Το μόνο πόρισμα που μπορεί να εξαχθεί από την εξεταστική επιτροπή είναι η καταρράκωση του κράτους δικαίου στη χώρα μας.

powered by social2s

Θα ξεκινήσω με μία υπενθύμιση. Η συγκεκριμένη Εξεταστική Επιτροπή συγκροτήθηκε με απόφαση της Βουλής κατά πλειοψηφία, με πρόταση και ψήφους μόνο της αντιπολίτευσης. Η συμπολίτευση δήλωσε απλώς «Παρών». 

Αντίθετα, το φερόμενο ως “Πόρισμα”, ψηφίστηκε αποκλειστικά και μόνο από τα μέλη της Επιτροπής που ανήκουν στην κυβερνητική πλειοψηφία.

Η πρακτική παρακολούθησης των επικοινωνιών οποιουδήποτε πολίτη, και ιδίως με την προσχηματική επίκληση “λόγων εθνικής ασφαλείας”, αποτελεί ακραία προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος, και μάλιστα στον πυρήνα του. Όταν η παρακολούθηση στοχεύει σε πολιτικούς αντιπάλους ή και δημοσιογράφους έχουμε και ιδιάζουσα και επιβαρυντική περίπτωση. 

Από τα στοιχεία της Έκθεσης Πεπραγμένων της ΑΔΑΕ για το 2021, μάθαμε ότι υπήρξαν περίπου 15.475 εισαγγελικές διατάξεις για άρση απορρήτου, για “λόγους εθνικής ασφάλειας” – μέσα σε ένα μόνο χρόνο ! 

Σύμφωνα με τα τελευταία για κάθε χώρα διαθέσιμα, επίσημα  στοιχεία :

Στη Γερμανία το 2019, για θέματα εθνικής ασφάλειας, διατάχθηκαν συνολικά 1.423 εγκρίσεις επιτήρησης τηλεπικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων και εδώ των παρατάσεων κλπ. 

Αντίστοιχα, στη Μεγάλη Βρετανία, τα εντάλματα στοχευμένης παρακολούθησης – και για εθνική ασφάλεια και για εγκληματικές δραστηριότητες – ανήλθαν συνολικά, το 2020, σε -μόλις- 3.649. 

Επειδή τα μεγέθη των χωρών και των συμφερόντων δεν είναι ανάλογα, δύο εκδοχές υπάρχουν: Στην Ελλάδα ή έχουμε μεγαλύτερο κυβερνητικό ζήλο, αυθαιρεσία και κατάχρηση στις παρακολουθήσεις, ή έχουμε δυσανάλογα μεγαλύτερο αριθμό πολιτών που επιβουλεύονται την εθνική ασφάλεια.

Η Εξεταστική Επιτροπή αποτελεί εξ ορισμού ανώτατο όργανο κοινοβουλευτικού, δηλαδή δημοκρατικού, ελέγχου. Ο δημοκρατικός έλεγχος έχει ριζική ποιοτική διαφορά από οποιονδήποτε άλλο θεσμικό έλεγχο, όπως ο διοικητικός ή ο ιεραρχικός. Ακριβώς επειδή συντελείται στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών καθηκόντων, δηλαδή της πιο άμεσης – και τυπικά και ουσιαστικά – έκφρασης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. 

 Επίσης, πέρα από την αυτοτελή ελεγκτική κοινοβουλευτική αρμοδιότητα και ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κανονισμού της Βουλής, «Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών καθώς και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ενεργούν κάθε αναγκαία κατά την κρίση τους έρευνα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο συστάθηκαν».

Ο δημοκρατικός έλεγχος, όπως και το καθήκον διερεύνησης για πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, δεν μπορεί να ακυρώνεται, και μάλιστα εξ αρχής, εν ονόματι οποιουδήποτε “απορρήτου”.

Αυτό το “απόρρητο” είναι, εντέλει, το οχυρό μέσα από το οποίο αμύνεται με πείσμα ένα ένοχο σύστημα. 

Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει ότι η κυβερνητική παράταξη συστρατεύθηκε σύσσωμη σε μια σθεναρή αλλά και προκλητική άρνηση για  την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.    Και σε αυτό το επιχειρησιακό σχέδιο επιστρατεύθηκαν και τα μέλη που την εκπροσωπούσαν στην Επιτροπή.

Η επιλογή των κέντρων – και παράκεντρων – εξουσίας ήταν να δρομολογηθεί μια εντελώς προσχηματική διαδικασία, προδιαγεγραμμένη να μην έχει κανένα αποτέλεσμα, με μόνο σκοπό τον εμπαιγμό του ελληνικού λαού ή πιθανόν και  ισορροπίες στα δικά τους πολιτικά παίγνια.

Στο ζήτημα των παρακολουθήσεων υπάρχει διακύβευμα  για την ίδια τη δημοκρατία. Επομένως,  εδώ, δεν ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, όπως στις κοινές ποινικές υποθέσεις αλλά το ακριβώς αντίθετο : Τεκμήριο Ενοχής. 

Είχαμε τονίσει, πριν ακόμα τη σύσταση της Εξεταστικής, ότι η Κυβέρνηση, ο κ. Πρωθυπουργός και η ΕΥΠ έχουν το “βάρος απόδειξης”. 

Λέγαμε ότι : «Αν η Κυβέρνηση και η ΕΥΠ δεν αποδείξουν – και μάλιστα με αδιάσειστα στοιχεία – ποιος ή ποιοι άλλοι κάνουν τις παρακολουθήσεις, αυτό σημαίνει ότι υπεύθυνη για αυτές είναι η ίδια η Κυβέρνηση. Και εάν δεν φέρουν τα στοιχεία που να αποδεικνύουν την βασιμότητα της επίκλησης των “λόγων εθνικής ασφάλειας” συνομολογούν το μη νόμιμο των παρακολουθήσεων. Ομολογούν την ενοχή τους».

Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτό – από μόνο του – δείχνει και ποια είναι η θέση μας σήμερα !

Είχαμε, επισημάνει τη νομική δυνατότητα, και από το νόμο για την ΕΥΠ (άρθρο 14 § 4 ν. 3649/2008) και από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 212), για άρση του απορρήτου, με πράξη του Πρωθυπουργού ως προς την  ΕΥΠ (ή και των όποιων κατά περίπτωση αρμοδίων υπουργών, για τις άλλες περιπτώσεις υπαλλήλων ή λειτουργών).

Είχαμε ζητήσει ρητά, εάν η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής δεν είναι εικονική, να αρθεί το απόρρητο. Να εκδοθούν οι αναγκαίες πράξεις του Πρωθυπουργού ή και των αρμοδίων υπουργών, ώστε να μην είναι δυνατή η επίκληση και εκμετάλλευση απορρήτου με μόνο σκοπό την ουσιαστική ακύρωση της διαδικασίας της Επιτροπής. 

Και, μάλιστα, να το κάνουν αυτό αυτεπαγγέλτως, όπως προβλέπει ο νόμος. Αλλιώς, να τους απευθύνει επίσημο αίτημα, όπως έχει από το νόμο δικαίωμα – και υποχρέωση, η Εξεταστική Επιτροπή.

Τίποτε από αυτά δεν έγινε !

Και, εδώ, η κύρια και βαριά ευθύνη ανήκει προφανώς στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, που υποχρέωσε ολόκληρη την Κυβέρνηση και ολόκληρη την παράταξή του να εγκλωβιστεί σε αυτή την απαράδεκτη διαδικασία.

Και όμως : η  είναι ασύμβατη με κάθε έννοια ασυδοσίας και ατιμωρησίας αλλά και με οποιοδήποτε – δήθεν εξ ορισμού – ανέλεγκτο και ανεξέλεγκτο άβατο.

