Ερχόμαστε σήμερα να συζητήσουμε τις δύο συμφωνίες της Ελλάδας, με την Ιταλία και την Αίγυπτο, για το κρίσιμο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών και ΑΟΖ, αντίστοιχα.
Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, δυστυχώς, δεν συζητάμε για ελληνικές κινήσεις που εντάσσονται σε κάποια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, σε έναν εθνικό σχεδιασμό εξωτερικής πολιτικής.
Και τονίζω το δυστυχώς. Δυστυχώς, γιατί παγιώνεται μία κατάσταση, όπου η ελληνική εξωτερική πολιτική ασκείται μέσω κινήσεων, που αποτελούν -απλώς- αντανακλαστικές (για να μην πούμε και σπασμωδικές) αντιδράσεις στις κινήσεις άλλων – και εν προκειμένω της Τουρκίας.
Και οι δύο αυτές συμφωνίες δεν θα είχαν υπογραφεί εάν δεν είχε προηγηθεί το διαβόητο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο.
Η Ελλάδα, σύρεται, για μία ακόμη φορά, πίσω από τις εξελίξεις, καταδικασμένη να προσπαθεί να διασώσει ό,τι είναι δυνατόν να διασωθεί, απέναντι σε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις.
Ο αντανακλαστικός χαρακτήρας των συμφωνιών καθορίζει και τις ατέλειες του περιεχομένου τους, σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, όπως η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ΑΟΖ.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή αναλύσαμε τα κρίσιμα σημεία των συμφωνιών, τα οποία καταδεικνύουν ότι για τη βεβιασμένη υπογραφή τους υπήρξαν εθνικές υποχωρήσεις.
Γι’ αυτό και η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να παρουσιάσει τις συμφωνίες με την αναγκαία, πλέον, εισαγωγή ότι “κάθε διμερής συμφωνία εμπεριέχει συμβιβασμούς”.
Το σημαντικό είναι ότι οι συμβιβασμοί αυτοί αποτελούν υποχωρήσεις σε σχέση με τις αρχές και τις προβλέψεις Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Και όμως, αυτό υποτίθεται ότι αποτελεί – πάγια – τη λυδία λίθο των θέσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφού σε αυτό, κυρίως, εναποθέτουμε την υποστήριξη και προστασία των εθνικών μας δικαιωμάτων και συμφερόντων.
Και στις δύο συμφωνίες δεν τηρείται ο κανόνας της πλήρους επήρειας των νησιών, που υποτίθεται ότι αποτελεί την πάγια ελληνική θέση.
Ακόμη και με τη σύμμαχό μας – και εταίρο στην Ε.Ε. – Ιταλία, ενώ στόχος μας ήταν μια συμφωνία για ΑΟΖ, καταλήξαμε μόνο σε Συμφωνία Θαλασσίων Ζωνών. Η οριοθέτηση βασίζεται στην παλιά (από το 1977) συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα και ακολουθεί, ακριβώς, τις συντεταγμένες εκείνης της συμφωνίας.
Είναι ενδεικτικό ότι ο πρέσβης τον ΗΠΑ, ο κ. Πάϊατ, χαρακτήρισε δημόσια τη συμφωνία αυτή ως «ένα παράδειγμα που δείχνει πως πρέπει να γίνονται αυτά τα πράγματα». Την ίδια ώρα, όμως, δήλωνε και ότι «Όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο θαλασσών, όλα τα νησιά έχουν τα ίδια δικαιώματα με την ηπειρωτική χώρα». Αυτό όμως δεν ισχύει, στη συγκεκριμένη συμφωνία για όλα τα ελληνικά νησιά.
Ο Υπουργός Εξωτερικών, ο κ. Δένδιας, θέλησε να προβάλει ότι πρόκειται για μια “συμφωνία μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών”.
Εδώ, το ένα κυρίαρχο κράτος, η Ελλάδα, αναγνωρίζει δικαίωμα ελεύθερης αλιείας στο άλλο, στα δικά του χωρικά ύδατα, έστω υπό συγκεκριμένους περιορισμούς. Παράλληλα, και τα δύο κυρίαρχα κράτη παραπέμπουν στα ευρωπαϊκά όργανα την τροποποίηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, “με τρόπο συμβατό προς τα συμφέροντα και των δύο μερών”, όπως αναφέρεται. Ούτε σε αυτό δεν μπορούν να συμφωνήσουν τα δύο κυρίαρχα κράτη.
Εν πάση περιπτώσει, η μεν Ιταλία καθίσταται μέτοχος και συνδικαιούχος της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης η δε Ε.Ε. αναλαμβάνει και ρόλο συνδιαχειριστή της.
