Kοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων και της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Συζήτηση των μελών των Επιτροπών με τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, σχετικά με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κύριε Πρόεδρε ευχαριστώ πολύ!
Καταρχήν, θα πρέπει και εμείς από τη μεριά μας να καλωσορίσουμε την Κυπριακή Αντιπροσωπεία στις σημερινές συνεδριάσεις.
Στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι πάντα χρήσιμες οι διαδικασίες εμπλουτισμού των αναλύσεων και των συνθέσεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο καλύτερος δυνατός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση των θεμάτων.
Το συνταγματικό πλαίσιο είναι, βέβαια, απολύτως σαφές: Η Κυβέρνηση είναι εκείνη που, εντέλει, καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας. Αυτή έχει την λαϊκή εντολή, αυτή και αποφασίζει. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, και φέρει και την πλήρη ευθύνη για το σύνολο των πράξεων και των παραλείψεών της.
Σήμερα καλούμαστε να συζητήσουμε εδώ, μαζί με τους Βουλευτές της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, για τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.
Είμαι υποχρεωμένη, ξεκινώντας, να καταθέσω έναν προβληματισμό μας :
Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι τόσο καινούργιες. “Τρέχουν” εδώ και μήνες. Γιατί, λοιπόν, αυτή η συνεδρίαση γίνεται μόλις τώρα ; Γιατί δεν έγινε νωρίτερα;
Αναφέρω ενδεικτικά : Θα μπορούσε να έχει γίνει λ.χ. πριν τα μέσα Ιουλίου. Πριν να γίνει αποδεκτή και οριστικοποιηθεί η διαμεσολάβηση της Γερμανίας για διάλογο. Πριν, λοιπόν, υπάρξει μια τέτοια κρίσιμη απόφαση.
Στ’ αλήθεια, δημιουργεί πραγματικά ερωτηματικά η αποδοχή της γερμανικής διαμεσολάβησης. Δεν φαντάζομαι να βαυκαλίζεται κανείς δίνοντας βάση στον κενό λόγο για γερμανική ουδετερότητα ή – ακόμη περισσότερο – και για δήθεν μη ουδετερότητα, λόγω ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, όπως ακούσαμε πολύ πρόσφατα, εδώ, από τον Γερμανό πρέσβη. Μια ιστορικά πρωτότυπη αλληλεγγύη, που μας έχει γονατίσει οικονομικά και πολιτικά.
Υπενθυμίζω τις δηλώσεις του Γερμανού πρέσβη στις 17 Σεπτεμβρίου: «…Αυτό που βρίσκω σημαντικό, είναι ότι εμείς δεν είμαστε ουδέτεροι όσον αφορά τη σχέση μας με την Τουρκία και την Ελλάδα. Κάθε άλλο. Εμείς στηρίζουμε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και το έχω τονίσει επανειλημμένα αυτό. Ως εκ τούτου, η κριτική που ασκείται στην Ελλάδα έναντι της Γερμανίας ομολογώ ότι δεν την καταλαβαίνω, γιατί σε τελική ανάλυση είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να έχει διαπραγματευτή, έναν διαμεσολαβητή, που συμπτωματικά τυχαίνει να έχει και την Προεδρία στην Ε.Ε.»
Θεωρούμε δεδομένο ότι, μόνο με βάση ασυγχώρητη πλάνη, θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σε κάτι θετικό από αυτή τη διαμεσολάβηση.
Ενόψει της επικείμενης διαπραγμάτευσης, η τουρκική πλευρά, σκόπιμα, προσθέτει ολοένα και περισσότερα θέματα. Πέρα από την υφαλοκρηπίδα, προστίθενται οι θαλάσσιες ζώνες, θέμα πολύ σημαντικό, αφού περιλαμβάνει και τα χωρικά ύδατα. Αλλά, προστίθενται και οι ΑΟΖ. Για τις θαλάσσιες ζώνες, μάλιστα, υπάρχουν και αναφορές αποδοχής από τον Έλληνα Πρωθυπουργό.
Επίσης ανασύρονται και άλλα, όπως η Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών ή και το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας.
Παράλληλα, στα μέσα ενημέρωσης, είναι διαρκείς και έντονες οι προτροπές για τον επικείμενο διάλογο.
Μόλις πρόσφατα, με έκπληξη διαβάσαμε, παρέμβαση γνωστού ακαδημαϊκού, που έχει διαπρέψει στον αγγλοσαξωνικό χώρο, που, αφού διαπίστωνε ότι τάχα ο πρωθυπουργός δεν δέχεται συνομιλίες με την Τουρκία επί όλων των διαφορών, εξέφραζε ρητά την ελπίδα να τον πιέσει η κ. Μέρκελ, για να αλλάξει τη στενόμυαλη αυτή θέση του.
Σε άρθρο ενός πρέσβη επί τιμή, για «το σενάριο της διαπραγμάτευσης» και την αποδοχή ενός κειμένου αρχών από τις εμπλεκόμενες πλευρές, διαβάσαμε και αναγωγές στα κείμενα αρχών των διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ, του Όσλο και του Ντέιτον. Δυστυχώς, βέβαια, και οι τρεις αυτές περιπτώσεις, αποτελούν μάλλον δείγματα αποτυχιών της διεθνούς διπλωματίας.
Το πρόβλημα δεν είναι το τι γράφεται από ακαδημαϊκούς και διπλωμάτες. Ούτε το πού γράφεται.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι «άριστοι» που κατέχουν τις πολιτικά ηγετικές θέσεις, δείχνουν σα να μην έχουν διδαχθεί από την ιστορία και τη διπλωματία.
Υπάρχει μία σπουδή για διάλογο με την Τουρκία.
Πρόκειται για την άνευ επιστροφής είσοδο σε ένα μάλλον σκοτεινό τούνελ, που όσο προχωρείς τόσο στενεύει.
Το τελικό δίλημμα είναι προδιαγεγραμμένο και αναπόφευκτο.
- Είτε θα προχωρήσουν το διάλογο μέχρι τέλους, με βάση τις τουρκικές απαιτήσεις, διαπραγματευόμενοι παραχωρήσεις σε κυριαρχικά δικαιώματα και σε ελληνική κυριαρχία.
- Είτε θα υποχρεωθούν σε υπαναχώρηση από τον, ας μου επιτραπεί, «κακοστημένο» διάλογο, στον οποίο δέχτηκαν να συρθούν, χωρίς περίσκεψη αλλά και χωρίς προετοιμασία. Και, δυστυχώς, αυτό θα το χρεωθούν. Αλλά, το πιο σημαντικό είναι ότι θα το χρεωθεί, στο διεθνές πεδίο, και η χώρα μας.
Η κυβέρνηση στις συμφωνίες με την Ιταλία, για τις θαλάσσιες ζώνες, αλλά και με την Αίγυπτο, για την ΑΟΖ, έχει κάνει τις υποχωρήσεις, που θα τις βρει μπροστά της, τόσο η ίδια, όσο και οποιαδήποτε επόμενη ελληνική κυβέρνηση προχωρήσει σε ανάλογο διάλογο με την Τουρκία.
Με την Ιταλία, στο πεδίο της αλιείας, έγινε παραχώρηση κυριαρχίας. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών δήλωσε με ενθουσιασμό ότι είναι και η χώρα του έτοιμη για ανάλογη συμφωνία.
Και με τις δύο συμφωνίες δεχθήκαμε, σε αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ότι τα νησιά έχουν περιορισμένη επήρεια σε ΑΟΖ, σε σχέση με τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές.
Αυτό, το δεχθήκαμε ακόμη και για το μεγαλύτερο νησί της χώρας , το τέταρτο σε μέγεθος στη Μεσόγειο. Μάλιστα, ακούσαμε από αρμόδια κυβερνητικά χείλη και την επισήμανση ότι, ειδικά για την Κρήτη, υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία, αφού αποτελεί τον τόπο καταγωγής του Πρωθυπουργού μας. Κάθε περαιτέρω σχολιασμός, είναι – νομίζω –περιττός.
Επιπλέον, με την Αίγυπτο, ορίσαμε ΑΟΖ μόνο μέχρι το μέσον της Ρόδου, δυτικά του 28ου Μεσημβρινού, χωρίς να καταγράψουμε διεκδικήσεις ανατολικά του.
Με τις σημερινές συνθήκες, η ελληνική πλευρά σύρεται σε διάλογο με την Τουρκία, έχοντας χρεωθεί δύο – ακόμα –ήττες :
Η μία είναι ότι προχωρά σε διάλογο αποδεχόμενη το γεγονός ότι το Όρουτς Ρέις έκανε έρευνες σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διότι έκανε έρευνες και δεν έχει νόημα να εμπλεκόμαστε σε συζητήσεις και επιχειρηματολογίες, όπως αυτές για τον θόρυβο από τις φρεγάτες, που κινητοποιήθηκαν για να δυσχεράνουν το αποτέλεσμα των ερευνών και όχι με στόχο για να εμποδίσουν τις ίδιες τις έρευνες.
(Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε όλοι να είμαστε ευγνώμονες για την ετοιμότητα και το θάρρος που δείχνει το τόσο παραμελημένο, ένστολο προσωπικό μας σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιάζεται).
Η δεύτερη καταγεγραμμένη ήττα, είναι ότι η Ελληνική Κυβέρνηση προχωρά σε διάλογο ενώ η Τουρκία συνεχίζει να παραβιάζει την κυπριακή ΑΟΖ.
Όλοι κρινόμαστε για τις πράξεις μας και για τις παραλείψεις μας.
Η κυβέρνηση δέχθηκε ως προϋπόθεση για τον διάλογο την περιστασιακή, προσωρινή απόσυρση του συγκεκριμένου τουρκικού σκάφους από την περιοχή του Καστελλόριζου παραβλέποντας, πάντως, τις μόνιμες παραβιάσεις της Κυπριακής ΑΟΖ.
Τι είναι άλλωστε η Κύπρος; Η έγκυρη Λε Μοντ μας λέει ότι είναι ένας «κόκκος άμμου», που εμποδίζει τώρα τον μηχανισμό λήψης αποφάσεων για τη Λευκορωσία.
Και επειδή «δεν ξεχνώ», θα υπενθυμίσω μία σχετική φράση, του γνωστού αστροφυσικού Στράτου Θεοδοσίου, που αρμόζει τέλεια στην περίπτωση : «Ναι, είμαστε ένας μικρός, αλλά δραστήριος και επινοητικός κόκκος άμμου!»