Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο β:
«Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.»
Αυτή είναι η βάση για τη νομοθεσία μας. Για τα θέματα άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αρμόδια είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ενώ για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) – κοινώς Αντιτρομοκρατική.
Προς στιγμή μπορεί κανείς να ξεγελαστεί από τον περιφραστικό τίτλο. Ουσιαστικά η δραστηριότητά της καταναλώνεται συνολικά στο αντικείμενο της λεγόμενης Τρομοκρατίας. Έτσι προβάλλεται και από τα ΜΜΕ – αυτό αναγνωρίζουν ως μόνο αντικείμενό της.
Εμείς θα μείνουμε με το ερώτημα ποια Διεύθυνση της ΕΛΑΣ θα αντιμετωπίσει τα Ειδικά Εγκλήματα Βίας και θα εξιχνιάσει, π.χ. τη δολοφονία του δημοσιογράφου Καραϊβάζ … ή την δήθεν αυτοκτονία Τσαλικίδη…
Ο κατάλογος μπορεί να είναι μακρύς.
Αλήθεια, πόσους νεκρούς μάρτυρες πρέπει να έχει μια υπόθεση μέχρι να κινητοποιηθεί η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας;
Διαβάζουμε στο άρθρο 2: «Αντικείμενο του παρόντος είναι: η ‘εξαντλητική’ ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου».
Αυτό δεν είναι νομοθετικό κείμενο κύριοι και κυρίες συνάδελφοι. Αυτό είναι επικοινωνιακή διατύπωση. Αντικείμενο του νόμου μπορεί να είναι η ρύθμιση. Μπορεί (το πολύ-πολύ) να δικαιούσαι να πείς – ίσως – ότι σκοπός του νόμου είναι η «εξαντλητική» ρύθμιση. Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο κανονικός νομοθέτης που να κάνει τέτοιες δηλώσεις μέσα στο κείμενο του νόμου.
Σε όλα τα κείμενα, και, επομένως και στους νόμους, έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο το τι γράφεται. Σε αυτό το νομοσχέδιο, η αρχή της αναλογικότητας δεν αναφέρεται πουθενά. Ούτε για τις άρσεις του απορρήτου, ούτε για τα λογισμικά παρακολούθησης, ούτε για τα θέματα κυβερνοασφάλειας. Μνημονεύεται μόνο, στις προθεσμίες επανεξέτασης για τη διόρθωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Μήπως και εκεί σας ξέφυγε και πρέπει να την διαγράψετε;
Έχουμε ήδη εκφράσει την άποψή μας για την προβληματική φύση του νομοσχεδίου, ακόμα και στις βασικές του έννοιες, όπως τις ορίζει, και στις βασικές του ρυθμίσεις.
Θα συνεχίσουμε με τις πιο κύριες παρατηρήσεις στα άρθρα. Είναι αδύνατο, στο χρόνο που έχουμε, να αναλύσουμε ή έστω να θίξουμε όλα τα προβληματικά του σημεία…
Ερχόμαστε στο άρθρο 4 παρ. 3, όπου, μετά από εισήγηση της ΕΥΠ, ανατίθεται στον Πρόεδρο της Βουλής η αρμοδιότητα να αποφασίζει για την προώθηση στη δικαστική εξουσία του αιτήματος χορήγησης άδειας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για πολιτικά πρόσωπα.
Πρόκειται για ρύθμιση που ανατρέπει τη θεσμική ισορροπία στο πολιτικό μας σύστημα.
Μια τέτοια εισήγηση προς τη δικαστική εξουσία (για τη χορήγηση της άδειας άρσης του απορρήτου), αποτελεί διοικητική αρμοδιότητα. Ανήκει δηλ. στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας.
Όμως, ο Πρόεδρος της Βουλής, στο δικό μας σύστημα, έχει διοικητικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες μόνο εσωτερικά, στο πλαίσιο λειτουργίας της Βουλής. (είναι άλλο το ζήτημα της πρόβλεψης που υπάρχει για την εξαιρετική αναπλήρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας).
Ο ρόλος του Προέδρου της Βουλής στο πολιτικό μας σύστημα, όπως και σε πολλά άλλα αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, δεν συνάδει με την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας.
Η συγκεκριμένη διάταξη, όμως, υποβαθμίζει τον Πρόεδρο της Βουλής σε περιστασιακό όργανο της εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή, σ’ έναν ρόλο ξένο σε σχέση με όσα προβλέπει το Σύνταγμά μας.
Εισήγηση της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου, για πολιτικό πρόσωπο, είναι ένα ακραίο ενδεχόμενο και, πολιτικά, είναι εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα.
Κατά την άποψή μας, στις ακραίες αυτές περιπτώσεις και πριν την τελευταία φάση δικαστικής κρίσης θα έπρεπε, πράγματι, να υπάρχει ένα πρόσθετο φίλτρο. (με αυτά που ακούμε τελευταία “έχει φοβηθεί το μάτι μας”).
Η λύση, όμως, δεν είναι η πρόχειρη σύγχυση εξουσιών και αρμοδιοτήτων.
Κατά τη γνώμη μας, ο επιδιωκόμενος σκοπός καλύπτεται από έναν πρόσθετο δικαστικό έλεγχο, ανάλογο με τη σοβαρότητα του αντικειμένου.
Προτείνουμε, όσα προβλέπονται για τον Πρόεδρο της Βουλής σε αυτές τις διατάξεις, να διενεργούνται από ειδικό γνωμοδοτικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από τους τρεις Προέδρους : του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Εδώ έχουμε και μία συμπληρωματική ερώτηση : Από αρμόδια εισαγγελικά χείλη, δηλώθηκε επισήμως ότι ούτε το πρόσωπο του/της Προέδρου της Δημοκρατίας εξαιρείται από το ενδεχόμενο άρσης του απορρήτου… Δεν θα έπρεπε το νομοσχέδιο – που επαίρεται ότι ρυθμίζει εξαντλητικά – να ορίζει και τις ειδικές προϋποθέσεις για αυτή την περίπτωση;
Δεν περιμένουμε απάντηση… Το λέμε μόνο για να καταδείξουμε τι καταφέρατε: τα όρια της σοβαρότητας στην σημερινή Ελληνική Δημοκρατία είναι εντελώς αμφιλεγόμενα!
Επίσης, για το Άρθρο 4 :
4.1. Συμφωνούμε και εμείς, (αυτή θα ήταν ούτως ή άλλως η θέση μας), με τη σωστή πρόταση που έρχεται από πολλές πλευρές, για το απόρρητο των επικοινωνιών που εξασφαλίζεται από το Σύνταγμα (άρθρο 19) : Η αρμοδιότητα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας πρέπει να ανατεθεί σε πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό δικαστικό όργανο.
4.2. Επίσης: σε μια ευνομούμενη πολιτεία η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας «πρέπει να εμπεριέχει την αιτιολογία λήψης του μέτρου, ώστε να δύναται να ελεγχθεί κάθε φορά η δράση των κρατικών οργάνων με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας και αναλογικότητας». Αυτονόητα πρέπει «να περιέχει ως αναγκαίο στοιχείο (και) το όνομα του θιγόμενου υποκειμένου». Συντασσόμαστε δηλ. με τις Παρατηρήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
4.3. Το χρονικό όριο επεξεργασίας των αιτημάτων για άρση του απορρήτου από τους εισαγγελείς, ορίζεται – πάλι – σε ένα 24ωρο. Έχουμε ήδη τα εξωφρενικά δεδομένα των δεκάδων εγκρίσεων ανά εργάσιμη ημέρα.
Το 24ωρο σημαίνει πρόχειρη κρίση ή/και προσχηματική διαδικασία. Και αυτά σημαίνουν, αναγκαστικά, δύο πράγματα : διαδικασία σε βάρος και της προστασίας των δικαιωμάτων και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας.
4.4. Σε αυτό το άρθρο ορίζεται ότι το αίτημα για άρση οφείλει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα στοιχεία, όπως οι λόγοι που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και η αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου. Όμως, στην ίδια διάταξη προβλέπεται η συνοπτική παράθεση ή ακόμα και παράλειψη τους, για ειδικές περιστάσεις που δεν καθορίζονται. Θεσμοθετείται δηλαδή η ανεπαρκής αιτιολόγηση. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι ο ουσιαστικός σκοπός σας είναι να διαιωνίζονται όσα απαράδεκτα έγιναν και αποκαλύφθηκαν.
4.5. Στην παράγραφο 7 υπάρχει η πιθανότητα γνωστοποίησης στον θιγόμενο, μετά την πάροδο τριετίας από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και “υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε”.
Προφανώς, αν δεν προβλέπατε την τριετία, θα είχατε τον άμεσο κίνδυνο να συρρεύσουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες πολίτες που θα προσέφευγαν να ενημερωθούν για την παρακολούθησή τους. Καθόλου ευχάριστο σκηνικό. Ιδίως για προεκλογική περίοδο…
Συναφώς εύλογα ετέθη και στην πρώτη συνεδρίαση το ερώτημα πώς θα γνωρίζει ο εκάστοτε θιγόμενος ότι παρακολουθήθηκε; Συνεπώς εάν δεν προβλεφθεί ρητά ενημέρωση όλων των θιγομένων από την ίδια την ΕΥΠ χωρίς αίτησή τους τότε η ενημέρωση αυτή θα γίνεται από την ΑΔΑΕ.
4.6. Η ΑΑΔΕ έχει από το Σύνταγμα (άρθρο 19), εξουσία και αρμοδιότητα να ελέγχει την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, τις διαδικασίες και τις πράξεις της. Με τις προτεινόμενες διατάξεις για τη δήθεν ενημέρωση των θιγομένων καταργείτε τόσο τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να τους ενημερώνει, όσο και το δικαίωμα του θιγόμενου να ενημερώνεται από την ΑΔΑΕ. Φαλκιδεύετε το συνταγματικό ρόλο της ΑΔΑΕ και την υποβαθμίζετε σε “γραμματοκομιστή” της ΕΥΠ.
4.7. Η διάταξη είναι απαράδεκτη και γιατί σε ένα κράτος δικαίου η διοικητική δράση πρέπει να διέπεται από διαφάνεια. Εσείς θέλετε να παρατείνετε – πάλι – την αυθαιρεσία επ’ αόριστον.
Πρώτον : Δεν νοείται καμία καταστροφή των στοιχείων πριν την ενημέρωση όλων των θιγομένων.
Δεύτερον : Αν ο σκοπός σας δεν είναι η διαιώνιση της έκνομης αυθαιρεσίας, να προσθέσετε διάταξη όπου η ΕΥΠ αμέσως μετά τη λήξη της παρακολούθησης, από την οποία δεν προέκυψαν οι λόγοι που την επέβαλαν, να είναι υποχρεωμένη να ενημερώνει αμέσως τον θιγόμενο πολίτη, με πλήρη τα σχετικά στοιχεία.
Στο ίδιο πλαίσιο προβληματικό είναι και το άρθρο 5. Τα κυριότερα :
Δεν ορίζεται καν ο φορέας, που θα ελέγχει τη διαγραφή ή την καταστροφή του υλικού ούτε και προβλέπεται η σύνταξη έκθεσης για την καταστροφή του.
Και κάτι πολύ σοβαρό: Αλήθεια, αν καταστρέφεται το υλικό 6 μήνες μετά την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης, Τί θα μένει για να ελέγξει η ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και του άρθρου 19 του Συντάγματος ;
Για το άρθρο 6, εμείς εκθέσαμε ήδη την άποψή μας, στην προηγούμενη συνεδρίαση. Υπάρχει, πάντως, και εδώ, συγκεκριμένη ανάλυση και πρόταση από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία αποδεικνύει – και αυτή – την προχειρότητα και την αστοχία του σχεδίου νόμου που έχουμε μπροστά μας.
Για το Άρθρο 7:
Θεωρούμε ότι όσα ισχύουν για τις προϋποθέσεις καταστροφής υλικού παρακολουθήσεων για εθνικούς λόγους, αυτονόητα εφαρμόζονται και για παρακολουθήσεις για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα. Βασική αρχή για μας αποτελεί το ότι δεν καταστρέφεται υλικό παρακολούθησης πριν ενημερωθεί ο θιγόμενος.
Για το Άρθρο 8 :
Δεν μπορείτε να αποφύγετε, σε αυτό το άρθρο, να οριστεί ένα ανώτατο όριο, πέρα από το οποίο δεν θα επιτρέπεται καμία παράταση άρσης του απορρήτου. Δυστυχώς, αν δεν είναι ανεπίτρεπτη αβλεψία, η πρόθεσή σας δεν βρίσκει σύμφωνη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Επίσης : στην παράγραφο 6 προβλέπετε ότι ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Είναι, και αυτό, άλλο ένα δείγμα , της αντιδημοκρατικής, ολιγαρχικής και αντικοινοβουλευτικής αντίληψης του νομοσχεδίου. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει πρόβλεψη για ενημέρωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ; Μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι , ή έστω και οι άλλες ενημερώσεις που λέτε, συμπληρωματικά. Αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα της πραγματικότητας : της εξωθεσμικής ή παραθεσμικής πολιτικής αντίληψης της Κυβέρνησης.
Για το Άρθρο 12:
Εδώ προβλέπεται την ανά 6μηνο το αργότερο δημοσίευση του καθορισμού του παράνομου λογισμικού. Κατά παράβαση της αρχής του ποινικού δικαίου, για πρώτη φορά καθιερώνεται έγκλημα με αντικειμενική υπόσταση μη προκαθορισμένη αλλά , κατά κάποιο τρόπο “κυλιόμενη”, αφού θα καθορίζεται από τις εκάστοτε αποφάσεις του Διοικητή της Ε.Υ.Π.