Ας προχωρήσουμε, όμως :
Και οι δύο συμφωνίες δεν εξασφαλίζουν την προστασία των ελληνικών δικαιωμάτων με βάση το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Στη συμφωνία με την Αίγυπτο, μάλιστα, η οριοθέτηση δεν περιλαμβάνει το Καστελλόριζο, αλλά ούτε καν ολόκληρη την Ρόδο!
Η Ελλάδα εμφανίζεται μέσω σκόπιμης παράλειψης, να νομιμοποιεί – ή να επιφυλάσσει και να προδιαγράφει τη νομιμοποίηση – για την εδώ και χρόνια τουρκική επεκτατική στρατηγική ιδιοποίησης της Ανατολικής Μεσογείου ανατολικά του 28ου μεσημβρινού, ο οποίος τέμνει στη μέση την Ρόδο. Εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζουμε – και οπωσδήποτε φαίνεται να επιφυλάσσουμε – δικαιώματα της Τουρκίας σε αυτό το πεδίο. Η συμφωνία αφήνει ακάλυπτη την περιοχή μετά το όριο του 27 και 59΄και δημιουργεί κενό στην ελληνική κυριαρχία, προς όφελος της Τουρκίας.
Η ρωγμή στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα είναι προφανής.
Υπενθυμίζω τι έγραφε το 2015 ο κ. Άγγελος Συρίγος, επί λέξει: «Εκτιμάται ότι η Αίγυπτος θα προτιμούσε να υπογράψει με την Ελλάδα μερική οριοθέτηση μέχρι και την Κρήτη και να άφηνε εκτός την υπόλοιπη περιοχή έως το τριεθνές. Η αποδοχή μιας τέτοιας προτάσεως θα ήταν λανθασμένη. Θα δημιουργούσε την εύλογη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει παραιτηθεί των δικαιωμάτων της στην υπόλοιπη περιοχή».
Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζουμε.
Με τη συμφωνία προδιαγράφεται σχεδόν βέβαιη προοπτική, όπου το σύμπλεγμα της Μεγίστης θα εμπίπτει μέσα στην ηπειρωτική ΑΟΖ της Τουρκίας. Το Καστελλόριζο θα μεταβληθεί σε έδαφος περίκλειστο από τουρκική δικαιοδοσία, καταδικασμένο σε ασφυκτικό τουρκικό έλεγχο, με όλες τις σχετικές απόλυτα αρνητικές συνέπειες, και στο οικονομικό πεδίο.
Επιπλέον, η Αίγυπτος αποκτά το δικαίωμα να παρέμβει στην οριοθέτηση ΑΟΖ της Ελλάδας με άλλα κράτη. Ακόμα και στην οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο. Όμως, το πιο επικίνδυνο αφορά στη ρύθμιση με την Τουρκία, όπου η Ελλάδα θα βρεθεί πιθανώς να διαπραγματεύεται απέναντι σε δύο συμμαχούντες. Προδιαγράφουμε, δηλαδή, τη δραστική αποδυνάμωση της θέσης μας.
Η Συμφωνία υπονομεύει τις διαχρονικές ελληνικές θέσεις ως προς δύο θεμελιώδη ζητήματα : Ως προς τη μέση γραμμή και ως προς την πλήρη επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση.
Το περιεχόμενό της θα έχει άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στις θέσεις της Ελλάδας ως προς την οριοθέτηση και άλλων θαλάσσιων περιοχών της.
Εντέλει, είναι προφανές ότι η Ελλάδα σύρεται σε βεβιασμένες συμφωνίες που ενέχουν υποχωρήσεις από τις αρχές του δικαίου της θάλασσας αλλά και διάβρωση των ελληνικών θέσεων και συμφερόντων.
Και εκτός από αυτό : Προδιαγράφουμε αναπόφευκτες μελλοντικές εντάσεις, τις οποίες είναι βέβαιο ότι δεν θα έχουμε την πολιτική δυνατότητα να διαχειριστούμε. Και, τονίζω, ότι αναφέρομαι μόνο στην πολιτική μας δυνατότητα και όχι τη στρατιωτική.
Ας αναρωτηθούμε επιτέλους: Είναι αυτό εθνικός σχεδιασμός; Είναι δυνατόν αυτό να επιχειρείται να παρουσιασθεί ως εθνική πολιτική;
Αλίμονο αν καταλήγουμε να ενεργούμε με βάση εντολές άλλων ακόμη και για τόσο καίρια ζητήματα, που αφορούν άμεσα στο εθνικό συμφέρον και την προοπτική της χώρας μας.
