Κύριε Πρόεδρε ευχαριστώ πολύ!
Έχουμε ήδη πει ότι, ενόψει επικείμενης διαπραγμάτευσης, η Τουρκία εγείρει – πλέον – πολλαπλές διεκδικήσεις, που άπτονται ακόμα και των δικαιωμάτων κυριαρχίας της χώρας μας.
Την ίδια ώρα, ζητά και αποστρατιωτικοποίηση νησιών μας. Κάτι τέτοιες στιγμές, νιώθουμε σαν να επαναλαμβάνεται το έργο της ζωής μας.
«Δεν ξεχνώ» ότι η Κύπρος, πέρα από τους άλλους σημαίνοντες λόγους, πλήρωσε βαριά και την απόσυρση των ελληνικών στρατευμάτων. Και πληρώνει ακόμα, με τη συνεχιζόμενη κατοχή, αφού τα στρατεύματα κατοχής δεν έχουν απομακρυνθεί.
Εν τω μεταξύ, ο τεράστιος αριθμός των εποίκων υπερτερεί, πλέον, των γηγενών τουρκοκυπρίων και έχει αλλοιωθεί η σύνθεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Οι τουρκικές αξιώσεις, όπως προβάλλονται, κατατείνουν, στην ουσία, σε συνθηκολόγηση. Όμως, κανονικά, συνθηκολόγηση υπάρχει μετά από εμπόλεμη σύρραξη. Εδώ, η Τουρκία απαιτεί συνθηκολόγηση με τον καταιγισμό απειλών και μόνο.
Θα ήθελα να διευκρινίσουμε κάτι, σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά θέματα. Θα πρέπει να γίνει σαφής η γεωγραφική πραγματική διάσταση, την οποία η πολιτική οπτική συχνά συσκοτίζει.
Η Τουρκία ορίζεται βασικά σε έναν ενιαίο ηπειρωτικό χώρο. Αντίθετα, η συγκρότηση της Ελλάδας περιλαμβάνει μία διασπορά πολλών νησιών. Μάλιστα, τα νησιά περιβάλλονται, σε πολλές περιπτώσεις, από διεθνή ύδατα (και, αντίστοιχα, διεθνή εναέριο χώρο).
Συνεπώς οι δύο χώρες έχουν εντελώς διαφορετική αφετηρία ως προς την οργάνωση της άμυνας των περιοχών τους ή και των ασκήσεων που διενεργούνται σε αυτές.
Αυτός είναι ο λόγος που κοινές ρυθμίσεις για τις δύο χώρες έχουν εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα για κάθε μια.
Ενδεικτικά αναφέρω : Έχουμε υπογράψει μνημόνια με την Τουρκία, όπως αυτά των Παπούλια-Γιλμάζ και Μπακογιάννη-Γκιούλ. Σύμφωνα με αυτά, για κάποια χρονικά διαστήματα δεν διεξάγονται ασκήσεις στον διεθνή εναέριο χώρο και στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου.
Αυτό σημαίνει ότι :
Τίποτα δεν εμποδίζει ένα τουρκικό σμήνος αεροσκαφών, την καλοκαιρινή περίοδο ή σε εορτές, να σηκωθεί από τη Σμύρνη και να κάνει ασκήσεις πάνω από τα Δαρδανέλια και την Ανατολική Θράκη, και κατόπιν να επιστρέψει.
Όμως, στην ίδια περίοδο, ένα δικό μας σμήνος, δεν μπορεί να απογειωθεί από την Τανάγρα, να κάνει άσκηση στη Χίο ή τη Λήμνο και να επιστρέψει. Γιατί θα πρέπει, γι’ αυτό, να διασχίσει διεθνή εναέριο χώρο.
Αντίστοιχα, θα πρέπει να μας προβληματίσουν και άλλες μεθοδεύσεις, όπως μια τελευταία από το ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με αυτήν, θα δημιουργηθεί μια περιοχή 30 ναυτικών μιλίων εκατέρωθεν των FIR Αθήνας/Κωνσταντινούπολης, όπου πολεμικά αεροσκάφη και των δύο χωρών θα αναγνωρίζονται ως φίλια και από την Ελλάδα και από την Τουρκία, και θα πετούν ελεύθερα.
Δηλαδή τουρκικά αεροσκάφη με δυτική πορεία, 30 ν.μ. από το όριο του τουρκικού FIR, θα αναγνωρίζονται από την Ελλάδα ως φίλια αεροσκάφη. Και αντίστοιχα, ελληνικά αεροσκάφη με ανατολική πορεία, 30 ν.μ. από το όριο του FIR, θα αναγνωρίζονται ως φίλια από την Τουρκία.
Τούτο φαίνεται, κατ΄αρχήν, ότι είναι ίση αντιμετώπιση των δύο συμμάχων από το ΝΑΤΟ.
Και όμως δεν είναι :
Τα τουρκικά αεροσκάφη θα μπορούν να κινούνται προς δυσμάς και πέρα από τη ζώνη των 30 ν.μ. και να εισέρχονται στον διεθνή εναέριο χώρο. Και ακόμα, θα μπορούν να συνεχίζουν την πορεία τους, στο Βόρειο, Νότιο και Ανατολικό Αιγαίο, χωρίς να χρειαστεί να εισέλθουν στον ελληνικό εναέριο χώρο, με όποιες επιπτώσεις έχει αυτό.
Όμως, στην πραγματικότητα, κανένα ελληνικό αεροσκάφος δεν θα μπορεί να κινηθεί ανατολικότερα από τη ζώνη αυτή των 30 ν.μ., γιατί, έτσι, θα εισβάλει στον τουρκικό εναέριο χώρο, με όποιες επιπτώσεις έχει αυτό.
Στη σημερινή συγκυρία, εκτός από τα υπόλοιπα που έχει κάνει η Τουρκία σε βάρος της Κύπρου, δεν διστάζει, πλέον, να προσβάλλει άμεσα, ακόμα και έμπρακτα, κυριαρχικά της δικαιώματα. Και αναφέρομαι ιδιαίτερα στο ζήτημα της ΑΟΖ. Το βαθύ τουρκικό κράτος παρασύρεται από την επικαιρότητα και προσβάλλει δικαιώματα που δεν είχε σκεφθεί κάν πριν από 10 ή 20 χρόνια. Και μπορεί να το κάνει και γιατί δεν υπάρχει καμία αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και δεν υφίσταται καμία ουσιαστική συνέπεια για όλα αυτά.