Σε κάθε περίπτωση, εδώ, επιβεβαιώθηκε το πιο απαισιόδοξο και το πιο ανάξιο σενάριο !  Αποδείχθηκε ότι για την Κυβέρνηση –  και τον κ. Πρωθυπουργό προσωπικά – διακυβεύεται κάτι πολύ περισσότερο από τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Μετά από όλα αυτά, η διαδικασία της Επιτροπής δεν επεφύλασσε καμία έκπληξη : Μία διατεταγμένη παρωδία εξεταστικής επιτροπής, μια διεκπεραιωτική διαδικασία, αυτοδεσμευόμενη να μην αγγίξει επ’  ουδενί την ουσία των κρίσιμων ζητημάτων. 

Με το μονοκομματικό της προεδρείο και με τη δεδομένη κυβερνητική πλειοψηφία στη σύνθεσή της, η Επιτροπή ακολούθησε το “σκληρό” σχέδιο  :

1ον). Δεν άγγιξε καν τη νομιμότητα των λόγων των “επισυνδέσεων”. Ούτε καν αναζήτησε να λάβει έστω και απλή γνώση των λόγων αυτών.

2ον). Απείχε εντελώς από τη διερεύνηση του απίθανου συγχρονισμού, όπου τα ίδια κινητά, των εξεταζόμενων δήθεν “μεμονωμένων περιπτώσεων” (Ανδρουλάκη και Κουκάκη), βρίσκονταν υπό  παρακολούθηση από την ΕΥΠ αλλά είχαν προσβληθεί και από το κακόβουλο λογισμικό Predator.

3ον). Απείχε από κάθε ουσιαστική ή έστω και στοιχειώδη διερεύνηση για τη χρήση και εφαρμογή κακόβουλων λογισμικών – όπως το Predator και το Pegasus – από οποιονδήποτε, στη χώρα μας.

4ον). Αντιπαρήλθε πλήρως κάθε υποχρέωση διερεύνησης και ως προς την υπόθεση των πολυετών, από το 2016, παρακολουθήσεων σε βάρος ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, του ΚΚΕ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιπαρέρχεται, ακόμα και τώρα, τις συγκεκριμένες τεκμηριωμένες και ουσιαστικά επιβεβαιωμένες καταγγελίες του ΚΚΕ, σαν να μη συμβαίνει τίποτα !

5ον). Θεώρησε ανάξια διερεύνησης κάθε καταγγελία για παρακολούθηση των επικοινωνιών Ελλήνων πολιτών από ξένες υπηρεσίες ή κακόβουλους ιδιώτες. Και αυτό μάλιστα στη χώρα όπου έχει τεκμηριωθεί πως είχε τεθεί υπό παρακολούθηση ακόμα και ο Πρωθυπουργός της, ο Κων. Καραμανλής, το 2005 (ή, ακριβέστερα, τουλάχιστον αυτός).  

Στο σημείο αυτό, αξίζει να μάθει ο ελληνικός λαός ότι όλοι ανεξαιρέτως οι διοικητές της ΕΥΠ, που παρήλασαν ως μάρτυρες από την Επιτροπή, κατέθεσαν ότι «δεν είναι δουλειά της ΕΥΠ» να προστατεύει τους Έλληνες πολίτες από παρακολουθήσεις των επικοινωνιών τους από οποιονδήποτε, ακόμα και από ξένες μυστικές υπηρεσίες !

6ον). Απέφυγε εσκεμμένα τη διεύρυνση του καταλόγου των μαρτύρων. Απέρριψε κάθε σχετική πρόταση, εμμένοντας στο σχήμα της περιορισμένης διαδικασίας, και χρονικά αλλά και σε εύρος και βάθος διερεύνησης. 

7ον). Ο μόνος μάρτυρας που εμφανίστηκε με πρόθεση να καταθέσει όσα γνωρίζει για την εξεταζόμενη υπόθεση, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας και της εμπλοκής της Αρχής στην οποία προΐσταται, ήταν ο πρόεδρος ΑΔΑΕ, κ. Ράμμος. 

