Ποιο είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα στην Παιδεία ; Ένα : Ότι η Πολιτεία, το Κράτος, δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της!

powered by social2s

Στην κοινοβουλευτική διαδικασία, η συζήτηση της λεγόμενης δεύτερης ανάγνωσης στην Επιτροπή, προβλέπεται από τον Κανονισμό σαν το στάδιο ολοκλήρωσης της συζήτησης των νομοσχεδίων, πριν την Ολομέλεια. Αφού έχουν γίνει οι δύο προηγούμενες συζητήσεις, κατ΄αρχήν και κατ΄άρθρο, αλλά και η ακρόαση των φορέων, η τελευταία συνεδρίαση υποτίθεται ότι εξυπηρετεί κυρίως τη σκοπιμότητα της τελικής τοποθέτησης, με βάση τις αλλαγές που έχουν προκύψει από την επεξεργασία του νομοσχεδίου.

Από ουσιαστική άποψη, δυστυχώς, αυτή η συζήτηση έχει χάσει το νόημά της, αφού, απλούστατα, στην κοινοβουλευτική μας πρακτική, οι αλλαγές που μπορεί να γίνουν αποδεκτές, εάν υπάρχουν, είναι μηδαμινές και επουσιώδεις.

Δυστυχώς, ο κανόνας είναι η κυβερνητική ανελαστικότητα. Μια ιδιότυπη πολιτική στάση, στην οποία κυριαρχεί η ανάγκη της διαρκούς αυτοεπιβεβαίωσης και ακυρώνει τον πολιτικό διάλογο.

Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά έναν παράδοξο τρόπο, θεωρείται πλέον σαν κανονικότητα, να συζητούνται νομοσχέδια, και ιδίως του Υπουργείου Παιδείας, όπου όλοι οι κοινωνικοί φορείς στους οποίους αφορά – και όλοι οι συνδικαλιστικοί – να είναι πλήρως αντίθετοι. Αυτό δεν ενοχλεί κανέναν !

Και είναι παράδοξο και οξύμωρο, από άποψη λειτουργίας της δημοκρατίας μας, γιατί, ακριβώς, σημαίνει ότι «Εμάς δεν μας ενδιαφέρει τι λέει η κοινωνία εμείς θα κάνουμε αυτό που θέλουμε».

Ο πραγματικός κοινωνικός και δημοκρατικός διάλογος, γίνεται με την ζώσα κοινωνία και όχι μόνο με την εκμετάλλευση των ευρημάτων των (όχι πάντα αξιόπιστων) δημοσκοπήσεων, με τις απαντήσεις των (συνήθως μη ενημερωμένων) πολιτών.

Μιλήσαμε ήδη για τον αντικοινωνικό και αυταρχικό χαρακτήρα αυτού του νομοσχεδίου.

Η κυβερνητική εμμονή, να παρουσιάζεται η δήθεν αξιολόγηση ως πανάκεια, είναι απολύτως χαρακτηριστική.

Και λέω ΄δήθεν αξιολόγηση’ γιατί δεν υπάρχει κανονική αξιολόγηση όταν αυτή βασίζεται στην κρίση μονοπρόσωπων οργάνων και, μάλιστα χωρίς προκαθορισμένα συγκεκριμένα κριτήρια, έτσι ώστε να είναι δυνατόν και να ελεγχθεί η κρίση του αξιολογητή.

Το κυρίαρχο μήνυμα αυτής της κυβερνητικής εμμονής είναι τόσο σαφές όσο και ψευδές : Την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης την καθορίζει – δήθεν – η παρουσία του κάθε εκπαιδευτικού ξεχωριστά. Η Πολιτεία έχει – δήθεν – δώσει τα πάντα. Η επιτυχία, πλέον, του συστήματος εξαρτάται μόνο από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, προφανώς, θα ευθύνονται και για την κάθε αποτυχία.

Η ευθύνη της Πολιτείας αποσιωπάται ή υποτιμάται σκοπίμως και προτάσσεται είτε ο εκπαιδευτικός ατομικά είτε η κάθε σχολική μονάδα μεμονωμένα.

Αυτά τα σχήματα, κύριοι και κυρίες της Συμπολίτευσης, δεν αντέχουν σε καμία λογική.

Όλοι ξέρουμε, όλοι πρέπει να έχουμε συνείδηση, ότι τι Ελληνικό Κράτος δεν κάνει αυτά που πρέπει για την Παιδεία. Και εκεί θα έπρεπε όλοι μαζί να προσπαθήσουμε.

Αυτό το έλλειμμα, που το ζουν και το πληρώνουν γενιές και γενιές μαθητών και γονέων, πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να το καλύψουμε.

Μετά υπάρχει και το άλλο ψευτοεπιχείρημα :

Ότι, δήθεν «Εφαρμόζουμε το πρόγραμμά μας, το οποίο και ενέκρινε ο ελληνικός λαός στην εκλογές».

Ξεπερνάω όλα τα θέματα που θα μπορούσαν – ή και θα έπρεπε – να συζητηθούν για αυτή την αντιδημοκρατική λογική, που είναι η βάση του μοντέλου της αυταρχικής διακυβέρνησης.

Ας μιλήσουμε με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα : Το άρθρο 107 αυτού του νομοσχεδίου, για το θεσμό του Σχολικού Συμβουλίου.

Αυτό παρουσιάστηκε στη διαβούλευση, προβλέποντας πως στο επταμελές Σχολικό Συμβούλιο έχουν πλειοψηφική συμμετοχή οι εκπαιδευτικοί  (αφού αυτό συγκροτείται από τον Διευθυντή,  τρεις εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας, δύο εκπροσώπους του Δήμου και έναν του Συλλόγου Γονέων). Στο υλικό της διαβούλευσης δεν υπήρχε καμία παρέμβαση για αλλαγή του, και μάλιστα με το περιεχόμενο που κατατέθηκε, τελικά στη Βουλή.

Τώρα, λοιπόν, ορίζεται ότι το Σχολικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Δημάρχου, και γίνεται Πενταμελές, αφού αφαιρούνται, από τα προηγούμενα μέλη, δύο από τους εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας, και θα μετέχει μόνο ένας.

Δηλαδή, η πλειοψηφία του Συμβουλίου, για την αντιμετώπιση των θεμάτων της εκπαιδευτικής λειτουργίας, επιλέγετε ότι δεν πρέπει να ανήκει στην εκπροσώπηση των εκπαιδευτικών.

Η αλλαγή δεν είναι καθόλου μικρή, είναι ουσιώδης και αλλάζει ριζικά τον χαρακτήρα και τη λειτουργίας του οργάνου. Ποιο από τα δύο, λοιπόν, ήταν στο Πρόγραμμά σας ; Έλεγε το πρόγραμμά σας ότι θα αλλάξει άρδην το καθεστώς των Σχολικών Συμβουλίων ; Ότι θα συγκροτούνται με απόφαση του Δημάρχου ; Έλεγε το πρόγραμμά σας ότι στα Σχολικά Συμβούλια οι εκπαιδευτικοί θα είναι μειοψηφία ;

Αυτό, πάντως, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό σημείο, για το πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο τίτλος του νομοσχεδίου που μιλάει για «Ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών».

Πρέπει να πούμε και για αυτόν τον θεσμό του “μέντορα”.

Υποθέτουμε κατ’ αρχήν, για την ανάγκη της συζήτησης, ότι συμφωνούμε όλοι πως ένας πρωτοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός μπορεί να έχει την ανάγκη συμπαράστασης και βοήθειας από έναν πιο έμπειρο συνάδελφό του.

Για την ουσιαστική και αποτελεσματική λειτουργία του σχήματος, είναι προφανώς αναγκαίο να υπάρχει πραγματικά η δυνατότητα συνεργασίας, με βάση τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά των δύο εμπλεκομένων, όπως επίσης και μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους.

Πως τα διασφαλίζουν αυτά, οι ειδικές διατάξεις του νομοσχεδίου ; Η απάντηση είναι απλή : δεν τα διασφαλίζει ! Απαξιοί να ασχοληθεί καν με το θέμα.

Απλώς ο “μέντορας” ορίζεται από τον Διευθυντή, ο οποίος και τον «φορτώνει» στον νεοδιοριζόμενο. Χωρίς κανένα εχέγγυο για την πραγματική δυνατότητα να υπάρξει μεταξύ τους ωφέλιμη συνεργασία.

Αυτό σημαίνει, απλώς, ότι ο νεοδιοριζόμενος εκπαιδευτικός θα έχει “δώρο” από το σύστημα, έναν παραπάνω προϊστάμενο.

Ό,τι παραπάνω από αυτό συμβεί, και μακάρι να συμβεί, θα είναι μόνο το ευτυχές αποτέλεσμα μιας τυχαίας κατά περίπτωση σύμπτωσης.

Αυτά συμβαίνουν, επιτρέψτε μου να πω, όταν θέλουμε να νομοθετούμε χωρίς να προβάλλουμε στη μελλοντική πραγματικότητα την εφαρμογή όσων θεσπίζουμε.

Έχουμε και πάλι μπροστά μας ένα τεράστιο νομοσχέδιο, που επιχειρεί την πλήρη αναμόρφωση του πλαισίου της ελληνικής Εκπαίδευσης.

Κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρώνει την κυβερνητική προσπάθεια σε αυτήν την κατεύθυνση, αναμορφώνοντας όσα είχαν μείνει ανέπαφα από τις προηγούμενες νομοθετήσεις της θητείας αυτής της Κυβέρνησης.

Η κατεύθυνση είναι δεδομένη και προφανής : Προτεραιότητα στα κελεύσματα της αγοράς και κυριαρχία του ιεραρχικού διοικητικού συγκεντρωτισμού. Ο στόχος είναι ο καθολικός αυταρχικός έλεγχος στην εκπαίδευση, η παράδοσή της στην αγορά, η ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και ο ταξικός διαχωρισμός.

Η κυβέρνηση προχωρά τυφλά στην υλοποίηση των σχεδίων της και κωφεύει επιδεικτικά τις φωνές όλων όσοι εμπλέκονται  στα νομοσχέδια που καταθέτει.

Η θέση το Κόμματός μας είναι ότι ο φορέας σχεδιασμού, υλοποίησης και αξιολόγησης των αλλαγών στην Παιδεία θα έπρεπε να είναι μια ανεξάρτητη αρχή, ο Πρόεδρος της οποίας θα διορίζεται από τη Βουλή με αυξημένη πλειοψηφία. Στην αρχή αυτή πέρα από εμπειρογνώμονες, θα μπορούσαν να συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων, των συνδικαλιστικών φορέων ακόμη και των γονέων καθώς επίσης και κληρωτοί. Η Αρχή αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει γενικότερη συναίνεση και συνέχεια στις μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από τις αλλαγές ηγεσίας. 

Και, σίγουρα, σε αυτόν τον ρόλο δεν μπορεί να ανταποκριθεί  το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Το ΙΠΕ είναι ένας εποπτευόμενος και εισηγητικός φορέας του Υπουργείου, του οποίου ο Πρόεδρος δεν εκλέγεται ούτε ορίζεται υπερκομματικά, αλλά διορίζεται από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας.

Στο σημείο αυτό θα παρατηρήσω και πάλι, χωρίς να απαξιώνω ούτε θεσμούς ούτε πρόσωπα : Θεωρούμε απαράδεκτο το ότι στην ακρόαση των φορέων αποκλείστηκαν οι εκπρόσωποι των Γονέων. Και το φέρνω σαν παράδειγμα : Αντί γι’ αυτούς, προτιμήθηκε η συμμετοχή του Ινστιτούτου, που είναι εποπτευόμενος φορέας του Υπουργείου, δηλαδή ένας κυβερνητικός θεσμός, που μάλιστα μετείχε στη διαμόρφωση του νομοσχεδίου.

Νομίζετε ότι με αυτόν τον τρόπο θα διαμορφώσετε την εντύπωση ευρύτερων συμφωνιών για το νομοσχέδιο ;

Όσον αφορά την «αποκέντρωση» του εκπαιδευτικού συστήματος και την «αυτονομία» των σχολικών μονάδων : Θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται κατ’ αρχήν θετικά ένα σχήμα  όπου - δίνεται περισσότερη ελευθερία στο σχεδιασμό του μαθήματος από τον εκπαιδευτικό - όπου υπάρχει εσωτερική έγκριση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δράσεων και συνεργασιών - παρέχεται ευελιξία στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών - δίνεται η δυνατότητα αντικατάστασης της εξέτασης με εργασίες, ή και η δυνατότητα αλληλοδιδασκαλίας, ενίσχυση της έρευνας και πρακτικών ασκήσεων - αλλά και προβλέπεται, έστω χωρίς πληρότητα, η αποδέσμευση από το βιβλιοκεντρικό μοντέλο και την «ύλη».

Όμως το ίδιο το νομοσχέδιο, είναι αντιφατικό, αφού όχι μόνο παραμένει προσκολλημένο αλλά και ενισχύει τις παλιές πρακτικές των γραπτών δοκιμασιών, στο άρθρο 86.

Σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα από όλα τα υπόλοιπα, η πραγματικότητα είναι μία : Τί έχει ανάγκη, πρώτα από όλα το σύστημα της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα ; Ποιο είναι το μεγαλύτερό μας πρόβλημα στην Παιδεία ; Ένα : Ότι Η Πολιτεία, το Κράτος, δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Και σήμερα, με αυτό το νομοσχέδιο, ακόμα περισσότερο, διατυμπανίζει ότι δεν έχει και καμία διάθεση να το κάνει.

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα