Η δημοκρατική αντιπροσωπεία δεν υπάρχει για να προσφέρει διακόσμηση στο κυβερνητικό σύστημα, κ. Υπουργέ!

powered by social2s

Η Κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη υποδύεται την “μωρά και ανίδεη παρθένο” και έρχεται σήμερα να τροποποιήσει το νομοθετικό πλαίσιο για την άρση του απορρήτου, τις παρακολουθήσεις, υποκλοπές κλπ.

Δεν ανέσυρε το θέμα οικειοθελώς… Απλώς, πιέστηκε αφόρητα από τον αντίκτυπο των αποκαλύψεων για την ίδια την δική της πρακτική.

Μια πρακτική ουσιαστικά παρακρατική,  που συμπληρώθηκε από :  Τις ειδικές νομοθετικές τροποποιήσεις για την προσωπική επιλογή του επικεφαλής της ΕΥΠ. Τη σύσταση του ΚΕΤΥΑΚ – μια ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ. Αλλά και τη συσκότιση που επέβαλε ακόμα και στο ίδιο το Κοινοβούλιο. 

Ο πραγματικός σκοπός του νομοσχεδίου δεν είναι η επίλυση κανενός προβλήματος. Είναι μόνο η επικοινωνιακή διαχείριση του σκανδάλου, που βαραίνει τις πλάτες του ίδιου του Πρωθυπουργού. Ενός σκανδάλου εντελώς ασύμβατου με κάθε έννοια σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας – αυτής που διαλαλείτε από τον πάγκο σας στην πολιτική αγορά.

Επόμενο, λοιπόν είναι, να μην έχουμε μπροστά μας ένα κανονικό νομοθετικό κείμενο. Έχουμε μια εσπευσμένη, μια βεβιασμένη και πρόχειρη κατασκευή. Διάφορα “μπαλώματα” εκ των ενόντων, χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό.

Ένα πρώτο σημείο από το οποίο προκύπτει το επίπεδο της νομοθέτησης, έχουμε στο άρθρο 2: «Αντικείμενο του παρόντος», λέει, «είναι: η ‘εξαντλητική’ ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου». Αυτό δεν είναι νομοθετικό κείμενο, αυτό είναι επικοινωνιακή διατύπωση. Αντικείμενο του νόμου μπορεί να είναι η ρύθμιση. Έστω, να πει κάποιος ότι σκοπός του νόμου είναι η ‘εξαντλητική’ ρύθμιση. Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο κανονικός νομοθέτης που να κάνει τέτοιες δηλώσεις μέσα στο κείμενο του νόμου.

Και άλλη μία βασική παρατήρηση κ. Υπουργέ : Μια πραγματικά φιλελεύθερη και δικαιοκρατική προσέγγιση προτάσσει – πάντα και εξ ορισμού – το ατομικό δικαίωμα στο απόρρητο απέναντι στο συλλογικό αγαθό της εθνικής ασφάλειας. Αλλά ο φιλελευθερισμός της Κυβέρνησης Μητσοτάκη περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα. Που σημαίνει –απλά- στη σκανδαλώδη εύνοια προς την ολιγαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων και την προστασία της κερδοφορίας τους.

Πιστή στην αντιδημοκρατική της γραμμή, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, επισφραγίζει τον καθεστωτισμό της. Στα λόγια ευαγγελίζεται το καινούργιο. Αλλά η αντίληψή της για την έννοια του κράτους είναι ακραία αναχρονιστική. Καταλαβαίνουμε: Δεν είναι εύκολο να αποτινάξετε τα πολιτικά σας γονίδια. Ούτε να ξεφύγετε από το μαύρο παρελθόν σας.  

Η ΕΥΠ παραμένει ‘κράτος εν κράτει΄ - πέρα και έξω από κάθε δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Και βέβαια, καμία πρόβλεψη για έλεγχο ούτε από κάποια Ανεξάρτητη Αρχή ούτε από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Από την άλλη, μόνο ο Διοικητής της ΕΥΠ – αυτοπροσώπως και μόνο αυτός –  θα αποφασίζει ποιο λογισμικό θα χαρακτηρίζεται κακόβουλο, για να υπαχθεί σαν τέτοιο στις ρυθμίσεις του νόμου ! 

Εάν το νομοσχέδιο ήθελε να αντιμετωπίσει προβλήματα, το πρώτο που θα έπρεπε να έχει, με βάση την πρόσφατη εμπειρία, θα ήταν μία διάταξη, ανάλογη του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα για την εγκληματική οργάνωση · μία διάταξη για την επιβαλλόμενη ποινική μεταχείριση της παρακρατικής οργάνωσης : αυτής που αναπτύσσει παράνομη δραστηριότητα, εκμεταλλευόμενη την επαφή της με δημόσιες αρχές και υπηρεσίες, και με αντιποίηση – ή μη προβλεπόμενη και ανέλεγκτη επέκταση – δημόσιων λειτουργιών.

Ποια άλλα προβλήματα αναδείχθηκαν τον τελευταίο καιρό και θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν ;

1ο). ο υπερβολικός αριθμός παρακολουθήσεων για λόγους δήθεν εθνικής ασφάλειας από την ΕΥΠ - και όχι μόνο από την παρούσα κυβέρνηση,

2ο). η παρακολούθηση κυρίως πολιτικών και δημοσιογράφων, δηλαδή προσώπων που σχετίζονται με την άσκηση της εξουσίας και με τον έλεγχο της εξουσίας,

3ο). ο συντονισμός και συγχρονισμός ανάμεσα στις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και σε εκείνες του παράνομου λογισμικού,

4ο). η προσχηματική και δημοκρατικά απαράδεκτη επίκληση του απορρήτου – και της ‘Ομερτά’ του δήθεν καθήκοντος εχεμύθειας – στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και στην Ειδική Εξεταστική Επιτροπή,

5ο). η εσπευσμένη αυθαίρετη καταστροφή των αρχείων, για την εξαφάνιση των στοιχείων και αποδείξεων της παρανομίας, για να μη φτάσουν αυτά ούτε στη Δικαιοσύνη ούτε στη Βουλή. 

6ο). η επιμονή του Πρωθυπουργού – αλλά και αρμοδίων κατά περίπτωση Υπουργών για τη μη έγκριση άρσης του απορρήτου και του καθήκοντος εχεμυθείας, σε συνδυασμό και με την αντίστοιχη άρνηση της αρμοδίας Εισαγγελέως, η οποία έθεσε ευθαρσώς τον εαυτό της πάνω από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Και

7ο). η εξασφάλιση του δικαιώματος ενημέρωσης των παρακολουθουμένων – και για το γεγονός της παρακολούθησης και για τους λόγους βάσει της οποίας υλοποιήθηκε αυτή.

Για όλα αυτά τα θέματα, το σημερινό νομοσχέδιο είναι εντελώς προβλέψιμο : Ορισμένα δεν τα αγγίζει καθόλου. Και για τα υπόλοιπα, θα δούμε τον τρόπο που τα αντιμετωπίζει.

Λόγω χρόνου θα αναφερθώ, κυρίως, στα βασικά θέματα :

Στο άρθρο 3 τίθεται ένας -επιεικώς- άστοχος  ορισμός για τους “λόγους εθνικής ασφάλειας”.  Σαν τέτοιοι, αναφέρονται «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια». 

Δεν υπάρχει, βέβαια, η  λαϊκή κυριαρχία, η προστασία των δημοκρατικών θεσμών. Δεν υπάρχει καν η εδαφική ακεραιότητα! 

Επίσης : 

Δεν νομίζω να υπάρχει νομικός επιστήμονας που να μπορεί να προσδιορίσει, με σαφήνεια και αξιοπιστία, τι ακριβώς εμπεριέχεται στην αόριστη έννοια “Βασικές λειτουργίες του κράτους”.

