Συζητούμε σήμερα ένα νομοσχέδιο που, λόγω τυπικής αρμοδιότητας, το εισηγείται η Υπουργός Παιδείας.
Από άποψη ουσίας, και λόγω του περιεχομένου του, θα έπρεπε να οργανώσετε την κοινοβουλευτική διαδικασία έτσι ώστε να το εισάγει το Υπουργείο Ανάπτυξης – το Εμπορίου, που λέγαμε παλιότερα.
Το περιεχόμενο του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που αφορά στην Ιδιωτική εκπαίδευση, καθορίζεται από μία και μόνο σκοπιμότητα : την άνευ όρων ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων.
Εκεί εξαντλείται η νομοθέτησή σας αυτή. Και μάλιστα, με επιδεικτική περιφρόνηση του πολύπλευρου κοινωνικού κόστους που θα επιφέρει η εφαρμογή της.
Σε κάθε ένα από τα άρθρα του, βλέπεις Εμπόριο, βλέπεις κρατικές και νομοθετικές επεμβάσεις για την προνομιακή εξασφάλιση κερδοφορίας των επιχειρήσεων των ιδιωτικών σχολείων. Πρόνοιες για την εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία δεν θα βρεις πουθενά.
Και αυτό θέλετε να το ονομάζετε «Εκσυγχρονισμό». Καμία έκπληξη : χρησιμοποιείτε και πάλι αυτή τη μαγική λέξη, που ταιριάζει παντού και μπορεί να χρησιμοποιείται χωρίς κανείς να χρειάζεται να ορίσει το πραγματικό της περιεχόμενο.
Πρόκειται για τη γνωστή νεοφιλελεύθερη συνταγή :
Αποδόμηση θεσμών προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων , με πλήρη αδιαφορία για τις ευδιάκριτες και βέβαιες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες.
Με τέτοια νομοσχέδια, κυρίες και κύριοι της Κυβέρνησης, γεννώνται υπαρξιακά ερωτήματα για τη λειτουργία της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτισμού. Όπως και για το ρόλο της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης.
Ξέρετε, η αντιπολίτευση, για μας, δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Θα θέλαμε να αντιμετωπίζουμε θετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες και να συμμετέχουμε στη διαδικασία με διορθωτικές και μόνο παρατηρήσεις.
Εδώ, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο.
Εδώ θέλετε να επικυρώσουμε μία εξωθεσμική πρωτοβουλία πρωτοφανούς εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων.
Φαίνεται ότι μια δράκα επιχειρηματιών θέλει να νομοθετήσει, χρησιμοποιώντας απλώς ως εργαλεία τους πολιτειακούς θεσμούς.
Και, εκτός απροόπτου, δυστυχώς, μάλλον θα τα καταφέρει : Η εκτελεστική εξουσία εμφανίζεται προκλητικά πρόθυμη και η νομοθετική εξουσία, με τη δεδομένη κυβερνητική αυτοδυναμία, θα νομιμοποιήσει θεσμικά το αποτέλεσμα, ευτελίζοντας για μία ακόμη φορά τη λειτουργία της δημοκρατίας μας.
Κυρία Υπουργέ, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
Εδώ δεν έχουμε μία κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία. Η κυβερνητική συμμετοχή είναι απλώς συμπληρωματική – αν και απολύτως αναγκαία.
Και η απλή, ακόμα, ανάγνωση του νομοσχεδίου, για κάποιον που έχει επαφή με το αντικείμενο, δίνει την εικόνα ότι δεν πρόκειται για το προϊόν μας κάποιας θεσμικής νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας. Δεν συμμετείχε κάν στη διαμόρφωσή του η διοικητική εμπειρία και τεχνογνωσία των Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας.
Και όσο το μελετήσεις, ενισχύεται το συμπέρασμα : Πρόκειται για διατάξεις που έχουν εκπονήσει άξιοι νομικοί εκπρόσωποι συγκεκριμένων επιχειρηματιών, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Άλλοι τους λένε σχολάρχες, αλλά μάλλον και οι ίδιοι θεωρούν τον όρο παρωχημένο. Η επιχειρηματικότητά τους δεν θέλουν να καθορίζεται από τον τρόπο που λειτουργεί – ή πρέπει να λειτουργεί – ένα σχολείο.
Θα ήθελα, ειλικρινά, να μπορούσατε να με πείσετε για το αντίθετο από αυτό που είναι προφανές :
Εδώ, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει ουσιαστικά σε άλλους και οι δημοκρατικοί θεσμοί χρησιμοποιούνται απλώς ως όχημα για την επίτευξη του ιδιοτελούς στόχου τους.
Και , μέχρι να μας πείσετε γι’ αυτό , εμείς θα έχουμε το δικαίωμα να μένουμε στην αρχική μας βεβαιότητα.
Όμως, αν αυτό είναι αληθές, τότε τα πράγματα είναι πολύ άσχημα :
Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να ευτελίζει με τέτοιο τρόπο τους πολιτειακούς θεσμούς και τις συνταγματικές διαδικασίες.
Είναι έξω από τη λειτουργία της Δημοκρατίας και είναι έξω και από τη Συνταγματική λογική, η νομοθέτηση μονομερώς υπαγορευμένων διατάξεων.
Και ξεκαθαρίζω κάτι : όποτε στη συνέχεια θα αναφερθώ στον «νομοθέτη», να είναι σαφές ότι δεν το λέω με τη θεσμική έννοια της λέξης – Αναφέρομαι στους εξωθεσμικούς συντάκτες αυτών των διατάξεων για την Ιδιωτική Εκπαίδευση.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, την απόλυτη πολιτική ευθύνη, για αυτή τη νομοθέτηση, την έχει η ίδια η Κυβέρνηση.
Εσείς αναλαμβάνετε την πλήρη ευθύνη, ως εκτελεστική εξουσία, και ιδιαίτερα μέσω των προσώπων των αρμοδίων Υπουργών και του Πρωθυπουργού. Αλλά και ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που νομοθετεί με την αυτοδυναμία της.
Το νομοσχέδιο έχει μία και μόνο κατεύθυνση, που την υπηρετεί με ειλικρίνεια και χωρίς κανένα πρόσχημα:
Υποβάθμιση της δημόσιας εποπτείας και αποδυνάμωση κάθε συναφούς θεσμικού πλαισίου, στο βωμό της ανέλεγκτης παντοδυναμίας του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου. (Αν και, τη λέξη σχολείο το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θέλει – μάλλον – να την ξεχάσουμε).
Ενέχει, όμως, μία βασική και ανυπέρβλητη αντίφαση:
Δεν είναι δυνατόν να παραβλέπετε ότι η Ιδιωτική Εκπαίδευση αποτελεί τον έναν από τους δύο πυλώνες των υποδομών Παιδείας στη χώρα μας – όπως και οπουδήποτε αλλού.
Εκδίδει τίτλους σπουδών, ισότιμους με αυτούς των δημοσίων σχολείων.
Και όλοι μπορούμε να καταλάβουμε, ποια ουσιαστική αξία θα έχουν οι τίτλοι σπουδών που εκδίδονται με βάση διαδικασίες που καθορίζει η νομοθετούμενη κυριαρχία της επιχειρηματικής λογικής.
Εσείς, ακριβώς, θέλετε σήμερα να θεσμοθετήσετε την απόλυτη κυριαρχία της επιχειρηματικής σκοπιμότητας, και μάλιστα με την πιο στενή της έννοια, σε όλη τη δομή της ιδιωτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Οι παιδαγωγικοί και εκπαιδευτικοί όροι απουσιάζουν εντελώς από αυτό το νομοσχέδιο.
Αυτό θα ήταν, υπό κανονικές συνθήκες, αδιανόητο.
Γι’ αυτό και η μόνη δυνατή ερμηνεία είναι οι ανεπίτρεπτες σχέσεις αλληλεξάρτησης που προανέφερα.
Δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση μιας τέτοιας νομοθέτησης η παιδαριώδης επίκληση οποιουδήποτε δήθεν φιλελεύθερου ιδεολογήματος.
Θα αναφέρω, ενδεικτικά και μόνο , ορισμένες χαρακτηριστικές ρυθμίσεις που θέλετε να εισάγετε με αυτό το νομοσχέδιο :
Άλλη μία επικοινωνιακά προβαλλόμενη λέξη, χωρίς προσδιορισμένο περιεχόμενο, είναι η περίφημη αξιολόγηση. Στο άρθρο 2 προβλέπεται ότι «Η εφαρμογή πρόσθετων κριτηρίων αξιολόγησης από τα ιδιωτικά σχολεία είναι δυνατή». Αυτό δεν είναι νόμος κα Υπουργέ. Προβλέπετε καθορισμό κριτηρίων χωρίς έλεγχο, χωρίς έγκριση, χωρίς κάν υποχρέωση σύνταξης πλαισίου αξιολόγησης, χωρίς διαδικαστικές προβλέψεις και χωρίς καμία πιστοποίηση. Αυτό που θεσμοθετείτε, δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να συνιστά πραγματική αξιολόγηση.
