτη που μας προμηθεύουν πανάκριβα με τα όπλα τους ;
Στις πρόσφατες επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας οι όποιες ελληνικές προσδοκίες απέμειναν χωρίς αντίκρυσμα και χωρίς καμία θετική προοπτική.
Οι Σύνοδοι Κορυφής διαδέχονται η μία την άλλη, για να προσθέτουν απογοητεύσεις σε όσους – μάλλον ανόητα –ελπίζουν σε ουσιαστική στήριξη.
Σε αυτές τις συνθήκες, θα βρεθούμε σε λίγο και στην Κωνσταντινούπολη, να αντιμετωπίζουμε τουρκικές αξιώσεις σε ελληνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα. Σε μια διαπραγμάτευση με την πλάτη στον τοίχο και με … “επιτήδειο επιδιαιτητή”.
Πρέπει να ξαναθυμίσω ότι : Από τη μεταπολίτευση ως και το 2018, στην Τουρκία αντιστοιχεί το 11,81% των γερμανικών εξαγωγών, ενώ στην Ελλάδα το 9,65%.
Αν λάβουμε υπόψη την παραδοσιακή σχέση Γερμανίας-Τουρκίας από το 19ο αιώνα, το μέγεθος της γείτονος αλλά και τα προβλήματα της σημερινής Τουρκίας, το συμπέρασμα είναι αναμφισβήτητο : Η χώρα μας είναι αναλογικά ο καλύτερος πελάτης της Γερμανίας, τουλάχιστον με όρους εμπορικών συναλλαγών.
Να δούμε και τις εξαγωγές της Γαλλίας : Με εξαίρεση ορισμένα αραβικά κράτη, όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος και Ιράκ, η Ελλάδα κατατάσσεται μόνο κάτω από Κίνα, Ινδία και Ταϊβάν αλλά και πάνω από όλα τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ. Πάνω και από Ισπανία και Γερμανία ! (Χωρίς να υπολογίζεται η παρούσα συμφωνία).
Σε σχέση με την ελληνική διπλωματία των εξοπλισμών υπάρχουν και δύο σημαντικά προβλήματα της άμυνάς μας :
Το πρώτο είναι η εξάρτηση από συγκεκριμένα συστήματα, που θέτει σε σοβαρή αμφιβολία το αν οι κατασκευάστριες χώρες θα μας επιτρέψουν, εντέλει, να τα χρησιμοποιούμε όταν και όπως επιθυμούμε.
Το δεύτερο είναι η πλήρης ένταξή μας σε ένα δίκτυο διεθνών σχέσεων – ας πούμε, κατ’ επίφαση, “συμμαχιών” – όπου οι υποχρεώσεις μας είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες σε σχέση με τα οφέλη.
Ας έλθουμε, όμως, και στο προκείμενο.
Με τέτοιες συμφωνίες στρεφόμαστε ενάντια και στην έννομη τάξη μας ως κράτος δικαίου, αλλά και στην κοινή λογική.
Στα εξοπλιστικά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για μία ακόμα φορά, ο ορθολογισμός «πάει περίπατο»!
Ποιος είναι ο λόγος επιλογής των Ραφάλ, σε σχέση με άλλα αεροσκάφη;
Ας υποθέσουμε προς στιγμή ότι είναι κρίσιμος ο στρατηγικός χαρακτήρας των όπλων τους - ότι μπορούν, δηλαδή, να πλήττουν εχθρικές δυνάμεις από απόσταση ασφαλείας, χωρίς να απαιτείται η εμπλοκή σε αερομαχίες.
Αν αυτή η στρατηγική δυνατότητα είναι κρίσιμη, γιατί δεν ισχύει το ίδιο – λόγου χάρη – και για τις φρεγάτες;
Η πολιτική εξοπλισμών πρέπει βασίζεται σε δύο κριτήρια:
Στην αποτελεσματική εξασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Και
Στο κριτήριο του τελικού οφέλους, που θα πρέπει, τουλάχιστον, να αντισταθμίζει το κάθε κόστος. Και οικονομικό και κοινωνικό και πολιτικό.
Ακούσαμε τον κύριο Πρωθυπουργό να τονίζει για αυτή τη συμφωνία, ότι: «Ποτέ άλλοτε ένα τόσο σύνθετο και σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν έχει εκτελεστεί τόσο σύντομα κι αποτελεσματικά».
Στ’ αλήθεια, είναι αυτός λόγος να υπερηφανεύεται η Κυβέρνηση;
Ίσως, μόνο αν παραβλεφθούν κρίσιμα ζητήματα ουσίας.
Για να δούμε πόσο “αποτελεσματικά” έγιναν όλα :
Η συγκεκριμένη συμφωνία έχει κηρύξει τον πόλεμο στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο των προμηθειών αμυντικού εξοπλισμού.