Εν τέλει, εκεί εξαντλείται οι δυνατότητες του «θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μην κάνουμε ό,τι χρειάζεται» ;
Βέβαια, την ίδια τακτική ακολούθησε πειθήνια και η προηγούμενη Κυβέρνηση και νυν αξιωματική αντιπολίτευση. Γι’ αυτό και σήμερα δεν μπορεί να αρθρώσει ευπρόσωπο αντιπολιτευτικό λόγο. Προτιμώ να αποφύγω οποιοδήποτε χαρακτηρισμό για τη στάση ψήφου, με το Παρών του ΣΥΡΙΖΑ. Ας απολογηθεί στα στελέχη του και ας προβληματιστούν οι πολίτες. Ουδέν περαιτέρω άξιον λόγου.
Εμείς, ως ΜέΡΑ25, θα καταψηφίσουμε την κύρωση των συμφωνιών, όχι με βάση μια μαξιμαλιστική στοχοθεσία ούτε από αντιπολιτευτική μικροψυχία. Θα καταψηφίσουμε πρωτίστως για λόγους αρχής:
Έχουμε τη θέση ότι οι μεμονωμένες διμερείς συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ ή θαλασσίων ζωνών, δεν μπορούν να αποτελέσουν λύση για την Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου αντικειμενικά υπάρχει αλληλοεπικάλυψη των ζωνών επίδρασης των κρατών της περιοχής.
Με τη συγκεκριμένη γεωγραφική διαμόρφωση, κάθε συμφωνία πλήρους οριοθέτησης μεταξύ δύο κρατών είναι δεδομένο ότι θα συμπεριλαμβάνει και την επέμβαση στα δικαιώματα μίας, τουλάχιστον, ακόμα, τρίτης χώρας.
Επίσης, οι διμερείς διαπραγματεύσεις επιφυλάσσουν κρίσιμο ρόλο σε – αυτόκλητους ή επιβαλλόμενους – επιδιαιτητές, οι οποίοι ενεργούν με βάση τα δικά τους συμφέροντα, ενδιαφέροντα και προτεραιότητες, όπως λ.χ. οι ΗΠΑ ή η Γερμανία.
Πραγματική και βιώσιμη λύση, με ασφάλεια και προοπτική, μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω μιας Περιφερειακής Διεθνούς Διάσκεψης όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, με αντικείμενο τη διευθέτηση των ορίων ΑΟΖ και θαλασσίων ζωνών.
Γι’ αυτό και έχουμε προτείνει να αναλάβει η Αθήνα την πρωτοβουλία για τη σύγκληση αυτής της Διεθνούς Διάσκεψης, που θα λειτουργήσει με αρχή και γνώμονα μόνο το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Μία τέτοια διεθνής διάσκεψη θα απαλλάξει την περιοχή από πολυετείς διακρατικές συγκρούσεις και πολιτικά παίγνια, με αδιέξοδες διπλωματικές επιπλοκές, μεθοδεύσεις θερμών επεισοδίων και πολεμικές εντάσεις.
Ταυτόχρονα δε, ακυρώνει αυτόματα και την ιδιοτελή επεμβατική διάθεση οιασδήποτε τρίτης χώρας.
Και κάτι ακόμα : Αν κάποια χώρα τυχόν επιλέξει, με οποιοδήποτε πρόσχημα, να αρνηθεί τη συμμετοχή της σε μία τέτοια Διάσκεψη, θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα και θα υποστεί και τις αντίστοιχες αρνητικές συνέπειες. Δηλαδή, ιδίως, τόσο τη διεθνή απομόνωση όσο και την ερήμην της διευθέτηση.
Τελειώνοντας, θα υπενθυμίσω τη θέση του κόμματός μας εναντίον των εξορύξεων. Αυτό είναι θέμα που αφορά και στην υφαλοκρηπίδα και στις ΑΟΖ. Και η θέση μας είναι ότι θέλουμε την κατοχύρωση της ελληνικής ΑΟΖ για να εξασφαλίσουμε την αποτροπή της διενέργειας εξορύξεων στο χώρο της. Η οριοθέτηση της ΑΟΖ είναι για μας, βέβαια, απαραίτητη. Και είναι κρίσιμη για την Πολιτική της Πράσινης Μετάβασης, και ιδίως για την ανάπτυξη στη θάλασσα αποδοτικού δικτύου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Θα κλείσω με κάποιες σκέψεις που είμαι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να καταθέσω, μετά τη συζήτηση στην Επιτροπή.
Μετά την τοποθέτησή μου, μου έκανε την τιμή να απαντήσει στις παραπάνω θέσεις η κα Μπακογιάννη, πολιτική προσωπικότητα με συγκεκριμένη ιστορία και εμβέλεια, η οποία έχει διατελέσει, μάλιστα, και Υπουργός Εξωτερικών.
Θέλησε να αναφέρει ότι οι συμφωνίες για τις θαλάσσιες ζώνες, με όλες τις χώρες, είχαν τεθεί ως προτεραιότητα από το 2005.
Και διαβάζω τη συνέχεια από τα Πρακτικά, γιατί έχει ιδιαίτερη αξία :
«Ο στρατηγικός στόχος ήταν να κλείσουμε το σύνολο των συμφωνιών διμερώς. Κυρία Σακοράφα, Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει Γιάλτα, μην κοροϊδευόμαστε τώρα… Έπρεπε να γίνουν διμερείς συμφωνίες, για να προχωρήσουμε ταυτόχρονα με την Τουρκία, όπου κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών οι διερευνητικές συζητήσεις προχωρούσαν. Αυτή ήταν η εθνική στρατηγική και αυτή είναι η εθνική στρατηγική… Από εκεί και πέρα υπάρχουν άλλοι παράγοντες, οι οποίοι αναμφισβήτητα είτε επιταχύνουν είτε αργοπορούν διαδικασίες».
Η αφοπλιστική ειλικρίνεια της κας Μπακογιάννη κατάφερε, με τρόπο αξιοθαύμαστο, να συμπυκνώσει σε λίγες φράσεις όλη την αντίληψη και πρακτική της συντηρητικής παράταξης στην Ελλάδα.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να εκτιμήσουμε την προσπάθεια της κυρίας Μπακογιάννη να μας πείσει ότι υπήρχε από παλιά, από τον καιρό της υπουργίας της το 2005, εθνικός σχεδιασμός και εθνική στρατηγική.
Ακόμη και αν το δεχθούμε, όμως, έχει πολύ μικρή σημασία. Γιατί στο επίπεδο της πραγματικής πολιτικής δεν επιτεύχθηκε, επί τόσα χρόνια, ούτε μία συμφωνία. Με την εξαίρεση της συμφωνίας με την Αλβανία, που, για συγκεκριμένους λόγους, είχε τη γνωστή – εντελώς αποτυχημένη – κατάληξη, οι μόνες συμφωνίες είναι αυτές που συζητάμε σήμερα. Οι πρώτες, και μάλιστα με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, οι οποίες έγιναν μόνο μετά το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Και εάν υποθέσουμε ότι μας πείθετε πως είχατε, πράγματι, εθνική στρατηγική, τότε θα πρέπει να απολογηθείτε για την παταγώδη αποτυχία στην εξυπηρέτησή της. Και εννοώ ότι θα πρέπει να λογοδοτήσουν όλες οι Κυβερνήσεις αυτών των δεκαετιών, στις οποίες περιλαμβάνονται, προφανώς και εκείνες της παράταξής σας.
Μας λέει, βέβαια, η κ. Μπακογιάννη ότι «υπάρχουν άλλοι παράγοντες, οι οποίοι αναμφισβήτητα είτε επιταχύνουν είτε αργοπορούν διαδικασίες».
Προφανώς, εδώ, όλοι οι παράγοντες συνέβαλλαν στο να αργοπορήσουν οι διαδικασίες. Και ο μόνος που τις επιτάχυνε ήταν το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Στην πράξη, βέβαια, όλοι το γνωρίζουμε : Δυστυχώς, στην εξωτερική μας πολιτική – και όχι μόνο σε αυτήν – οι μόνοι παράγοντες που καθορίζουν τη δυνατότητά μας στις εξελίξεις είναι η βούληση και οι εντολές που μας απευθύνουν οι γνωστοί διεθνείς προστάτες μας. Μάλλον αυτό θα ήθελε να υπονοήσουμε η κα Μπακογιάννη.
Ας έλθουμε τώρα και στην απάντησή της ότι «Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει Γιάλτα».
Δεν είναι ανιστόρητη η κα Μπακογιάννη. Γνωρίζει πολύ καλά τι ήταν η Γιάλτα: Ήταν αποτέλεσμα ενός Παγκόσμιου Πολέμου, και σ’ αυτήν οι Μεγάλες Δυνάμεις καθόρισαν μεταξύ τους τις τύχες των μικρότερων κρατών, ερήμην τους.
Και, ασφαλώς, δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά της: Στην αντίληψη της συντηρητικής παράταξης μόνο έτσι λαμβάνονται οι αποφάσεις και καθορίζονται οι εξελίξεις. Οι μεγάλοι αποφασίζουν για τους μικρούς, οι ισχυροί για τους αδύνατους.