Θα πρέπει, κα Υπουργέ, να εξηγήσετε : Για ποιο λόγο η Πολιτεία δεν έχει τη βούληση να θεσπίσει ένα πλαίσιο πραγματικής αξιολόγησης, με αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια, από ανεξάρτητη Επιτροπή, με πλήρη αναφορά στον εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα των υπηρεσιών που παρέχουν τα σχολεία.
Και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν ο νομοθέτης να αφήνει ανέλεγκτη τη βούληση της ιδιοκτησίας σε αυτό το κρίσιμο πεδίο.
Με ποια βάση, άραγε, αποδίδεται τέτοια εξουσία στην ατομική βούληση του ιδιοκτήτη ; Και πως την θεωρείτε , εξ ορισμού και εξαρχής , απολύτως αξιόπιστη ;
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να ακούσουμε μία λογική σκέψη που να δικαιολογεί αυτήν την απόλυτη εμπιστοσύνη του νομοθέτη προς την προσωπική διάθεση του ιδιοκτήτη (και εργοδότη), που ανάγεται ανέλεγκτα σε θεσπίζουσα αυθεντία.
Αντίστοιχη θεσμοθέτηση ανέλεγκτης δράσης της ιδιοκτησίας εισάγετε και με την πλήρη απελευθέρωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων, χωρίς καμία θεσμική εγγύηση για την εκπαιδευτική και παιδαγωγική τους αξία.
Ο νομοθέτης αφαιρεί από το πλαίσιο της διαμόρφωσης του προγράμματος τον ελεγκτικό ρόλο του Διευθυντή Εκπαίδευσης αλλά και την επιστημονική συμμετοχή του Συντονιστή Εκπαίδευσης.
Και πάλι πλήρης εξουσία στον ιδιοκτήτη, χωρίς καμία πρόνοια ως προς τα παιδαγωγικά κριτήρια του προγράμματος.
Και εκτός από αυτό: Απουσιάζει εντελώς οιαδήποτε ρύθμιση, έστω και στοιχειώδης, για την εξασφάλιση της ορθολογικής κάλυψης των αντίστοιχων αναγκών, χωρίς καταχρηστικές πρακτικές σε βάρος του προσωπικού.
Προχωράμε, στο άρθρο 4. Καμία έκπληξη :
Ο Εσωτερικός Κανονισμός συντάσσεται από το Σχολείο, δηλ. από τον ιδιοκτήτη.
Και απλώς κοινοποιείται στον Διευθυντή Εκπαίδευσης.
Αυτός, δικαιούται να τον αναπέμψει μόνο εάν αντιβαίνει σε ρητή διάταξη νόμου.
Καμία πρόβλεψη, βέβαια, για συμμετοχή του Συλλόγου Διδασκόντων στην κατάρτιση του Κανονισμού.
Τα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά κριτήρια επαφίενται – και πάλι – στην ατομική βούληση της ιδιοκτησίας.
Ας έλθουμε και στο άρθρο 5.
Εδώ, ο – εντός εισαγωγικών – «νομοθέτης» μας ειρωνεύεται κιόλας.
Βάζει τίτλο στο άρθρο «Υποχρεώσεις του Ιδιοκτήτη» και στο κείμενο αναφέρει μόνο ότι αυτός «μπορεί να παρίσταται σε οποιαδήποτε συνεδρίαση του συλλόγου των διδασκόντων, εφόσον είναι εκπαιδευτικός».
Να, ένα ακόμα, χαρακτηριστικό, δείγμα του ευτελισμού των θεσμών.
Ας μιλήσουμε όμως και για την ουσία :
Ακόμη και αν είναι ο ίδιος -και- εκπαιδευτικός, η αναμφισβήτητα κυρίαρχη ιδιότητά του είναι αυτή του ιδιοκτήτη.
Ποια σκοπιμότητα, λοιπόν, μπορεί να εξυπηρετεί η συμμετοχή του;
Όλοι – και αυτοί που συμφωνούν και αυτοί που διαφωνούν με τη διάταξη – έχουν έναν κοινό τόπο :
Η παρουσία του ιδιοκτήτη θα επηρεάσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από το συλλογικό όργανο.
Αυτό θέλετε να νομοθετήσουμε :
Την φαλκίδευση της αυτόνομης και ανεπηρέαστης λειτουργίας του Συλλόγου των Διδασκόντων.
Δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο.
Άρθρο 6, με τίτλο «Αξιοποίηση Κτιριακών Εγκαταστάσεων».
Εδώ προβλέπεται ότι οι κτιριακές εγκαταστάσεις και το σύνολο των λοιπών υποδομών των ιδιωτικών σχολείων μπορούν να αξιοποιούνται για την παροχή αλλότριων υπηρεσιών.
Και, μάλιστα, ακόμη και για «τη διαμονή και φιλοξενία νέων έως είκοσι πέντε (25) ετών, καθώς και των συνοδών τους, με σκοπό τη διοργάνωση εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών ή αθλητικών δραστηριοτήτων και την παράλληλη παροχή καταλύματος σε αυτούς».
Πάλι καλά, που προβλέπεται ότι αυτά θα γίνονται «σε χρόνους εκτός διδακτικών ημερών».
Για όλες αυτές τις δράσεις αρκεί απλή γνωστοποίηση προς την οικεία Διεύθυνση Εκπαίδευσης.
Εδώ, θεσμοθετείται ευθαρσώς η επέκταση της επιχειρηματικής δράσης των ιδιωτικών σχολείων και σε εξωεκπαιδευτικά αντικείμενα.
Εκτός από τα φροντιστήρια, τις ξένες γλώσσες κλπ. θα ανταγωνίζονται ακόμη και τα ξενοδοχεία, τα «καμπ» κ.λ.π.
Για τη νομιμοποίηση και εξασφάλιση της εργασίας του προσωπικού σε αλλότριο αντικείμενο και πέρα από τα χρονικά όρια της εκπαιδευτικής απασχόλησης, φροντίζει ο “νομοθέτης” να συμπεριλάβει και ειδική διατύπωση στην παράγραφο 3 : Ότι «Η απασχόληση των εργαζομένων στις περιπτώσεις αυτές είναι νόμιμη».
Δηλαδή, ομολογεί ότι κατά τα λοιπά δεν είναι νόμιμη, γι’ αυτό και τη νομιμοποιεί με μόνο αυτή τη διατύπωση.
Από το άρθρο 7, θα σταθώ ιδιαίτερα στην τελευταία πρόταση :
«είναι δυνατή η μη επανεγγραφή μαθητή στο σχολείο, σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης διδάκτρων δύο (2) σχολικών ετών».
Δηλαδή, ο μαθητής δεν θα επανεγγράφεται στο σχολείο, ακόμη και αν απομένει απλώς οφειλόμενο υπόλοιπο διδάκτρων, αν υπάρχει, δηλαδή, μερική εξόφληση.
Ο ίδιος νομοθέτης, εδώ, μας λέει ότι, σύμφωνα με τη δική του προτεραιότητα, στην ιδιωτική εκπαίδευση, η εμπορευματική πλευρά υπερισχύει της παιδαγωγικής.
Θεσμοθετείται ανατροπή της εκπαιδευτικής πορείας του μαθητή και επιβάλλεται αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος στο παιδί , λόγω υπολοίπου οφειλής των γονέων του προς το σχολείο.
Για μια οικονομική διαφορά αστικού δικαίου, ενοχικού δικαίου, ο νομοθέτης βάζει ενέχυρο το παιδί !
Φαίνεται ότι δεν του αρκούν οι νομικοί και δικαστικοί τρόποι για να διεκδικήσει το σχολείο την ικανοποίηση της οφειλής.
Δεν θέλει ο νομοθέτης να συνεχίζεται η φοίτηση του παιδιού και να διεκδικηθούν οι οφειλές των γονέων, όπως προβλέπει ο νόμος.
Τι περισσότερο αντιπαιδαγωγικό θα μπορούσατε να φαντασθείτε;
Επανέρχομαι, αναγκαστικά, στην αρχική μου διαπίστωση: Τούτο το νομοσχέδιο καταχρηστικά και μόνο παρουσιάζεται ως νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας.
Στο άρθρο 8, υποτίθεται ότι τίθεται το πλαίσιο επιλογής και τοποθέτησης Διευθυντών και Υποδιευθυντών στα ιδιωτικά σχολεία.
Είναι μάταιο να αναζητήσουμε κριτήρια ή προϋποθέσεις.
Ακολουθείται ο χρυσός κανόνας του νομοθέτη μας:
Όλα εξαρτώνται από τη βούληση του ιδιοκτήτη.
Ποιος θα θέσει , άραγε, τα αναγκαία και σαφή αξιολογικά κριτήρια, ανάλογα με εκείνα των Διευθυντών και Υποδιευθυντών των Δημοσίων Σχολείων ;
Θα έχει ενδιαφέρον, να μας το εξηγήσει ο συντάκτης του νομοσχεδίου :
Για ποιο λόγο είναι δυνατόν η συντεταγμένη Πολιτεία να κρίνει ότι δεν χρειάζονται κριτήρια για τους διευθυντές στην Ιδιωτική εκπαίδευση ;
Προχωράμε, με τη νομοθέτηση συνεχίζεται στην ίδια κατεύθυνση :
Ελεύθερες και απεριόριστες απολύσεις των διδασκόντων, κατά την αποκλειστική βούληση του ιδιοκτήτη, χωρίς καμία θεσμική εγγύηση για τη νομιμότητα ή την καταχρηστικότητά της, με μόνη την παραπομπή στις δικαστικές καλένδες. Πάλι καλά, που ο νομοθέτης δεν προσπάθησε να αποκλείσει και τον δικαστικό έλεγχο !
Είναι, όμως, προφανές, ότι αδιαφορεί εντελώς για τις επιπτώσεις τέτοιων προβλέψεων στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ένα ακόμα βήμα είναι και η Οικειοθελής μείωση της απασχόλησης και των αποδοχών του προσωπικού.
Τι θα πει οικειοθελής κα Υπουργέ ;
Υποκρίνεστε ότι αγνοείτε τις σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσονται στην επαγγελματική απασχόληση, με βάση τις ανάγκες επιβίωσης.
Αυτό το “οικειοθελής” αποτελεί – θα μου επιτρέψετε να πω – απαράδεκτη υποκρισία. Και αναδεικνύει το θράσος της συγκεκριμένης νομοθέτησης.
Χαρακτηριστικό της μονομέρειας του συγκεκριμένου νομοσχεδίου είναι και το ζήτημα με τα φροντιστήρια Ξένων γλωσσών.
Καταδικάζετε μία ολόκληρη επαγγελματική και επιχειρηματική τάξη, αφού τις επιβάλλετε συνθήκες αδυσώπητου και αθέμιτου, άνισου ανταγωνισμού.
Έτσι, επανερχόμαστε, και εδώ, στο αρχικό μας συμπέρασμα :
Νομοθετείτε στοχευμένα , περιφρονώντας το βαρύ – και αχρείαστο – κόστος στην κοινωνία.
Εντέλει, για ποιο λόγο οι επενδυτές και επιχειρηματίες των ιδιωτικών σχολείων αξίζουν αυτήν την προνομιακή νομοθετική μεταχείριση ;
Και οι επιχειρηματίες των φροντιστηρίων, των κέντρων ξένων γλωσσών, των Κέντρων δια Βίου Μάθησης, μετέχουν και αυτοί στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας…
Πως, άραγε, δικαιολογεί ο περίφημος φιλελευθερισμός σας την κρατική επέμβαση σε βάρος τους ;
Εγκαινιάζετε δυνατότητα πρόσθετης επιχειρηματικής δράσης στα ιδιωτικά σχολεία και προσθέτετε έναν εξ ορισμού κυρίαρχο ανταγωνιστή στο πεδίο της επιχειρηματικής δράσης όλων των υπολοίπων. Και όποιος αντέξει !
Ακόμα και μέσα στο πλαίσιο των ίδιων των ιδιωτικών σχολείων εισάγετε συνθήκες άνισου ανταγωνισμού.
Τα μικρά ιδιωτικά σχολεία – προφανώς και το γνωρίζετε – δεν θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες αυτής της πλήρους απελευθέρωσης απέναντι στις δυνατότητες των μεγάλων εκπαιδευτικών συγκροτημάτων.
Είναι περιττό να πω ότι , για προφανείς λόγους αρχών , δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα για μας εκτός από την καταψήφιση του νομοσχεδίου.
Κλείνοντας, κα Υπουργέ, θα επαναφέρω το ζήτημα της αποκατάστασης της αδικίας των αδιόριστων εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής της Προκήρυξης ΑΣΕΠ 3Π/2008.
Η αδικία από την πλευρά της Πολιτείας είναι πρωτοφανής. Η παρανομία της έχει κριθεί αμετάκλητα με δικαστικές αποφάσεις.
Και η αποκατάσταση είναι, πολιτικά και ηθικά, μονόδρομος.
Γνωρίζετε ότι έχω καταθέσει τη σχετική τροπολογία.
Και σας καλώ να ανταποκριθείτε όπως πρέπει και να την κάνετε δεκτή.