Περιλαμβάνετε στον ορισμό και τη διατύπωση “θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών”. Όχι της χώρας, του λαού, της κοινωνίας ή του συνόλου των πολιτών… Απλώς “των πολιτών”. Και Όχι “δικαιώματα” αλλά “συμφέροντα”. Επομένως: το θεμελιώδες συμφέρον του Έλληνα μεγαλοεπιχειρηματία, τραπεζίτη, εφοπλιστή, για την ανάπτυξη και κερδοφορία των επιχειρήσεών του, ανήκει -και αυτό- στην έννοια της εθνικής ασφάλειας! Αυτή είναι μια αποδεκτή ερμηνεία για την εφαρμογή του νόμου. Και είναι αποδεκτή, γιατί δεν υπάρχει απολύτως τίποτα στο νομοσχέδιο, που να την αποτρέπει…

Δυο τινά μπορούν να συμβαίνουν : Ή είναι ανεπίτρεπτο λάθος ή είναι ατυχής αποτύπωση ακραίου νεοφιλελευθερισμού.

Και αφού δεν περιλαμβάνεται στην “εθνική ασφάλεια”  η  λαϊκή κυριαρχία, η προστασία των δημοκρατικών θεσμών, τότε γιατί υπάρχει ανάγκη προστασίας των πολιτικών προσώπων, που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο ; 

Εδώ, κατ’ αρχήν, δεν αναφέρονται καθόλου οι πολιτικοί θεσμοί, τα πολιτικά κόμματα, ούτε καν τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η θέση τους είναι υποδεέστερη από εκείνη των πολιτικών προσώπων! Προφανώς, για τον σημερινό Έλληνα Νομοθέτη είναι αδιάφορη η (τεκμηριωμένη) και επί χρόνια παρακολούθηση των επικοινωνιών των γραφείων του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Επίσης : εάν για τα πολιτικά πρόσωπα υπάρχει ανάγκη ειδικών προβλέψεων, κάποιος πρέπει να μας εξηγήσει γιατί δεν υπάρχουν, αντίστοιχα, για τους επικεφαλής των Ανεξάρτητων Αρχών ή για τους Προέδρους των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως στη Γαλλία) στις προστατευόμενες κατηγορίες ανήκουν και οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι δικηγόροι και οι δημοσιογράφοι… Αλλά αυτά είναι μάλλον δύσκολα θέματα για τις εξετάσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος…

Πάμε στα επόμενα βασικά ζητήματα :

Στο άρθρο 4 υπάρχουν οι βασικές ρυθμίσεις για την “Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας”. Και στο άρθρο 6 , εκείνες  για την “Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων”. Στο άρθρο 6, λοιπόν, περιλαμβάνονται μία σειρά από αδικήματα, ακόμα και πλημμελήματα. 

Τα είπαμε και στην Επιτροπή, και θα τα επαναλαμβάνουμε σε κάθε ευκαιρία, γιατί είναι κομβικό ζήτημα για την ποιότητα της δημοκρατίας μας :

Η εθνική ασφάλεια αποτελεί, αναμφισβήτητα, υψηλότατο έννομο αγαθό, άξιο της πιο αυστηρής προστασίας. Η αυτοπροστασία του Κράτους είναι και θεμελιώδης συνταγματική επιταγή. Αυτό όμως, δεν σημαίνει αόριστες προβλέψεις, για ανέλεγκτα περιθώρια καταχρήσεων.  

Εξάλλου, υπάρχουν και οι αναγκαίες συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις. Για παράδειγμα :  Ένα από τα πιο σημαντικά τμήματα του Ποινικού Κώδικα, ίσως το πιο σημαντικό, είναι τα άρθρα 134 έως 200. Αυτά στοιχειοθετούν συγκεκριμένα τα αντίστοιχα ποινικά αδικήματα. Όλα αυτά τα κεφάλαια του βασικού ποινικού νόμου, έχουν θεσπιστεί για την προστασία -ακριβώς- της εθνικής ασφάλειας, με τους αντίστοιχους τίτλους : Προσβολές της διεθνούς υπόστασης της χώρας, προσβολές της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, της διεθνούς ειρήνης της χώρας, της αμυντικής ικανότητας της χώρας, προσβολές κρατικών απορρήτων, εγκλήματα κατά των πολιτικών και πολιτειακών οργάνων, εγκλήματα κατά του εκλογικού σώματος, προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης κλπ..

Και εδώ ερχόμαστε στο κρίσιμο και αμείλικτο ερώτημα : Όλα τα σχετικά αδικήματα, όλα αυτά τα εγκλήματα, περιλαμβάνονται στο άρθρο 6 του νομοσχεδίου. Θα ήθελα είτε ο κ. Υπουργός είτε οποιοσδήποτε συνάδελφος από την συμπολίτευση, που έχει την πρόθεση να υπερψηφίσει τις διατάξεις αυτές, να μας εξηγήσει το εξής : Ποια συμπεριφορά, ποιες πράξεις, οποιουδήποτε, που θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, δεν καλύπτονται από το περιεχόμενο του άρθρου 6.

Εμείς θέσαμε το ερώτημα και στην Επιτροπή, στην 1η συνεδρίαση. Θα έχουμε την υπομονή και θα περιμένουμε μία απάντηση μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Τελικά : Ποια μπορεί να είναι η προσωπική δραστηριότητα οποιουδήποτε, η οποία ναι μεν στρέφεται κατά της εθνικής ασφάλειας αλλά δεν μπορεί να ενταχθεί στη στοιχειοθέτηση κάποιου από όλα αυτά τα ποινικά αδικήματα ;  Ανάμεσα σε αυτά είναι, λ.χ., η εσχάτη προδοσία, η κατασκοπεία, η υπηρεσία στον εχθρό, η υποστήριξη πολεμικής δύναμης του εχθρού, η παραβίαση μυστικών της πολιτείας, η τρομοκρατία κλπ. κλπ..  Ο Έλληνας νομοθέτης, και σε σύγκριση και με τα διεθνή δεδομένα, είναι εξαιρετικά επιμελής στην εξαντλητική αντιμετώπιση των αντίστοιχων αδικημάτων.

Τελικά  : Μπορεί να υπάρχει κάποιος που πρέπει να παρακολουθείται, επειδή πλήττει ή θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια αλλά -όμως- καταφέρνει να το κάνει αυτό χωρίς να παρανομεί ;

Επομένως, λοιπόν, ποιο σκοπό εξυπηρετούν, εντέλει, όλες αυτές οι ειδικές διατάξεις που επικαλούνται την προστασία της εθνικής ασφάλειας – και μάλιστα απέναντι σε Έλληνες πολίτες ;

Ερχόμαστε τώρα στο άλλο κομβικό σημείο : Την έκδοση των διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Το σύστημα που ίσχυε μέχρι σήμερα απέτυχε παταγωδώς. Το σύστημα του ενός Εισαγγελέα, που υπογράφει δεκάδες διατάξεις τη μέρα, που του έρχονται με ελλιπή στοιχειοθέτηση, για να καταλήξει σε αποφάσεις με απολύτως ελλιπή αιτιολόγηση, αποδείχθηκε ότι είναι μία παρωδία – που καμία σχέση δεν έχει με ευνομούμενο κράτος. Το νομοσχέδιο έρχεται να συντηρήσει και να διαιωνίσει αυτήν την παρωδία.

Για να είμαστε ξεκάθαροι : Σε ένα στοιχειωδώς ευνομούμενο σύστημα πρέπει οπωσδήποτε :

1ον). Η αίτηση για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας να διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την απόφαση όργανο πλήρως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη.

2ον). Το αρμόδιο όργανο να είναι πολυπρόσωπο,  όπως το δικαστικό συμβούλιο, που προβλέπεται για την άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση διάπραξης σοβαρών αδικημάτων.

3ον). Η απόφαση για την άρση του απορρήτου, πέρα από την υποχρεωτική αναφορά των στοιχείων του παρακολουθούμενου,  να είναι ειδικά-και-πλήρως-αιτιολογημένη.

Είναι απλό το ζήτημα κ. Υπουργέ : Χωρίς αυτά τα αναγκαία στοιχεία, το νομοσχέδιο δεν μπορεί να είναι αποδεκτό. Δεν μπορεί, τουλάχιστον, να είναι αποδεκτό με δημοκρατικά ή με φιλελεύθερα – αν θέλετε – κριτήρια !

Όμως, παρά τις σχετικές εισηγήσεις των περισσότερων φορέων, η Κυβέρνηση αρνείται – και επιμένει σε αυτή την άρνηση!

Εντωμεταξύ, διατηρείτε το χρονικό όριο των 24 ωρών για την επεξεργασία. Το 24ωρο, με τις δεκάδες περιπτώσεις σε κάθε εργάσιμη ημέρα – Εκεί έχουμε φτάσει ! – σημαίνει και πρόχειρη κρίση και προσχηματική διαδικασία. Δηλαδή, μια διαδικασία σε βάρος και της προστασίας των δικαιωμάτων και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας.

Προβλέπετε, μάλιστα, ότι σε “ειδικές περιστάσεις” – που δεν καθορίζονται καθόλου! – το αίτημα μπορεί να έχει μόνο συνοπτικά τους λόγους εθνικής ασφάλειας ή και να τους παραλείπει εντελώς ! Θεσμοθετείτε δηλαδή την ανεπαρκή αιτιολόγηση ή και την πλήρη απουσία αιτιολόγησης. Αυτό, από μόνο του, δείχνει ότι ο ουσιαστικός σκοπός σας είναι να διαιωνίζονται όσα απαράδεκτα έγιναν και αποκαλύφθηκαν.

Ξέρετε, κ. Υπουργέ, υπάρχει μία εντελώς βασική αρχή : Δεν υπάρχει κράτος δικαίου αν δεν υπάρχει διαφάνεια στη δράση της Διοίκησης ! 

Με την ίδια ακριβώς αναχρονιστική και αντιδημοκρατική αντίληψη της αδιαφάνειας και της αποτροπής ελέγχου, θέλετε να επιβάλλετε και την καταστροφή των αρχείων. Για να παρατείνετε – και πάλι – την αυθαιρεσία επ’ αόριστον.

Πρώτον : Δεν νοείται καμία καταστροφή των στοιχείων πριν την ενημέρωση όλων των θιγομένων. 

Δεύτερον (σας απεύθυνα την πρόσκληση – πρόκληση και στην Επιτροπή) : Αν ο σκοπός σας δεν είναι η διαιώνιση της έκνομης αυθαιρεσίας, να προσθέσετε διάταξη όπου η ΕΥΠ αμέσως μετά τη λήξη κάθε άκαρπης παρακολούθησης, να είναι υποχρεωμένη να ενημερώνει αμέσως τον θιγόμενο πολίτη, με πλήρη στοιχεία – υπό την εποπτεία, βέβαια, της ΑΔΑΕ.

Και κάτι ακόμα, επίσης πολύ σοβαρό : Αλήθεια, αν καταστρέφεται το υλικό 6 μήνες μετά την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης, Τί θα μένει για να ελέγξει η ΑΔΑΕ, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της και του άρθρου 19 του Συντάγματος ;

Στο άρθρο 12 : Προβλέπεται δημοσίευση ανά ένα το πολύ 6μηνο, που θα καθορίζει ποιο είναι παράνομο λογισμικό. Κατά παράβαση βασικής αρχής του ποινικού δικαίου : Για πρώτη φορά καθιερώνεται έγκλημα με αντικειμενική υπόσταση μη προκαθορισμένη αλλά , κατά κάποιο τρόπο “κυλιόμενη”, αφού θα καθορίζεται από τις εκάστοτε αποφάσεις του Διοικητή της Ε.Υ.Π.    Σας το λένε όλοι : αυτό δεν πρόκειται να σταθεί σε κανένα δικαστήριο!

