Σήμερα καλούμαστε να συζητήσουμε για την κύρωση δύο συμφωνιών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με το αντίστοιχο των ΗΠΑ, για τον αμοιβαίο εφοδιασμό καυσίμων για πολεμικό ναυτικό και πολεμική αεροπορία, αντίστοιχα.
Και οι δύο συμφωνίες ακολουθούν την τυπική φόρμα των αντίστοιχων συμφωνιών που συνάπτουν οι ΗΠΑ με τους συμμάχους τους. Εντάσσονται και οι δύο στο πλαίσιο δημιουργίας ενός δικτύου στρατιωτικής διαχείρισης (military logistics) των ΗΠΑ, είτε προς άμεση από αυτές η χρήση είτε προς όφελος της κυριαρχίας τους, με τη συμμετοχή και τρίτων κρατών.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες, δίνουν την δυνατότητα για τον ανεφοδιασμό πολεμικών αεροσκαφών και πλοίων, χωρίς να απαιτείται άμεση καταβολή – ή προπληρωμή – της αξίας των καυσίμων. Ο εφοδιασμός, μάλιστα, θα αφορά και σε όλες τις χώρες που έχουν συνάψει αντίστοιχη συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα, προβλέπεται η δυνατότητα Ποσοτικού διακανονισμού χορηγηθέντων καυσίμων, όπως και η δυνατότητα εφοδιασμού, μέσω της Ελλάδας, και σκαφών μη κυριότητας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (και έχει και αυτό το στοιχείο σημασία, κύριοι συνάδελφοι).
Η διατύπωση για δήθεν “αμοιβαίο εφοδιασμό” είναι, προφανώς, εικονική και παραπλανητική. Η εκτέλεση των συμβάσεων είναι δεδομένο ότι θα αφορά, στην ουσία, την υποχρέωση προμήθειας καυσίμων προς τις ΗΠΑ (και συμμάχους τους) και, συγκριτικά, ελάχιστες έως μηδαμινές προμήθειες προς την Ελλάδα.
Με την έννοια αυτή, θεωρούμε προσχηματικά και αυτά που αναφέρονται στις Αιτιολογικές Εκθέσεις : ότι οι Συμφωνίες κρίνονται επωφελείς για τη χώρα μας, γιατί συμβάλλουν θετικά στον ανεφοδιασμό των αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας και των πολεμικών πλοίων και των ιπτάμενων μέσων του Πολεμικού Ναυτικού.
Αλήθεια, θα ήταν ενδιαφέρον να ακούσουμε κάποια παραδείγματα για την προοπτική εκτέλεσης αυτών των συμφωνιών, όσον αφορά στον ανεφοδιασμό με καύσιμα ελληνικών πολεμικών πλοίων, αεροσκαφών και ιπτάμενων μέσων.
Σε ποιες αποστολές – προφανώς εκτός Ελλάδας – θα είναι χρήσιμη για μας η εφαρμογή αυτών των συμβάσεων ;
Εντέλει, μιλάμε μόνο για δράσεις μακριά από την επικράτειά μας, δηλαδή για περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την ελληνική εθνική άμυνα και την εθνική αποστολή .
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουμε, και πάλι, δύο ιδιαίτερα ετεροβαρείς συμφωνίες, με τις οποίες καλύπτονται οι ανάγκες ανεφοδιασμού του πολεμικού ναυτικού και αεροπορίας των ΗΠΑ – αλλά και των συμμάχων τους – στη χώρα μας.
Η γονατισμένη από τα μνημόνια Ελλάδα, καταδικασμένη από αυτά και στην υποχρηματοδότηση των ενόπλων της δυνάμεων, θα υποχρεούται πλέον να παρέχει και τέτοιου είδους διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ και τους δορυφόρους τους.
Θα θέλαμε να επισημάνουμε και κάτι τελευταίο, κ. Πρόεδρε :
Με βάση τη μέχρι σήμερα σχετική πρακτική και εμπειρία, τέτοιου είδους συμφωνίες (στρατιωτικές, με ΝΑΤΟ κλπ.) δεν συνηθίζεται να έρχονται στη Βουλή για κύρωση. Είναι τουλάχιστον περίεργο, ότι ειδικά αυτές οι δύο συμφωνίες θεωρείται ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 36 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Και, ειδικά γι’ αυτές, απαιτείται νομοθετική κύρωση, αφού, όπως ρητά αναφέρει η αιτιολογική έκθεση, θεωρούνται «ως διεθνείς συμφωνίες για το εμπόριο και την οικονομική συνεργασία». Εύλογα λοιπόν δημιουργείται το ερώτημα : Δεν πρόκειται για τυπικές συμβάσεις συμμαχικής/ αμυντικής, στρατιωτικής συνεργασίας, αλλά για εμπορικές συμφωνίες της χώρας μας με τις ΗΠΑ, τις οποίες συνάπτει το ΥΠΕΘΑ ;
Στη σημερινή ιστορική συγκυρία, αποδεικνύεται ότι, δυστυχώς, η ελληνική πολιτική συμμαχιών δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα απέναντι στην κλιμακούμενη επιθετική πολιτική του Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο, που στρέφεται ευθέως εναντίον κυριαρχικών δικαιωμάτων και της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου.
Με βάση αυτή τη γενικότερη οπτική, και πέρα από όσα ήδη αναφέραμε – και ισχύουν – για την ίδια τη φύση και το περιεχόμενο των συγκεκριμένων συμφωνιών, θεωρούμε ότι είναι εθνικά επιβεβλημένη η καταψήφιση των συγκεκριμένων συμφωνιών.
Εμείς τουλάχιστον, από τη μεριά μας, πέρα από τα υπόλοιπα, δεν θεωρούμε ότι μπορεί να αποβεί επωφελής για τα εθνικά μας συμφέροντα η πολιτική “του πάντα πρόθυμου και δεδομένου συμμάχου”.