Καταρχήν:
Ένα σημαντικό μέρος της συμφωνίας τίθεται εκτός του δημοκρατικού πολιτικού διαλόγου, με τον εκτεταμένο χαρακτηρισμό “απορρήτων”.
Σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο της συμφωνίας δεν επιβεβαιώνει καμία διαπραγματευτική επιτυχία. Είναι μία ακόμα ετεροβαρής , λεόντεια σε βάρος μας συμφωνία.
Ας δούμε – πέρα από τα δήθεν απόρρητα, που, ενδεικτικά, περιλαμβάνουν μέχρι και θέματα αλληλογραφίας – τι δεχόμαστε εδώ :
1ον. Δεχόμαστε μεταχειρισμένα αεροσκάφη και καινούργια αεροσκάφη με μεταχειρισμένα υλικά ! Ακριβώς αυτό προβλέπεται!
2ον. Στο πρώτο μόνο έτος, θα καταβληθεί το 60% του κόστους της συμφωνίας.
Θα έχουν παραδοθεί πλήρως εξοπλισμένα και τα 10 αεροσκάφη (από τα συνολικά 18) ; Και δεν αναφέρομαι σε 10 μεταχειρισμένα, αλλά σε αναλογία μεταχειρισμένων και καινούργιων, αντίστοιχη προς το 60% του όλου κόστους.
Το 60% που καταβάλει η χώρα είναι άτοκο για τον προμηθευτή. Σημειώστε : 1,5 δις ευρώ , άτοκα. Αυτό σημαίνει ότι οι προμηθεύτριες εταιρείες δεν χρειάζονται δικά τους διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτά τα διαθέτουμε εμείς , και μάλιστα άτοκα. Πού αλλού θα βρουν οι γαλλικές αυτές εταιρείες τόσο γαλαντόμο πελάτη;
Βέβαια, κάνουμε τους γαλαντόμους με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, από το πραγματικό υστέρημα αυτών, που δοκιμάζονται εδώ και μια 10ετία, τουλάχιστον.
3ον. Η χώρα μας είναι υποχρεωμένη ουσιαστικά σε μονομερή παραλαβή, ακόμη και σε περιπτώσεις που το συμβατικό υλικό δεν προσφέρεται στις συμφωνημένες προθεσμίες και με τις προβλεπόμενες συμβατικές ιδιότητες.
Ακόμα, δεν υπάρχει κάν πρόβλεψη για υποχρέωση εγγύησης καλής λειτουργίας, εκ μέρους των προμηθευτών.
4ον. Η συμφωνία είναι προβληματική και ως προς το μέρος που αφορά στα οπλικά συστήματα των Μιράζ, ως προς τον καθορισμό και την ποσότητα των οποίων υπάρχει πλήρης ασάφεια.
5ον. Στην χώρα μας οι κοινωνικοί πόροι επιβαρύνουν τον προμηθευτή. Στην συμφωνία αυτή επιβαρύνουν την χώρα μας. Και δεν είναι αυτά λίγα, αποτελούν το 6,144% της δαπάνης.
6ον. Η συμφωνία θα έπρεπε να προβλέπει ρητά κατασκευαστική συμμετοχή της χώρας μας, όπως, ενδεικτικά, για τμήματα του κινητήρα. Και μάλιστα, όχι μόνο για τα δικά μας αεροσκάφη, αλλά και για τις περαιτέρω εξαγωγές της εταιρείας. Και πέρα από αυτό : Δεν υπάρχει πρόβλεψη ούτε για συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στο πλαίσιο της Εν Συνεχεία Υποστήριξης.
(Ζητούμε για την ακρόαση των φορέων, να έρθουν διοίκηση και εργαζόμενοι στην ΕΑΒ και ο Σύνδεσμος Υποκατασκευαστών Αμυντικού Υλικού).
7ον. Αντίστοιχα ετεροβαρείς είναι και οι συμβατικές προβλέψεις για τη διαιτησία.
Συνοψίζοντας : Έχουμε πολύ σοβαρό προβληματισμό, επειδή η συγκεκριμένη συμφωνία συγκρούεται τόσο με την υφιστάμενη νομοθεσία για τις εξοπλιστικές συμβάσεις, όσο και με την πρακτική που ακολουθείται σχετικά στην χώρα μας.
Και δηλώνουμε επιφύλαξη για την τελική μας στάση, η οποία – σαφώς – θα επηρεασθεί και από το περιεχόμενο γνώση των χαρακτηρισμένων ως απορρήτων, μόλις καταφέρουμε να αποκτήσουμε γνώση αυτών.
Ευχαριστώ πολύ!
Επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου
του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας
«Έγκριση σχεδίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας».