Αντικείμενο της σημερινής συνεδρίασης αποτελεί η εξέταση των δύο συμφωνιών της Ελλάδας, με Ιταλία και Αίγυπτο αντίστοιχα, για το κρίσιμο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών και των ΑΟΖ αντίστοιχα.
Δυστυχώς δεν συζητάμε για ελληνικές κινήσεις που εντάσσονται σε κάποια εθνική στρατηγική, σε έναν εθνικό σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής.
Έχει παγιωθεί, πλέον, μία κατάσταση όπου η ελληνική εξωτερική πολιτική ασκείται, δυστυχώς, αποκλειστικά και μόνο, μέσω κινήσεων που δεν εντάσσονται σε στρατηγικό πλαίσιο αλλά αποτελούν -απλώς- αντανακλαστικές (για να μην πούμε και σπασμωδικές) αντιδράσεις στις κινήσεις άλλων – και εν προκειμένω της Τουρκίας.
Και οι δύο συμφωνίες που συζητούμε σήμερα δεν θα είχαν υπογραφεί εάν δεν είχε προηγηθεί το διαβόητο τουρκολυβικό μνημόνιο. Η Ελλάδα, σύρεται, για μία ακόμη φορά, πίσω από τις εξελίξεις, καταδικασμένη να προσπαθεί να διασώσει ό,τι είναι δυνατόν να διασωθεί, απέναντι σε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις.
Ο αντανακλαστικός – ή αν θέλετε “απαντητικός” – χαρακτήρας των συμφωνιών αυτών καθορίζει και τις ατέλειες του περιεχομένου τους, σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, αφού αφορούν στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ΑΟΖ με τις γειτονικές αυτές χώρες.
Η συμφωνία με την Ιταλία δεν επηρεάζει, γεωγραφικά, το τουρκολιβυκό σύμφωνο. Μπορεί να έχει επίδραση μόνο όσον αφορά σε μια αντίστοιχη συμφωνία με την Αλβανία, μετά την γνωστή προηγούμενη προσπάθεια διμερούς οριοθέτησης με τη χώρα αυτή, που απέτυχε και ακυρώθηκε για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Η συμφωνία με την Ιταλία βασίζεται στην παλιά (από το 1977) συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ειδικότερα, μάλιστα, βασίζεται και στις συντεταγμένες εκείνης της συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, δεν ακολουθείται ο κανόνας της “πλήρους επήρειας” των νησιών, που υποτίθεται ότι αποτυπώνει την πάγια ελληνική θέση. Εξαιρούνται από αυτόν, τουλάχιστον, το σύμπλεγμα των Διαπόντιων νήσων βόρεια-βορειοδυτικά της Κέρκυρας [με επήρεια 70%], αλλά και οι Στροφάδες νότια της Ζακύνθου [με, μόνο, 32%].
Είναι ενδεικτικό ότι ο πρέσβης τον ΗΠΑ, ο κ. Πάϊατ, χαρακτήρισε δημόσια τη συμφωνία αυτή ως «ένα παράδειγμα που δείχνει πως πρέπει να γίνονται αυτά τα πράγματα». Την ίδια ώρα, όμως, δήλωνε ότι «Όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο θαλασσών, όλα τα νησιά έχουν τα ίδια δικαιώματα με την ηπειρωτική χώρα».
Όσον αφορά στο ζήτημα της αλιείας, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Ιταλία έχει, από το 1984, με διάταγμα, ορίσει αποκλειστική ζώνη αλιείας 12 ναυτικών μιλίων σε όλες τις ακτές της. Με την παρούσα Συμφωνία, αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Ελλάδας για την επέκταση των χωρικών υδάτων της στα 12 ναυτικά μίλια, αλλά με την πρόβλεψη δικαιώματος δραστηριοποίησης ιταλικών αλιευτικών σκαφών εντός της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, δηλαδή στα ελληνικά χωρικά ύδατα, έστω υπό συγκεκριμένους περιορισμούς. Παράλληλα, προβλέπεται η παραπομπή στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα για την τροποποίηση των κανονισμών της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, “με τρόπο συμβατό προς τα συμφέροντα και των δύο μερών”, όπως αναφέρεται. Με τον τρόπο αυτό, η μεν Ιταλία καθίσταται μέτοχος και συνδικαιούχος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης η δε Ε.Ε. αναλαμβάνει και ρόλο συνδιαχειριστή της. (σ.σ. : θέση Κοτζιά).
Με τις παραπάνω συνοπτικές επισημάνσεις μας, επιβεβαιώνονται οι “ατέλειες” του περιεχομένου της συμφωνίας. Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι τα σημεία αυτά αποτελούν υποχωρήσεις σε σχέση με τις αρχές και τις προβλέψεις του δικαίου της Θάλασσας, το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί – πάγια – τη λυδία λίθο των θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού σε αυτό, κυρίως, εναποθέτουμε την υποστήριξη και προστασία των εθνικών μας δικαιωμάτων και στυμφερόντων.
Εμείς, ως ΜέΡΑ25, θα καταψηφίσουμε την κύρωση της συμφωνίας αυτής, όχι με βάση μια μαξιμαλιστική στοχοθεσία ή μια αντιπολιτευτική μικροψυχία, ούτε μόνο εξαιτίας των παραπάνω εθνικών υποχωρήσεων.
Θα καταψηφίσουμε πρωτίστως για λόγους αρχής:
Έχουμε τη θέση ότι οι μεμονωμένες διμερείς συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ ή θαλασσίων ζωνών, δεν μπορούν να αποτελέσουν πραγματική λύση στις ιδιαίτερες συνθήκες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου αντικειμενικά υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των ζωνών επίδρασης των κρατών της περιοχής.
Με τη δεδομένη γεωγραφική διαμόρφωση, κάθε συμφωνία πλήρους οριοθέτησης μεταξύ δύο κρατών είναι δεδομένο ότι θα συμπεριλαμβάνει και την επέμβαση στα δικαιώματα μίας, τουλάχιστον, ακόμα, τρίτης χώρας.
Επίσης, οι διμερείς διαπραγματεύσεις επιφυλάσσουν κρίσιμο ρόλο σε – αυτόκλητους ή επιβαλλόμενους – επιδιαιτητές, με τα δικά τους συμφέροντα, ενδιαφέροντα και προτεραιότητες, όπως λ.χ. οι ΗΠΑ ή η Γερμανία.
Ένα είναι, λοιπόν, το βάσιμο και αιτιολογημένο συμπέρασμα : Πραγματική και βιώσιμη λύση, με ασφάλεια και προοπτική, μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω μιας περιφερειακής διεθνούς διάσκεψης όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, με αντικείμενο τη διευθέτηση των ορίων ΑΟΖ και θαλασσίων ζωνών.
Γι’ αυτό και έχουμε προτείνει να αναλάβει η Αθήνα την πρωτοβουλία για τη σύγκληση αυτής της Διεθνούς Διάσκεψης, που θα λειτουργήσει με αρχή και γνώμονας μόνο το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Μία τέτοια διεθνής διάσκεψη θα απαλλάξει την περιοχή από πολυετείς διακρατικές συγκρούσεις και πολιτικά παίγνια, με αδιέξοδες διπλωματικές επιπλοκές, μεθοδεύσεις θερμών επεισοδίων και πολεμικές εντάσεις.
Ταυτόχρονα δε, ακυρώνει αυτόματα και την ιδιοτελή επεμβατική διάθεση οιασδήποτε τρίτης χώρας.
Και κάτι ακόμα : Αν κάποια χώρα τυχόν επιλέξει, με οποιοδήποτε πρόσχημα, να αρνηθεί τη συμμετοχή της σε μία τέτοια Διάσκεψη, θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα και θα υποστεί και τις αντίστοιχες αρνητικές συνέπειες. Δηλαδή, ιδίως, τόσο τη διεθνή απομόνωση όσο και την ερήμην της διευθέτηση.
Τελειώνοντας, θα υπενθυμίσω τη θέση του κόμματός μας εναντίον των εξορύξεων. Αυτό είναι θέμα που αφορά και στην υφαλοκρηπίδα και στις ΑΟΖ. Και η θέση μας είναι ότι θέλουμε την κατοχύρωση της ελληνικής ΑΟΖ για να εξασφαλίσουμε την αποτροπή της διενέργειας εξορύξεων στο χώρο της.
Επίσης, η οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι κρίσιμη για το στοίχημα της Πράσινης Μετάβασης, και ιδίως για την ανάπτυξη στη θάλασσα αποδοτικού δικτύου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Εντέλει, με βάση το συγκεκριμένο περιεχόμενο της Συμφωνίας, αλλά και τη θέση μας για τη σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν μπορούμε παρά να καταψηφίσουμε τη συμφωνία.