Θα πω μόνο ότι η πρότασή μας διατυπώνει ακριβώς το αντίθετο : την απεμπλοκή από αυτόκλητους επιβαλλόμενους προστάτες και τη διευθέτηση των κρίσιμων θεμάτων από τα ίδια τα κράτη της περιοχής.
Και πάλι όμως, θα βρούμε μπροστά μας το επιχείρημα: «Ας μην κοροϊδευόμαστε, η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα…»
Θα αντιπαρέλθω το ποιος κοροϊδεύει ποιον.
Πρόκειται για το γνωστό ιδεολόγημα της συντηρητικής παράταξης, τόσο παλιό όσο και αυτή, που αποτελεί και βάση της πολιτικής της : το ιδεολόγημα της “μικράς Ελλάδος”. Μιας αδύναμης χώρας, που είναι καταδικασμένη να είναι υποτελής. Ένα ανήμπορο κρατίδιο, που δεν έχει τη δυνατότητα αυτοδύναμης προστασίας των δικαιωμάτων του.
Αυτό εκφράζουν, άλλωστε, και οι δηλώσεις του νυν Πρωθυπουργού, ότι η Ελλάδα είναι δεδομένη και υπάκουη σύμμαχος των ισχυρών, στους οποίους προσβλέπει για προστασία. Ο όρος “συμμαχία” χρησιμοποιείται εντελώς καταχρηστικά. Απλώς, περιγράφεται, σε τρείς και μόνο λέξεις, η υποτέλεια (δεδομένη υπάκουη σύμμαχος).
Και η ελληνική ιστορία έχει πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων δηλώσεων. Για την Κύπρο, που κείται μακράν. Ότι για την ένωση των Γερμανιών θα θυσιάσουμε τις ελληνικές αποζημιώσεις. Ότι εμείς δεν πρόκειται να ασκήσουμε βέτο, της σημερινής Κυβέρνησης κ.λ.π. κ.λ.π.
Όλη η ιστορία του τόπου μας διατρέχεται από τη στάση κυβερνήσεων που στάθηκαν κατώτερες των περιστάσεων, προσκολλημένες στο δόγμα αυτού του εθνικού ρεαλισμού της αδυναμίας και καθόρισαν την τύχη της χώρας μας.
Ε! λοιπόν, κύριοι της Συμπολίτευσης, τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Καμία χώρα δεν είναι μικρή και αδύναμη, εκτός εάν αυτή είναι η επιλογή και τα όρια της πολιτικής της ηγεσίας.
Εσείς έχετε επιλέξει, όπως φαίνεται, αυτά τα όρια για την παράταξή σας. Το περιέγραψε πολύ παραστατικά η κυρία Μπακογιάννη, ώστε να μπορεί να το καταλάβει ο καθένας.
Αλλά η Ελλάδα αξίζει καλύτερη τύχη. Και εμείς που το πιστεύουμε αυτό, θα πολεμήσουμε για την ανατροπή αυτών των δεδομένων.
Θυμόμαστε ότι η Ελλάδα , που θέλετε να την καταδικάζετε ως μικρή και αδύναμη, έδινε άσυλο και περίθαλψη στους Παλαιστίνιους μαχητές. Έφερνε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τον Μιτεράν και τον Καντάφι και έληξε η Γαλλολιβυκή σύρραξη στο Τσαντ. Συμμετείχε πρωταγωνιστικά στη διεθνή φιλειρηνική πρωτοβουλία των “6”, με παγκόσμια επιρροή στο κίνημα της Ειρήνης.
Μια Ελλάδα που δεν υπερτιμά αλλά και δεν αρνείται να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητές της. Αυτό απηχεί η πρόταση μας για την ανάληψη πρωτοβουλίας για διεθνή διάσκεψη.
Εσείς μείνετε στην ψευδοπατριωτική ρητορεία, που στην πράξη μεταφράζεται σε παθητική και καιροσκοπική προσκόλληση της Ελλάδας στους τυχοδιωκτισμούς του "διεθνούς παράγοντα" στην περιοχή.
Συνεχίστε να λειτουργείτε με βάση το δόγμα της μικρής αδύναμης Ελλάδας.
Αλλά, να μην ξεχνάτε, στους λόγους σας να προσθέτετε πάντα και το δημαγωγικό δεξιό αφήγημα για την δήθεν ισχυρή Ελλάδα, ισότιμο μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, που αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή.
Αυτή ήταν πάντα η τακτική σας : Υποτέλεια και υποχωρήσεις προς τα έξω και μεγάλα παραπλανητικά λόγια για την εσωτερική κατανάλωση.