Για το άρθρο 13 :  Εδώ θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι για την προμήθεια από το Δημόσιο λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης, θα είναι πάντα αναγκαία προϋπόθεση η ανιχνευσιμότητα της παρακολούθησης. Η δυνατότητα παρακολούθησης χωρίς ίχνη σημαίνει ευρεία και ευχερή δυνατότητα για κατάχρηση και αυθαιρεσία, σημαίνει δυνατότητα εκτεταμένης δράσης πιθανών επίορκων κρατικών οργάνων – Σημαίνει δηλαδή Παρακράτος. Θα το κάνετε ;

Για τα άρθρα 15 και 16 :  Εμείς έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί στην, πολιτικά και διοικητικά, προβληματική και ανεπίτρεπτη αυτοτέλεια του ΚΕΤΥΑΚ, της ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ. Αυτή η αυτοτέλεια εξυπηρετεί σκοπούς αδιαφάνειας και ανέλεγκτης-ανεξέλεγκτης δράσης. Θέλετε την ΕΥΠ κράτος εν κράτει και το ΚΕΤΥΑΚ ένα άλλο κράτος εν κράτει, μέσα στο πρώτο κράτος εν κράτει. Όχι απλώς “γκρίζα ζώνη” αλλά “μαύρη ζώνη”. Με τον τρόπο αυτό, μεθοδεύετε ακραίες υπερβάσεις !

Και μία ερώτηση εδώ – την έθεσα και στην Επιτροπή – απάντηση δεν πήρα :  Ποια αρχή θα μπορεί να ελέγχει λ.χ. τις συμβάσεις της ΕΥΠ και του ΚΕΤΥΑΚ ; Και Πως θα ασκείται σε αυτές τις υπηρεσίες ο δημοκρατικός έλεγχος ;

Για το άρθρο 18:  Ορίζετε προσόντα για τον Διοικητή της ΕΥΠ, ότι μπορεί να είναι μόνο ανώτατος διπλωματικός ή ανώτατος αξιωματικός κλπ. Αυτή η διάταξη αποτυπώνει παιδαιριώδη αντανακλαστικά απέναντι στο κραυγαλέο λάθος της επιλογής του κ. Μητσοτάκη, την πρώτη ημέρα της Κυβέρνησής του. Αλλά είναι πραγματικά ακατανόητος ο περιορισμός των ιδιοτήτων. 

Επίσης, πάλι ευτελίζετε και το Κοινοβούλιο : Αν η γνώμη της κοινοβουλευτικής Επιτροπής δεν είναι δεσμευτική, είναι προτιμότερο να την παραλείψετε. Η δημοκρατική αντιπροσωπεία δεν υπάρχει για να προσφέρει διακόσμηση στο κυβερνητικό σύστημα, κ. Υπουργέ!

Καταψηφίζουμε επί της Αρχής, γιατί έχουμε άλλες αρχές κ. Υπουργέ.

Και θα περιμένουμε ως το τέλος να δούμε τι θα αλλάξει – και αν μπορεί να αναστραφεί η αρνητική μας θέση, ειδικότερα σε κάποια άρθρα.  

Σας ευχαριστώ. 

Υπερψηφίζουμε την Ένσταση Αντισυνταγματικότητας. 

Είναι θέματα στα οποία έχουμε ήδη και εμείς αναφερθεί . 

Πιστεύουμε ότι είναι βάσιμη η ένσταση. 

Δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνουμε τα ίδια

Θα επαναλάβω, μόνο, μία κρίσιμη – για εμάς – παρατήρηση :

Η τήρηση του συντάγματος αποτελεί βασική υποχρέωση και μέρος του όρκου και των Βουλευτών και των Υπουργών.  Επομένως, η παραβίαση αυτή είναι πρωταρχική παράβαση και του όρκου και του καθήκοντός μας. 

Ας υποθέσουμε ότι συγκεκριμένες διατάξεις κρίνονται εντέλει και από τα Δικαστήρια, ότι είναι αντισυνταγματικές.

 Κάθε διάταξη που παραβαίνει ή παραβιάζει το Σύνταγμα αποτελεί εξ ορισμού βαριά – την βαρύτερη – Παράβαση Καθήκοντος, και για αυτούς που εισηγήθηκαν και για αυτούς που υπερψήφισαν.

Παραμένει ανοιχτό το ζήτημα αν υπάρχει καμία συνέπεια, για αυτή τη θεμελιώδη παράβαση καθήκοντος.


Μόνη συζήτηση και ψήφιση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου: «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».

powered by social2s

Δύσκολα θα μάθεις τις δράσεις μας από τα ΜΜΕ της λίστας Πέτσα