Συγκεκριμένα σημεία της κατάθεσής του φάνηκε να δημιουργούν ρωγμές στο προδιαγεγραμμένο σχέδιο της πλήρους συγκάλυψης και συσκότισης. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιμετωπίζεται από τη μεριά της “συμπολίτευσης”, με ύφος και αντιδράσεις, σαν να ήταν αυτός κατηγορούμενος για κάτι ! Και, πράγματι ήταν, αφού φαίνεται πως ο όρκος του και η ευσυνειδησία του δεν του επέτρεπαν να συμμετέχει στο κυβερνητικό σχέδιο ταχείας και “ανώδυνης” περαίωσης της διαδικασίας.

Προσπαθώντας να υπερασπιστούμε την ουσιαστική λειτουργία της Επιτροπής, καταθέσαμε συγκεκριμένα έγγραφα αιτήματα, αναγκαστήκαμε ακόμα και σε προειδοποιητικές αποχωρήσεις διαμαρτυρίας, από συνεδριάσεις της Επιτροπής, όπως και η υπόλοιπη αντιπολίτευση. 

Όλα μάταια ! Προσέκρουαν πάντα στο τείχος της κυβερνητικής άμυνας. 

Συμπερασματικά : Η όλη διαδικασία προδιαγράφηκε έτσι ώστε, χωρίς έρευνα και χωρίς στοιχεία, να καταλήξει με βεβαιότητα στην “κρίση” ότι : «Ουδέν στοιχείο προέκυψε που να θέτει σε αμφιβολία τη νομιμότητα των ενεργειών κλπ. κλπ.»  Στην πιο τολμηρή και φιλότιμη εκδοχή, θα μπορούσε κάποιος, ακροβατώντας, να φτάσει και στο προωθημένο «Αντιθέτως προέκυψε, είτε με αποδείξεις είτε, έστω, με ισχυρές ενδείξεις, ότι όλα έγιναν νόμιμα».

Αυτά ακριβώς έκανε, λοιπόν, η Κυβερνητική πλειοψηφία της Επιτροπής!

Σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση, ακόμα και στην τελευταίας σημασίας, ένας ανακριτής που θα είχε ενεργήσει με ανάλογο τρόπο θα ήταν αμέσως υπόλογος, και πειθαρχικά και ποινικά – εάν δεν έμπαινε και φυλακή, το πιθανότερο είναι ότι τουλάχιστον θα έχανε τη δουλειά του.

Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν θα ήταν δυνατόν να περιμένει ουσιαστικό αποτέλεσμα από μία ανακριτική διαδικασία που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί παραστατικά στον ακόλουθο διάλογο :

  • Κάνατε τίποτε παράνομο κύριε ύποπτε;
  • Προς Θεού, κύριε ανακριτά, όλα έγιναν νόμιμα.
  • Ευχαριστώ πολύ, δεν χρειάζομαι και άλλες μαρτυρίες ούτε άλλες αποδείξεις, μπορείτε να πηγαίνετε!

Το εσκεμμένα ελλιπές και απολύτως ατελές υλικό, που προέκυψε από τις διαδικασίες της Επιτροπής, είναι απρόσφορο ακόμα και για την εξαγωγή στοιχειωδών συμπερασμάτων, πόσο μάλλον για τη σύνταξη σοβαρού «Πορίσματος».

Ακόμα και τα πορίσματα κομμάτων της αντιπολίτευσης, σε συγκεκριμένα σημεία, δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία. Απλώς προσπαθούν να καταλήξουν σε συμπεράσματα με βάση τα κενά και τα ελλείμματα της διερεύνησης της Επιτροπής. 

Θα ήταν και για εμάς εύκολο να κυνηγήσουμε εντυπώσεις, αλλά δεν θα μπούμε σε αυτή τη διαδικασία !

Δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να ρωτήσει:  Αν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε γιατί μείνατε στην Επιτροπή ; 

Μείναμε λοιπόν : 

Πρώτον γιατί λόγω του απορρήτου και της διαδικασίας δεν υπήρχε άλλος τρόπος να λαμβάνουμε γνώση όσων εκτυλίσσονταν σε αυτήν. 

Και αυτή η γνώση ήταν και υποχρέωσή μας απέναντι στον ελληνικό λαό – όχι μόνο απέναντι τους ψηφοφόρους του κόμματός μας. Ήταν δημοκρατικό καθήκον να είμαστε παρόντες σε αυτήν την ακραία αντιδημοκρατική διαδικασία.

Και, Δεύτερον, γιατί ο καλοπροαίρετος συχνά γίνεται αφελής. Είχαμε τη μικρή ελπίδα ότι – έστω μέχρι το τέλος – θα υπήρχε μια αναλαμπή, που θα έσπαγε το σκοτάδι της πολιτικής Ομερτά και θα υπήρχε πραγματική Εξεταστική! 

Δυστυχώς – για όλους – ατυχήσαμε…

Γι’ αυτό δηλώσαμε ότι δεν έχει κανένα νόημα να παραστούμε στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, στο αποκορύφωμα της προσχηματικής εικονικότητας, με την ψηφοφορία επί του δήθεν Πορίσματος.

Προχωράμε στο επόμενο βήμα : Η εμπειρία από την ολοκλήρωση του έργου της Εξεταστικής δεν αφήνει περιθώρια να διατυπώσουμε θεσμικές προτάσεις για τα επίδικα ζητήματα. 

Είχαμε ήδη καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την ορθολογικοποίηση και τον εκδημοκρατισμό του θεσμικού πλαισίου στους συγκεκριμένους τομείς. 

Η ίδια η υπόθεση ανέδειξε και απέδειξε εσκεμμένα κενά και προφανή ελλείμματα. 

Σήμερα, πλέον, έχουμε πεισθεί απολύτως ότι το ελληνικό πολιτικό παρόν είναι και απρόθυμο και ανάξιο για την προώθηση οιασδήποτε θεσμικής μεταρ-ρύθμισης στη σωστή κατεύθυνση.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, να έχουμε συμμετοχή σε συγκυριακά  επικοινωνιακά τεχνάσματα, του τύπου «Ας κάνουμε κάτι , για να τους ρίξουμε στάχτη στα μάτια».

Επιφυλασσόμαστε να θέσουμε τις προτάσεις μας όταν οι συνθήκες θα καθιστούν κάτι τέτοιο χρήσιμο και ουσιαστικό. Με την  πρακτική της παρούσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας κάτι τέτοιο είναι, προφανώς, εντελώς ανώφελο. 

Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και ένα ψήγμα ηθικής και πολιτικής νομιμοποίησης, από μέρους μας, της όλης απαράδεκτης διαδικασίας, την οποία στοιχειώδεις λόγοι δημοκρατικής συνείδησης – χωρίς να διεκδικούμε για αυτήν κανένα μονοπώλιο – δεν μας επιτρέπουν να παράσχουμε.

Είπαμε, όμως, και επαναλαμβάνουμε : Είμαστε έτοιμοι – και θα επιδιώξουμε – να υπάρξει αυτός ο διάλογος με τα άλλα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.

Μία σημείωση μόνο : Η προστασία της Εθνικής Ασφάλειας είναι ουσιαστικά η πρόληψη  και καταστολή εγκλημάτων που ήδη προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 134 έως 195). Η προσχηματική επίκληση των «λόγων εθνικής ασφάλειας» με άλλους σκοπούς, όπως εδώ στις παρακολουθήσεις, δίνει επίφαση νομιμότητας σε μια έκνομη παρακρατική δραστηριότητα. Παρακρατική οργάνωση, που θα έπρεπε να προβλέπεται και να τιμωρείται σαν ιδιώνυμο αδίκημα, ανάλογα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 187, κύριε Πρωθυπουργέ.

Καταλήγοντας : Το μόνο πόρισμα που μπορεί να εξαχθεί από όλη αυτή τη διαδικασία είναι η πλήρης έκπτωση της δημοκρατικής λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η καταρράκωση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. 

Απλώς προστέθηκε άλλο ένα (βαρύ) περιστατικό στο πολιτικό μητρώο της κατά συρροή και κατ΄ εξακολούθηση ένοχης πρακτικής της κυβερνητικής εξουσίας στην Ελλάδα.

Ένα μόνο σημείο αξίζει να επισημάνουμε από όλη αυτή την ιστορία, σαν χαρακτηριστικό δείγμα των μεθόδων λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος  : 

Στις 10/3/2021, ο δημοσιογράφος Αθ. Κουκάκης κατέθεσε νόμιμη αίτηση στην ΑΔΑΕ, να ενημερωθεί για τα στοιχεία της παρακολούθησής του. Η ΑΔΑΕ, ασκώντας το καθήκον της, ζήτησε από την τότε διοίκηση της ΕΥΠ και την αρμόδια εισαγγελέα τα σχετικά στοιχεία, για να απαντήσει. Η όλη διαδικασία δεν ήταν ευρύτερα γνωστή στην κοινή γνώμη. Η Κυβέρνηση ανέλαβε άμεσα πρωτοβουλία : στις 31/3/21 συζητείται στη Βουλή ένα ακόμα κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο (124 άρθρα) με «κατεπείγουσες ρυθμίσεις» για τις συνέπειες της πανδημίας. 

Εισάγει μία άσχετη και εκπρόθεσμη υπουργική τροπολογία (αριθμός 826/145). Την υπογράφουν ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κ. Παν. Πικραμμένος και ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κων. Τσιάρας. Λίγες ώρες μετά, η ειδική τροπολογία, που την υπερφήφισε τότε – κατά οξύμωρη (πλέον) σύμπτωση – και το ΚΙΝΑΛ, ήταν πια νόμος του  κράτους : ν. 4790/2021, άρθρο 87.  Με αυτήν, αποκλείσθηκε πια η δυνατότητα ενημέρωσης των πολιτών για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους από την ΕΥΠ, εάν ο λόγος της παρακολούθησής τους αφορά στην λεγόμενη “εθνική ασφάλεια”. Έτσι, η ΑΔΑΕ και ο παρακολουθούμενος πολίτης έλαβαν αρνητική πλέον απάντηση, αφού με την αλλαγή του νόμου είχε καταργηθεί, εν τω μεταξύ, το δικαίωμα ενημέρωσης.

Αλήθεια, πόση ενοχή και πόση πολιτική θρασύτητα μπορεί να οδηγεί σε τέτοιες μεθοδεύσεις, που χρησιμοποιούν σαν απλό εργαλείο συνέργειας την ίδια τη νομοθετική εξουσία, το ίδιο το – ανύποπτο για τα κίνητρα των παράκεντρων εξουσίας –  Κοινοβούλιο ;  

Αυτός είναι ο ρόλος που επιφυλάσσετε, αυτός είναι ο ρόλος που αξίζει, στον εμφατικά αποκαλούμενο “Ναό της Δημοκρατίας” ;

Αλλά και η ίδια η λειτουργία της Εξεταστικής, δίνει το πραγματικό μέτρο της πλήρους απαξίωσης των δημοκρατικών και των κοινοβουλευτικών θεσμών στην Ελλάδα του σήμερα.

Ας μην περιμένει κανείς ότι είτε εγώ προσωπικά, ως Βουλευτής, είτε το κόμμα μας το ΜέΡΑ25 στο σύνολό του, θα συνεργήσουμε σε τέτοιου είδους πολιτικές πρακτικές ή ότι, έστω, θα τις ανεχθούμε. Θα είμαστε “απέναντι”, με όλες μας τις δυνάμεις.

Καταθέτω στα πρακτικά το πόρισμα του ΜέΡΑ25


21.10.2022 Ολομέλεια

Συζήτηση για το Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής 

 [Υπόθεση “επισυνδέσεων” κ. Ν. Ανδρουλάκη – ΕΥΠ κλπ. ]

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα