Το βασικό πολιτικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι η μέθοδος και το ήθος της διακυβέρνησης με την κυριαρχία του πελατειακού συστήματος και με την αντίληψη ότι το ίδιο το κράτος είναι, απλώς, το λάφυρο της εκλογικής κομματικής νίκης – ή (ακόμα καλύτερα για τη συγκεκριμένη πολιτική νοοτροπία) της αυτοδυναμίας.
Αυτό διαμορφώνει ένα σύστημα όπου οι δημοκρατικές αρχές δεν υπάρχουν για να τηρούνται, αλλά μόνο για να εργαλειοποιούνται καταχρηστικά από το εκάστοτε σύστημα εξουσίας και διαπλοκής, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι δικές του σκοπιμότητες και προτεραιότητες.
Η κύρια κυβερνητική προσπάθεια καταναλώνεται στη λαφυραγώγηση, στη λεηλασία του κράτους. Και η σχέση του κράτους με την κυβέρνηση είναι δεδομένη : Από το ένα μέρος είναι, από άποψη χρόνου, μια σχέση εξ ορισμού απολύτως προσωρινή. Και από το άλλο μέρος, από άποψη χώρου, σε ένα στοιχειωδώς ευνομούμενο σύστημα, δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτική, αφού η εκάστοτε κυβέρνηση συνυπάρχει εξ ορισμού με τη Διοίκηση, η οποία θεωρητικά εκφράζει και υλοποιεί και τη συνέχεια του κράτους.
Στο νοσηρό περιβάλλον που διαμορφώνει το πελατειακό σύστημα αναπτύσσονται σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα.
Παράγονται ελλείμματα αξιοκρατίας, όπου το κριτήριο για την κατάληψη μιας θέσης είναι η καταλληλότητα ως προς την προσαρμογή στις επιταγές της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Επίσης, αναπτύσσονται νησίδες ανευθυνότητας στην κυβερνητική και στη διοικητική δράση. Το τελευταίο χρονικό διάστημα το βιώνουμε πολύ χαρακτηριστικά και με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Ακόμα περισσότερο, το πελατειακό σύστημα, στην ουσία, αποτρέπει την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής, τα κυβερνητικά μέτρα πολύ σπάνια στοχεύουν πραγματικά στην επίλυση των προβλημάτων που υποτίθεται ότι θέλουν να αντιμετωπίσουν. Έτσι, τα προβλήματα μονίμως ανακυκλώνονται και επιδεινώνονται.
Μονίμως, επίσης ενισχύεται η κακοδιοίκηση και αποδυναμώνεται το κράτος δικαίου, αφού υποβαθμίζεται, συστηματικά και αναπόφευκτα, η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων.
Και η τελευταία – αλλά όχι έσχατη – αλλά, αντίθετα, κυρίαρχη – συνέπεια του πελατειακού συστήματος είναι η διαρκής ενίσχυση της διαφθοράς.
Όλα αυτά τα προβλήματα αλληλοτροφοδοτούνται διαρκώς για να καταλήξουμε στο τελικό αποτέλεσμα : ο πολίτης να εγκλωβίζεται και να εξαναγκάζεται, από το ίδιο το σύστημα διακυβέρνησης, να γίνει συμμέτοχος στο πελατειακό σύστημα – αν θέλει να έχει στον ήλιο μοίρα…
Η οργάνωση της πολιτικής εξουσίας με το μοντέλο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης μετατρέπει τα κέντρα αποφάσεων σε αμιγώς τεχνοκρατικούς μηχανισμούς. Μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία. Αφαιρεί την πολιτική υπόσταση από τους δημοκρατικούς θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης και οδηγεί σε υπονόμευση – αν όχι σε ματαίωση – της συμμετοχής.
Οι πολίτες και οι κοινωνικές οργανώσεις, στην καλύτερη – και πάντως σπάνια – περίπτωση, μπορούν να επηρεάσουν μόνο σε επιμέρους θέματα αλλά δεν έχουν λόγο στη διαμόρφωση της όλης πολιτικής. Έτσι, οδηγούνται μεθοδευμένα στην απάθεια και τον κυνισμό, προκειμένου τα συστήματα εξουσιών να λειτουργούν απερίσπαστα και χωρίς “περιττές ενοχλήσεις”.