Εάν θέλουμε να αποφύγουμε αποτελεσματικά τη χρήση παράνομων λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης θα πρέπει να υπάρχουν αυστηρότερες ποινές για την πώλησή τους.
Για το Άρθρο 13:
Εδώ θα πρέπει να προβλέπεται ρητά η ανιχνευσιμότητα της παρακολούθησης σαν αναγκαία προϋπόθεση για την προμήθεια από το Δημόσιο λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης. Η δυνατότητα παρακολούθησης χωρίς ίχνη σημαίνει ευρεία και ευχερή δυνατότητα για κατάχρηση και αυθαιρεσία, σημαίνει δυνατότητα εκτεταμένης δράσης πιθανών επίορκων κρατικών οργάνων – Σημαίνει δηλαδή Παρακράτος.
Για τα Άρθρα 15 και 16:
Με βάση την αρχή της χρηστής διοίκησης, θα έπρεπε να ορίζονται οι Υπηρεσιακές Μονάδες της ΕΥΠ από τις οποίες θα προέρχονται τα μέλη της Τριμελούς Επιτροπής Αποχαρακτηρισμού.
Εμείς έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στην, πολιτικά και διοικητικά, προβληματική και ανεπίτρεπτη αυτοτέλεια του ΚΕΤΥΑΚ (δηλαδή της ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ)!
Αυτή η αυτοτέλεια εξυπηρετεί σκοπούς αδιαφάνειας και ανέλεγκτης-ανεξέλεγκτης δράσης. Θέλετε την ΕΥΠ κράτος εν κράτει και το ΚΕΤΥΑΚ ένα άλλο κράτος εν κράτει, μέσα στο πρώτο κράτος εν κράτει. Όχι απλώς “γκρίζα ζώνη” αλλά “μαύρη ζώνη”. Με τον τρόπο αυτό, μεθοδεύετε ακραίες υπερβάσεις !
Στην όλη διοικητική δομή δεν υπάρχει πουθενά αλλού τέτοιο σχήμα : Σε μια Υπηρεσία, στην ΕΥΠ, να δημιουργείται μία άλλη «αυτοτελής υπηρεσία», το ΚΕΤΥΑΚ. Πρωτοφανές αλλά αποκαλύπτει του σκοπούς της Κυβέρνησης !
Μία τελευταία ερώτηση εδώ : Ποια αρχή θα μπορεί να ελέγχει λ.χ. τις συμβάσεις της ΕΥΠ και του ΚΕΤΥΑΚ ; Επίσης : Πως θα ασκείται σε αυτές τις υπηρεσίες ο δημοκρατικός έλεγχος ;
Για το Άρθρο 18:
Τα προτεινόμενα προσόντα για τον Διοικητή της ΕΥΠ αποτυπώνουν παιδαιριώδη αντανακλαστικά απέναντι στο ομολογούμενο λάθος της επιλογής του κ. Μητσοτάκη στην προηγούμενη επιλογή του. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον περιορισμό των ιδιοτήτων που προβλέπει το άρθρο (μόνο ανώτατος διπλωματικός ή ανώτατος αξιωματικός κλπ.).
Επίσης : Γιατί ευτελίζετε πάλι τη Βουλή ; Αν η γνώμη της κοινοβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι δεσμευτική, είναι προτιμότερο να την παραλείψετε.
Για το Άρθρο 19:
Με τον Κανονισμό της Ακαδημίας Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας ΕΥΠ ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας και οργάνωσής της. Αυτά δεν αποτελούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό, και δεν μπορούν να ανατίθενται σε Υπουργική απόφαση. Αυτό παραβαίνει το Σύνταγμα (Άρθρ. 43 παρ. 2 εδ. β). Απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος.
Έχουμε παρατηρήσεις και στη συνέχεια του νομοσχεδίου, όπως για τα θέματα προσωπικών δεδομένων και Κυβερνοασφάλειας, που δεν προλαβαίνω να αναπτύξω σήμερα.
Θα συνεχίσουμε γι’ αυτά, χρησιμοποιώντας μέρος του χρόνου στην επόμενη συνεδρίαση της Δεύτερης Ανάγνωσης.
Σας ευχαριστώ!
Διαβάστε ακόμα
Ο σκοπός του Ν/Σ είναι η επικοινωνιακή διαχείριση του σκανδάλου των υποκλοπών, που βαραίνει τις πλάτες του ίδιου του Πρωθυπουργού.
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022 και ώρα 13.00΄
στην Αίθουσα Γερουσίας
Επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου
του Υπουργείου Δικαιοσύνης
«Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».