Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι κανείς μέσα σε αυτή την αίθουσα δεν διαφωνεί με την αμυντική ενίσχυση της χώρας. Ιδίως στη σημερινή, κρίσιμη ιστορικά, φάση.
Η συζήτηση δεν γίνεται για το εάν ο καθένας μας είναι “υπέρ ή κατά” της ενίσχυσης της άμυνας, “υπέρ ή κατά” της επιλογής συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων.
Το κύριο ζήτημα είναι το προσδοκώμενο όφελος για τον τόπο και για τον ελληνικό λαό.
Θα το επαναλάβω: ο πατριωτισμός δεν παζαρεύεται, ούτε εξαντλείται στις εμπορικές πτυχές της πολιτικής ημερήσιας διάταξης.
Στο ιστορικό των εξοπλισμών της χώρας μας, διαπιστώνουμε ότι οι επιλογές μας δεν προέκυπταν από τις αντικειμενικές εθνικές ανάγκες μας. Δυστυχώς, στο μεγαλύτερο βαθμό, τις καθορίζουν οι ισορροπίες μεταξύ των περίφημων «συμμάχων» μας.
Η οικονομία αλλά και η ασφάλεια της χώρας μας επιβαρύνεται από μία άτακτη πολιτική εξοπλισμών, που αρκείται στο να αποτελεί έρμαιο των συγκυριών και των εκάστοτε δήθεν συμμαχικών επιταγών. Εδώ, φαίνεται καθαρά, πως κυριαρχούν άλλα κριτήρια και – πάνω από όλα – οι εξαρτήσεις.
Η πολυτυπία στους εξοπλισμούς μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα, όταν είναι αποτέλεσμα εθνικού σχεδιασμού και βασίζεται σε αμυντικά κριτήρια.
Στο ελληνικό παράδειγμα, όμως, η πολυτυπία προέκυψε από τις συγκυριακές εξαρτήσεις της χώρας μας και είναι ακριβώς το αντίθετο : αποτέλεσμα της έλλειψης εθνικού σχεδιασμού. Γι’ αυτό και λειτουργεί, τελικά, ως μειονέκτημα.
Υποθέτω ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να δηλώνει πάντα πρόθυμη και πρόσφορη στις πολεμικές βιομηχανίες και στις κυβερνήσεις των κρατών τους.
Δεν πρέπει, κάποια στιγμή, να γίνει και ένας απολογισμός για τον ετεροβαρή χαρακτήρα αυτών των συναλλαγών ;
Εντέλει, ποια στήριξη είχαμε από αυτά τα κράτη που μας προμηθεύουν πανάκριβα με τα όπλα τους ;
Στις πρόσφατες επιθετικές ενέργειες της Τουρκίας οι ελληνικές προσδοκίες έμειναν χωρίς αντίκρυσμα. Οι Σύνοδοι Κορυφής διαδέχονται η μία την άλλη, για να προσθέτουν απογοητεύσεις σε όσους – μάλλον ανόητα –ελπίζουν σε ουσιαστική στήριξη.
Να θυμίσω ότι στο εσωτερικό ακροατήριο καταγγέλλετε τα παιχνίδια της Τουρκίας, με το Ορούτς Ρέϊς. Αλλά στην πρόσφατη Σύνοδο της Ε.Ε. αποδεχθήκατε την έκδοση συμπερασμάτων. Τα συνυπογράψετε κιόλας ! Και με το σημείο 30, που λέει ότι «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επισημαίνει την απόσυρση του Ορούτς Ρέις».
Για πείτε μας, λοιπόν : Τι επισημαίνει το Συμβούλιο και γιατί ;
Και ας μας εξηγήσει κάποιος : Γιατί θα έπρεπε η Σύνοδος να καταλήξει σε συμπεράσματα – και μάλιστα σε αυτά τα συμπεράσματα ;
Μία ιστορική παρένθεση : Το 1983, στο Ζάππειο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν κατέληξε σε κοινές θέσεις. Υπήρχε τότε πρόβλημα με τη Μ. Βρετανία, που απαιτούσε επιστροφές. Ο προεδρεύων Ανδρέας Παπανδρέου, προτίμησε να μην υπάρχει καθόλου κείμενο συμπερασμάτων, από το να εκδοθεί ένα κείμενο αοριστολογιών. Δυστυχώς, όμως, αυτά έχουν γίνει πλέον ο κανόνας στη λειτουργία της Ε.Ε. Να θυμίσω ότι και τότε το οικονομικό διακύβευμα ήταν πολύ μεγάλο : τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα.
Η ιστορία έγραψε ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Μ. Βρετανία είχαν καμία συνέπεια, για εκείνο το αδιέξοδο.
Για τις παραμέτρους των διαπραγματεύσεων, πρέπει να συνεκτιμήσουμε και το βεληνεκές των προσωπικοτήτων : ο Α. Παπανδρέου συνυπήρχε τότε με Κολ , Μιτεράν και Θάτσερ. Οι συγκρίσεις με τους σημερινούς ευρωπαίους ηγέτες προκαλούν μάλλον θλίψη !
Μόλις το Δεκέμβρη, είδαμε ότι υποχώρησαν ακόμα και η Ουγγαρία και η Πολωνία. Αφού, όμως, πέτυχαν αναβολή στην επιβολή κυρώσεων, για να μη στερηθούν την πρόσβαση σε ευρωπαϊκά κεφάλαια.
Και μια και ο λόγος για ευρωπαϊκά κεφάλαια, πρέπει να πούμε ότι αυτά συνεχίζουν να εισρέουν στην Τουρκία, και μάλιστα αυξανόμενα, λόγω, ιδίως, της προνομιακής σχέσης της με την ΕΕ και ειδικά με την Γερμανία.
Σε αυτές τις συνθήκες, θα βρεθούμε σε μια επιβαρυμένη ημερομηνία στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα αντιμετωπίσουμε τουρκικές αξιώσεις σε ελληνική κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα.
Πρέπει να ξαναθυμίσω ότι : Από τη μεταπολίτευση ως και το 2018, στην Τουρκία αντιστοιχεί το 11,81% των γερμανικών εξαγωγών, ενώ στην Ελλάδα το 9,65%.
Αν λάβουμε υπόψη την παραδοσιακή σχέση Γερμανίας-Τουρκίας από το 19ο αιώνα, το μέγεθος της γείτονος αλλά και τα προβλήματα της σημερινής Τουρκίας, το συμπέρασμα είναι αναμφισβήτητο :
Η χώρα μας είναι ο καλύτερος πελάτης της Γερμανίας, τουλάχιστον με όρους εμπορικών συναλλαγών.
Να δούμε και τις εξαγωγές της Γαλλίας: Με εξαίρεση ορισμένα αραβικά κράτη, όπως Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, Αίγυπτος και Ιράκ, η Ελλάδα κατατάσσεται μόνο κάτω από Κίνα, Ινδία και Ταϊβάν αλλά και πάνω από όλα τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ.
Πάνω και από Ισπανία και Γερμανία ! (Χωρίς να υπολογίζεται η παρούσα συμφωνία).
Επιπλέον, από τη μεταπολίτευση ως το 2019, οι εξαγωγές στρατιωτικού οπλισμού των ΗΠΑ στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερες ακόμα και από εκείνες προς τη Γερμανία, που για πολλά χρόνια αποτελούσε χώρα πρώτης γραμμής απέναντι στη Ρωσία.
Σε σχέση με την ελληνική διπλωματία των εξοπλισμών υπάρχουν και δύο σημαντικά προβλήματα :
Το πρώτο είναι η εξάρτηση από συγκεκριμένα συστήματα, που θέτει σε σοβαρή αμφιβολία το αν οι κατασκευάστριες χώρες θα μας επιτρέψουν, εντέλει, να τα χρησιμοποιούμε όταν και όπως επιθυμούμε.
Το δεύτερο είναι η πλήρης ένταξή μας σε ένα δίκτυο διεθνών σχέσεων – ας πούμε, κατ’ επίφαση, “συμμαχιών” – όπου οι υποχρεώσεις μας είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες σε σχέση με τα οφέλη.
Αλήθεια, σε τι επίπεδα εξοπλιστικής επάρκειας μας έχει φέρει αυτή η πρακτική τόσα χρόνια ;
Ποιο πραγματικό αντίκρυσμα έχει η διαχρονική αφαίμαξη του ελληνικού λαού για εξοπλισμούς ;
Την επόμενη μέρα μετά από κάθε προμήθεια είμαστε πάλι πίσω και προβάλλεται η ανάγκη για την επόμενη.
Κύριοι Συνάδελφοι, η πολιτική εξοπλισμών πρέπει βασίζεται σε δύο κριτήρια:
Στην αποτελεσματική εξασφάλιση της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Και
Στο κριτήριο του τελικού οφέλους, που θα πρέπει, τουλάχιστον, να αντισταθμίζει το κάθε αντίστοιχο κόστος, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό.
Εδώ φαίνεται ότι στα εξοπλιστικά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για μία ακόμα φορά, ο ορθολογισμός «πάει περίπατο»!
Ας έλθουμε, λοιπόν, στο προκείμενο :
Ακούσαμε τον κύριο Πρωθυπουργό να τονίζει για αυτή τη συμφωνία, ότι: «Ποτέ άλλοτε ένα τόσο σύνθετο και σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν έχει εκτελεστεί τόσο σύντομα κι αποτελεσματικά».
Στ’ αλήθεια, είναι αυτός λόγος να υπερηφανεύεται η Κυβέρνηση ;
Θα δούμε, παρακάτω, αν αυτό ανταποκρίνεται και στην ουσία των πραγμάτων!
Ξεκινάμε από τη διαδικασία:
Η όλη διαδικασία για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έχει ευτελίσει τους κοινοβουλευτικούς κανόνες.
Με λύπη διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία ακραία εκμετάλλευση της εθνικής ευαισθησίας του καθενός από εμάς. Προφανώς, θεωρείτε ότι σας δίνει το δικαίωμα για πλήρη καταστρατήγηση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
Τα χρονικά όρια που επιβλήθηκαν δεν επιτρέπουν ουσιαστική συζήτηση. Εξάλλου, και με την κατάχρηση του απορρήτου, ένα μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου τέθηκε εκτός του κοινοβουλευτικού διαλόγου - χωρίς δυνατότητα ανταλλαγής ή σύνθεσης απόψεων.
Εδώ, δεν συζητάμε – ούτε θα ψηφίσουμε – για το αν είμαστε υπέρ ή κατά της ενίσχυσης της χώρας μας.
Ούτε για το αν μας αρέσουν ή όχι τα Ραφάλ.
Εδώ έχουμε τρεις συγκεκριμένες συμβάσεις. Συμβάσεις, που περιλαμβάνουν όρους αντίθετους με την εθνική νομοθεσία για τις προμήθειες αμυντικού υλικού των ενόπλων δυνάμεων, όπως, ιδίως, με το νόμο 3433/2006.
Περιλαμβάνουν, επίσης, και όρους που αντιβαίνουν και στην πάγια μέχρι σήμερα πρακτική, για τις συμβάσεις με αντίστοιχο αντικείμενο.
Ενδεικτικά, θα αναφερθώ στις εγγυήσεις, στις άτοκες προκαταβολές, στις συνέπειες της μη τήρησης των συμφωνημένων από τον προμηθευτή και στη διαιτησία.
Πρόκειται για συμβάσεις με περιεχόμενο που αρμόζει περισσότερο σε συμβάσεις προσχώρησης. Όμως, τέτοιες συμβάσεις συνηθίζονται σε μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταναλωτικές και εμπορικές σχέσεις, όπου το ένα μέρος είναι απολύτως κυρίαρχο. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως φυσιολογικό για δημόσιες διεθνείς συμβάσεις προμηθειών, και μάλιστα της τάξης και του μεγέθους που αφορά το παρόν νομοσχέδιο.