Θα το πω ακραία, σε μία μόνο φράση : Η λεγόμενη Πολυεπίπεδη Διακυβέρνηση εμπεριέχει την υπονόμευση – αν όχι και αναίρεση – της ίδιας της Δημοκρατίας.
Αυτό είναι το πραγματικό πεδίο αναφοράς του σημερινού νομοσχεδίου, που φέρει τον βαρύγδουπο τίτλο «Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων στο δημόσιο τομέα».
Στο Μέρος Α του νομοσχεδίου αντιμετωπίζουμε τον όρο της “Διακυβέρνησης”, που προσδιορίζεται σαν “πολυεπίπεδη”, παραπέμποντας στα διάφορα επίπεδα λήψης απόφασης · αυτά είναι το εθνικό, το περιφερειακό και το τοπικό, καθώς και το υπερεθνικό επίπεδο.
Σε αυτού του είδους τα νομοθετήματα αποτυπώνεται η πραγματικότητα της εξέλιξης του πολιτικού συστήματος : Το πέρασμα από την Κυβέρνηση στην Διακυβέρνηση.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας αυτής “Διακυβέρνησης”, η οποία οργανώνεται στο πλαίσιο που διαμορφώνει η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και η πολιτική κυριαρχία της νέας δεξιάς, είναι:
1ον) η συστηματική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και
2ον) η ενίσχυση των διεθνών και περιφερειακών πολιτικών δομών – και ιδίως του ρόλου των υπερεθνικών επιχειρήσεων και των υπερεθνικών οικονομικών θεσμών και οργανισμών. Είναι αυτοί που συντονίζουν τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, με τρόπο που φαίνεται να υπονομεύει το ρόλο και την ισχύ του κράτους-έθνους.
Η Ελλάδα εισήλθε στον αστερισμό αυτής της πολιτικής πραγματικότητας με βάναυσο τρόπο, σαν πειραματόζωο, με το βαρύ “σοκ” των μνημονίων. Ο ρόλος της πολιτικής αποστασιοποιείται από τις ανάγκες της κοινωνίας και περιορίζεται στη διοικητική διευθέτηση των κρατικών υποθέσεων και προτεραιοτήτων, με κύριο κριτήριο τη λεγόμενη “αποτελεσματικότητα της αγοράς”.
Η έννοια της Διακυβέρνησης περιλαμβάνει τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τους θεσμούς μέσω των οποίων τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι κοινωνικοί φορείς, αλλά και πολίτες και ομάδες πολιτών εκφράζουν τα συμφέροντά τους, ασκούν τα δικαιώματά τους και εκτελούν τις υποχρεώσεις τους σε μια διαρκή προσπάθεια επίλυσης των διαφορών τους.
Μέσα σε αυτό πολύπλοκο σχήμα, ο όρος διακυβέρνηση παραπέμπει ιδεατά στο συντονισμό και στην εξασφάλιση της συνοχής ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες.
Η έννοια της διακυβέρνησης έχει τρία διακριτά σκέλη: το πολιτικό, το διοικητικό και το οικονομικό.
-Το πολιτικό σκέλος είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που παράγουν πολιτικές σε όλους τους τομείς.
-Το διοικητικό σκέλος αφορά στην εφαρμογή των επί μέρους πολιτικών αποφάσεων και απαιτεί την εύρυθμη λειτουργία μηχανισμών σε υπερεθνικό, κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
-Το οικονομικό σκέλος περιλαμβάνει τους διαθέσιμους πόρους για την εφαρμογή των επιμέρους πολιτικών αποφάσεων γενικά, και ειδικά δε στο βαθμό που οι διαθέσιμοι πόροι αφορούν και επηρεάζουν τις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες και τη σχέση τους με άλλες οικονομίες. Το οικονομικό σκέλος είναι κρίσιμο, γιατί επηρεάζει άμεσα τις κοινωνικές συνθήκες : την ισότητα, τη φτώχεια και την ποιότητα ζωής. Εξάλλου, οι διαθέσιμοι πόροι για το κάθε επίπεδο λήψης απόφασης είναι και ο καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της όποιας πολιτικής επιλογής.
Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται και τα ουσιαστικά προβλήματα της λεγόμενης “πολυεπίπεδης διακυβέρνησης”, που αφορούν στο συντονισμό των υφιστάμενων δομών. Και αυτό γιατί τις αρμοδιότητες της κάθε πολιτικής και τα όριά τους ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα, τα καθορίζει μόνο το ένα από τα επίπεδα αυτά : Το εθνικό επίπεδο , δηλαδή η Κυβέρνηση.
Αυτή έχει και τη λεγόμενη “αρμοδιότητα της αρμοδιότητας”. Δηλαδή την αρμοδιότητα να καθορίζει ποιο από τα επίπεδα θα είναι αρμόδιο για την άσκηση μιας πολιτικής. Είναι λοιπόν φυσικό επόμενο, ότι το κυβερνητικό μονοπώλιο για την κατανομή των αρμοδιοτήτων εξυπηρετεί ένα συγκεντρωτικό και πελατειακό σύστημα διαχείρισης της εξουσίας.
Όμως, η ισχύς του κυβερνητικού επιπέδου δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτειακή διάσταση. Έχει, επιπλέον, και την αρμοδιότητα κατανομής και διανομής των πόρων σε κάθε επίπεδο.
Όσο και αν αναφερόμαστε σε αυτοδιοικήσεις, αυτές δεν θα είναι ποτέ πραγματικές όσο δεν έχουν οικονομική αυτονομία, δηλαδή ένα βιώσιμο σύστημα δικών τους πόρων. Όσο άλλοι ελέγχουν και ρυθμίζουν τη ροή του χρήματος για τη λειτουργία τους, θα είναι πάντα δευτεραγωνιστές, ταλαίπωροι “ακόλουθοι” του κεντρικού πολιτικού συστήματος.
Το συγκεκριμένο νομοθέτημα δεν αγγίζει καθόλου όλα αυτά τα ζητήματα. Περιορίζεται σε παρεμβάσεις μόνο στο διοικητικό σκέλος.
Με την έννοια αυτήν είναι εντελώς υπερβολικά – αν δεν συνιστούν και εμπαιγμό – όσα μεγαλεπήβολα και βαρύγδουπα αναφέρονται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης, για την «καθιέρωση του Εθνικού Συστήματος Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, ως νέου συστήματος διοικητικής οργάνωσης και λειτουργίας, που αναμένεται να αποτελέσει τον γεφυροποιό μηχανισμό, τόσο συστημικά, όσο και επιχειρησιακά μεταξύ επιτελικού κράτους και τοπικής αυτοδιοίκησης. Κατά συνέπεια, (λέτε) το παρόν συνιστά μια μείζονα θεσμική μεταρρύθμιση, η οποία αναμένεται να αφήσει ευρύ αποτύπωμα στα δεδομένα της δημόσιας διοίκησης της χώρας».
Θα συνεχίσω με το Μέρος Β του νομοσχεδίου. Πρόκειται για προσθήκες που έρχεται η Κυβέρνηση να κάνει σε προηγούμενο νόμο, για το δήθεν σύστημα εσωτερικού ελέγχου, που ψηφίσατε μόλις πριν από ενάμιση χρόνο.
Είναι ένα ακόμα σύμπτωμα – και ταυτόχρονα αδιάψευστη απόδειξη – της προχειρότητας που διέπει τη νομοθέτηση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Εκτός εάν υπάρχει άλλη απάντηση στο προφανές ερώτημα : Γιατί οι προτεινόμενες διατάξεις των 10 αυτών άρθρων δεν συμπεριλήφθηκαν εξαρχής σε εκείνο το νομοσχέδιο.
Προχωρώντας, θα αναφερθώ ενδεικτικά στο άρθρο 20 : στην παροχή «εύλογης διαβεβαίωσης» από την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου ως «τρίτη γραμμή ρόλων» σχετικά με την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης κινδύνων των «δύο πρώτων γραμμών ρόλων». >
Ζητώ συγγνώμη αν αυτό που διατυπώνω φαίνεται ακατανόητο – απλώς χρησιμοποιώ την ήδη νομοθετημένη – πριν 18 μήνες – κυβερνητική ορολογία.
Πώς και με ποιες διαδικασίες θα παρέχεται αυτή η εύλογη διαβεβαίωση; Δεν υπάρχει απάντηση σε κανένα σημείο του σχεδίου νόμου… Εκτός αν κάποιος μπορεί να μας υποδείξει σε ποιες διατάξεις υπάρχουν αυτές οι ρυθμίσεις....
Ενδεικτικά επίσης θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από το επόμενο άρθρο (21) μήπως μπορεί κάποιος να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση:
«Η πολιτική διαχείρισης κινδύνων περιλαμβάνει τον τρόπο διαχείρισης κινδύνων ανά σκοπό και στόχο, τη διάθεση ανάληψης και το επίπεδο ανοχής κινδύνου, καθώς και τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των κατάλληλων επιπέδων διοίκησης…. (κλπ κλπ).
Τι εννοείτε με το “διάθεση ανάληψης κινδύνου”; Τίνος τη διάθεση αφορά; Μήπως εννοείτε τη διάθεση κάποιου να αντιμετωπίσει κάποιον κίνδυνο; Ή μήπως τη διαθεσιμότητά του;
Ο νομοθέτης υποτίθεται ότι έχει υποχρέωση να είναι σαφής, ακριβής, και άμεσα κατανοητός. Ή μήπως, απλώς χαθήκαμε πάλι στη μετάφραση των κειμένων που χρησιμοποιήθηκαν σαν πρότυπα στις ασκήσεις νομοθετικής προχειρότητας ;
Στο άρθρο 22 προβλέπεται η οργάνωση ειδικού προγράμματος διαχείρισης κινδύνων από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Αναρωτιέμαι αν εδώ και 18 μήνες που τέθηκε σε ισχύ ο προηγούμενος νόμος, για την αντιμετώπιση και τη διαχείριση κινδύνων, έχει διοργανωθεί κάποιο σχετικό σεμινάριο… >
Γιατί τώρα, καλείται το Κέντρο να χορηγεί και Πιστοποιητικά Επαγγελματικής Επάρκειας Διαχειριστή Κινδύνων.
Ίσως, βέβαια, την απάντηση, μας τη δίνει η παρ. 4 – διαβάζω : «Εφόσον κρίνεται απαραίτητη για την υποστήριξη των οργάνων διαχείρισης κινδύνων του φορέα η συνδρομή επαγγελματιών με τεχνογνωσία και δεξιότητες που δεν υπάρχουν εντός του φορέα, η συνδρομή αυτή δύναται να ανατίθεται, κατόπιν προηγούμενης αιτιολογημένης απόφασης του επικεφαλής του φορέα, σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών».
Επιτρέψτε μου : στη χώρα μας, πραγματικοί επαγγελματίες στη διαχείριση κινδύνων δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, έξω από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας.
Επανέρχεται, λοιπόν, κάτι από αυτά που είπα προηγουμένως για τη Διακυβέρνηση: Η προτεραιότητα δεν είναι η επίλυση του προβλήματος αλλά η εξυπηρέτηση των αναγκών του κεντρικού πελατειακού συστήματος · εδώ με τη θέσπιση ενός νέου πεδίου αναθέσεων.
Ανέφερα τα παραπάνω άρθρα σαν πολύ χαρακτηριστικά σημεία για την ποιότητα και την ουσία του συγκεκριμένου νομοσχεδίου.
Επί της Αρχής, προφανώς Καταψηφίζουμε, με βάση την παραπάνω πολιτική μας θέση. Όχι γιατί “κάνουμε αντιπολίτευση”, όπως λέει η συνήθης έκφραση, αλλά γιατί έχουμε συνολικά άλλη πολιτική αντίληψη για την ανάγκη δημοκρατικής νομιμοποίησης των εξουσιών και για την ουσιαστική λειτουργία της Δημοκρατίας.
Σας Ευχαριστώ!
Τρίτη, 10 Ιανουαρίου 2023 και ώρα 13.00΄,
στην Αίθουσα Γερουσίας
Επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου
του Υπουργείου Εσωτερικών
Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και
διαχείριση κινδύνων στον δημόσιο τομέα