Εδώ, το συμπέρασμα είναι προφανές και αναμφίβολο : Πρόκειται, ουσιαστικά, για συμβάσεις προσχώρησης. Και αυτό σημαίνει (δυστυχώς για την Κυβέρνηση αλλά – κυρίως – για τη χώρα) πλήρη απουσία κάθε διαπραγμάτευσης.
Θα επανέλθω, αναγκαστικά, στο θέμα των απορρήτων.
Προφανώς και δεν υπακούει σε καμία αποδεκτή λογική ο χαρακτηρισμός του απορρήτου σε συμβατικούς όρους που αφορούν στην Εγγύηση, τις Κυρώσεις για καθυστερημένες παραδόσεις, την Αλληλογραφία, την Καταγγελία - Λύση της Σύμβασης, την Ανωτέρα Βία και τις Δικαιολογημένες Καθυστερήσεις.
Ανάλογα, και στη Σύμβαση για την Εν Συνεχεία Υποστήριξη, όπου υπάρχει απόρρητο στην Εγγύηση για τις αναφορές ελαττωματικότητας, όπως και τις εκπρόθεσμες παραδόσεις, μέχρι και στην Αλληλογραφία.
Τα ίδια και για τα οπλικά συστήματα : Απόρρητο στην Εγγύηση, στις Κυρώσεις για καθυστερημένες παραδόσεις, στην Αλληλογραφία, στην Καταγγελία Σύμβασης, ακόμα και στην Έκπτωση του προμηθευτή.
Αμφισβητούμε σοβαρά και βάσιμα, αν το απόρρητο ήταν, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, αντικειμενικά επιβεβλημένο. Το απόρρητο επεκτάθηκε από την Κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αποκρύψει την απόλυτη απουσία διαπραγμάτευσης σε σοβαρούς συμβατικούς όρους. Αλλά αυτή είναι προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία.
Μίλησα και στην Επιτροπή για συγκεκριμένους προβληματικούς και ετεροβαρείς όρους των συμβάσεων. Ξεχώρισα επτά (7) χαρακτηριστικά σημεία σοβαρών συμβατικών υποχωρήσεων, που όχι μόνο δεν διασφαλίζουν αλλά ευθέως υπονομεύουν ή και αντιστρατεύονται τα ελληνικά δικαιώματα και συμφέροντα. Περιμέναμε μία κυβερνητική εξήγηση, μία δικαιολόγηση για αυτά τα σημεία. Δεν ήλθε ποτέ.
Ας δούμε, συνοπτικά, αυτά τα προβληματικά σημεία:
1ον. Η σύμβαση προμήθειας αεροσκαφών αφορά σε μεταχειρισμένα αλλά και καινούργια, με αντίστοιχη διαφορετική τιμολόγηση. Δεχόμαστε, όμως, με τη σύμβαση, ότι και τα καινούργια θα περιλαμβάνουν, χωρίς καμία άλλη διάκριση, και μεταχειρισμένα υλικά.
2ον. Στο πρώτο μόνο έτος, θα καταβληθεί το 60% του όλου συμβατικού κόστους και μάλιστα άτοκα για τον προμηθευτή : 1,5 δις ευρώ, άτοκα. Αυτό σημαίνει ότι οι προμηθεύτριες εταιρείες δεν χρειάζονται δικά τους διαθέσιμα κεφάλαια. Αυτά τα διαθέτει η Ελλάδα. Πού αλλού θα βρουν οι γαλλικές εταιρείες τόσο γαλαντόμο πελάτη; Βέβαια, κάνουμε τους γαλαντόμους με τα χρήματα, από το πραγματικό υστέρημα των Ελλήνων φορολογουμένων.
3ον. Η χώρα μας δεσμεύεται για υποχρεωτική παραλαβή, ακόμη και σε περιπτώσεις που το συμβατικό υλικό δεν προσφέρεται στις συμφωνημένες προθεσμίες ή με τις προβλεπόμενες συμβατικές ιδιότητες. Δεν υπάρχει κάν Εγγύηση Καλής Λειτουργίας, από τους προμηθευτές.
4ον. Η συμφωνία είναι προβληματική και για τα οπλικά συστήματα των Μιράζ. Ο καθορισμός των συμβατικών αντικειμένων είναι εντελώς ασαφής τόσο ως προς το είδος όσο και για την ποσότητά τους.
5ον. Στη συμφωνία δεν ακολουθείται ο κανόνας ότι οι κοινωνικοί πόροι βαρύνουν τον προμηθευτή. Θα επιβαρύνουν εμάς. Και το ποσό δεν είναι μικρό. Είναι το 6,144 % της δαπάνης.
6ον. Η συμφωνία θα έπρεπε να προβλέπει ρητά κατασκευαστική συμμετοχή της χώρας μας, τουλάχιστον για συγκεκριμένα τμήματα. Και μάλιστα, όχι μόνο για τα δικά μας αεροσκάφη, αλλά και για άλλες προμήθειες προς τρίτους. Δεν προβλέπεται συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας ούτε στην Εν Συνεχεία Υποστήριξη.
7ον. Αντίστοιχα, ετεροβαρείς υπέρ των προμηθευτών είναι και οι συμβατικές προβλέψεις για τη διαιτησία.
(9). Στο βαθμό που μπορέσαμε, έστω με ασφυκτική πίεση, να έχουμε πρόσβαση στο απόρρητο μέρος των συμβάσεων, δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν απολύτως οι αρχικοί μας φόβοι.
Το περιεχόμενο των όρων αυτών επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την όλη εικόνα.
Είμαι θεσμικά υποχρεωμένη να μην μιλήσω καθόλου όσα χαρακτηρίστηκαν ως απόρρητα. Συνεπώς, δεν θα μπω στην ουσία των θεμάτων.
Δεν μπορώ όμως, να μην εκφράσω τη λύπη μου, για να μην πω και τον θυμό μου, για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματα της χώρας μου.
Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθούν να υπάρχουν κρίσιμα σημεία που παραμένουν αδιευκρίνιστα.
Θα αναφέρω τα δημοσιεύματα για προβλήματα στα ραντάρ των Μιράζ. Δεν είχαμε σαφή απάντηση.
Το ίδιο και με το ζήτημα που ανέκυψε για την επιστροφή αρκετών Μιράζ στην κατασκευάστρια εταιρεία. Πως θα διασφαλισθεί η βελτίωση αυτού του στόλου, και με ποιο χρονοδιάγραμμα ;
Εδώ, θέλω να προλάβω, για την πιθανή απάντηση : Δεν υπάρχει χώρος για υπεκφυγές. Η αξία των αεροσκαφών που θα επιστραφούν είναι πολύ μεγάλη. Επομένως, επιβάλλεται επανεξέταση της σύμβασης και συνυπολογισμός της αξίας τους στο καταβλητέο τίμημα.
Πρέπει να είναι σαφές, και ιδίως για τους προμηθευτές, ότι το κυρίαρχο για εμάς είναι η πλήρης επάρκεια των απαραίτητων εφοδίων και η απόλυτη εξασφάλιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων, ανά πάσα στιγμή ενδεχόμενης κρίσης.
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού εκκρεμεί μεγάλο μέρος της σύμβασης για το είδος και την ποσότητα των αντίστοιχων οπλικών συστημάτων. Από αυτά εξαρτάται εάν πραγματικά θα προσφέρουν στις ένοπλες δυνάμεις μας το πλεονέκτημα, στο οποίο προσβλέπουμε.
Επίσης, η Κυβέρνηση θα πρέπει να δεσμευθεί εδώ, και χωρίς περιστροφές, ότι τα Ραφάλ θα έχουν και τον πλήρη εξοπλισμό, στον οποίο αποβλέπουμε και αποτελεί κρίσιμο κριτήριο για την επιλογή τους. Και, μάλιστα, σε ποσότητα που να δικαιολογεί την τεράστια επένδυση του Ελληνικού λαού.
Όλα αυτά έπρεπε ήδη να έχουν γίνει.
Η επίκληση του κατεπείγοντος και του απορρήτου δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία για τα πάντα!
Σήμερα, μας φέρνετε σε πραγματικό και βαρύ δίλημμα.
Φέρνετε να ψηφίσουμε νόμο για αυτές τις συμβάσεις, ακριβώς γιατί το περιεχόμενό τους, όπως είπα, ανατρέπει τη νομοθεσία μας.
Απενεργοποιείτε στην ουσία – και ακυρώνετε στην πράξη – τις νομοθετικές προβλέψεις, που έχουν τεθεί για την προστασία των συμφερόντων της χώρας, ακριβώς για συμβάσεις αυτού του αντικειμένου.
Οι συγκεκριμένες σε βάρος μας προβλέψεις αυτών των συμβάσεων δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα αποδεκτό επιχείρημα ούτε λογικής ούτε σκοπιμότητας.
Φοβάμαι, μάλιστα, – ή μάλλον είμαι βέβαιη – ότι θα ακολουθήσετε την ίδια μεθόδευση και σε άλλες στρατιωτικές ή εξοπλιστικές προμήθειες, στο μέλλον.
Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγάλος και αντίστοιχη είναι και η δικιά μας ευθύνη.
Το είπα και στην Επιτροπή, για την Κυβέρνηση :
Μην κάνετε κατάχρηση της δεδομένης εθνικής ευαισθησίας του καθενός από εμάς.
Επίσης, και κάτι άλλο :
Δεν συζητάμε σήμερα για ένα ακόμα τρέχον νομοσχέδιο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Ούτε για ατομικές επιλογές του κυρίου Υπουργού. Το θέμα είναι τέτοιας τάξης και τέτοιας σημασίας, που έπρεπε να είναι παρών, εδώ, σήμερα, ο κ. Πρωθυπουργός, που έχει και την κυρίαρχη ευθύνη.
Κλείνοντας :
Προφανώς, δεν πρεσβεύουμε καμία αφελή , γενικώς φιλειρηνική , άποψη. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι εδώ και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε, αφού προσβάλλει τα δικαιώματα της χώρας μας και μπορεί να διακυβεύει και την ελευθερία μας.
Αλλά :
Δεν είναι εθνική πολιτική εξοπλισμών η άτακτη και ανακόλουθη σειρά προμηθειών που δεν υπαγορεύονται από εθνικό σχεδιασμό αλλά από συγκυριακές εξαρτήσεις.
Με την έννοια αυτή, η υποταγή στα κελεύσματα των δήθεν συμμάχων, που συμπίπτει να είναι και οι κύριοι προμηθευτές μας, δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εθνική πολιτική.
Και αποτελεί πραγματική Ύβρη να επιχειρείτε να την παρουσιάσετε ως τέτοια, εκμεταλλευόμενοι την ευαισθησία του ελληνικού λαού.
Οι συγκεκριμένες συμβάσεις αποτελούν, δυστυχώς, ακραίο παράδειγμα προς αποφυγή.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον δεν αλλάξει κάτι μέχρι το τέλος της συζήτησης, που να ανατρέπει τα πράγματα, είμαι αναγκασμένη να πω ότι μας υποχρεώνετε να καταψηφίσουμε, για όλους τους ειδικούς λόγους που προανέφερα.
Πρέπει να πω ότι, με μεγάλη μου λύπη, είναι η πρώτη φορά που θα καταψηφίσω για αμυντικές δαπάνες.
Αλλά δεν μας αφήνετε κανένα άλλο περιθώριο !
Ούτε καν να καταφύγουμε σε ένα «Παρών».
Και μην τολμήσει κανείς να παρερμηνεύσει τη στάση μας, ως δήθεν άρνηση για την ενίσχυση της χώρας.
Ο πατριωτισμός μας δεν θα δώσει στην Κυβέρνηση άλλοθι για τέτοιου είδους απαράδεκτες πρακτικές, καταδικασμένες σε αποτυχία.
Ευχαριστώ !
Διαρκής Επιτροπή Εθνικής 'Αμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων