Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε και να σας συγχαρώ για την πρωτοβουλία, γιατί, πραγματικά είναι πάρα πολύ σημαντική.
Να χαιρετίσουμε και να καλωσορίσουμε και εμείς από την πλευρά μας τον κύριο Πρόεδρο, αλλά και τους σεβαστούς συναδέλφους από την Ιταλία και να πω ότι είμαι υποχρεωμένη να ξεκινήσω με τη θέση του κόμματός μας, του ΜέΡΑ25 για την πρόσφατη Συμφωνία Ελλάδας και Ιταλίας για τις θαλάσσιες ζώνες.
Τη συγκεκριμένη Συμφωνία την καταψηφίσαμε, γιατί, πιστεύουμε ότι είναι ετεροβαρής, ότι είναι μια συμφωνία που περιέχει μονόπλευρη παραχώρηση στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας μας. Επίσης, ενέχει και παραβίαση της αρχής της «μέσης γραμμής» του Διεθνούς Δικαίου αφού ορίζει μειωμένη επήρεια των ελληνικών νησιών σε σχέση με τις απέναντι Ιταλικές ακτές.
Το θέμα για εμάς γίνεται πιο σοβαρό ακόμη αν συνεκτιμήσουμε ότι οι παραχωρήσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο μιας θνησιγενούς πολιτικής. Εννοώ την διαβόητη διπλωματία των αγωγών.
Στη σημερινή εποχή κανένας εχέφρων επιχειρηματίας δεν θα κάνει μακροπρόθεσμες επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα που έχουν πολύ δυσανάλογο κόστος. Κι όμως, κύριοι συνάδελφοι, πάνω σε τέτοιες πρακτικές «στήνεται» στην περιοχή μας ένα συγκρουσιακό γεωπολιτικό «σκηνικό». Πρόκειται για έναν παραλογισμό που όμως αφήνει έντονο το αποτύπωμά του με την όξυνση των διεθνών σχέσεων και τη δημιουργία συνθηκών σύγκρουσης.
Σ’ αυτή τη συγκυρία είναι ιδιαίτερα προβληματικός και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας. Ο κύριος Ερντογάν ακολουθεί μια πολιτική που απειλεί άμεσα την ειρήνη σε ολοένα και περισσότερες περιοχές.
Η Τουρκία δεν διστάζει, για τους δικούς της σκοπούς, να στηρίζει τις ακραίες φιλοπολεμικές τάσεις της στον ισλαμικό κόσμο. Τέτοιες ακρότητες άφησαν βαθιές και ανεπούλωτες πληγές στη Συρία και μάλιστα αυτές τις πολιτικές θέλει να εφαρμόσει, την ίδια την πολιτική, στη βόρεια Αφρική αλλά και στη ζώνη του Σαχέλ. Και όλα αυτά γίνονται μόνο για το όφελος μιας άπληστης ολιγαρχίας. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ποια είναι η αντίδραση της δημοκρατικής διεθνούς κοινότητας απέναντι στην πολιτική βουλιμία τέτοιων ολιγαρχών. Πιστεύω πως όλοι έχουμε διδαχθεί από την ιστορία πως η πολιτική κατευνασμού δεν αποτρέπει τον πόλεμο και η χώρα μας πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα του κατευνασμού στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά και στην Ιταλία θεωρούμε ότι έμειναν ανεξίτηλα τα σημάδια του.
Υπάρχει όμως και μία πιο άμεση και κρίσιμη πλευρά. Η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, υφίσταται μια άμεση επίθεση κλιμακούμενων διεκδικήσεων από την πλευρά της Τουρκίας, που φτάνουν μέχρι την άμεση και ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, με πλήρη περιφρόνηση των αρχών του διεθνούς δικαίου. Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι οι σύμμαχες χώρες δεν έχουν την αναμενόμενη και επιβαλλόμενη αποφασιστική στάση για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης. Ακόμα και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια πολιτική που παραπέμπει σε απαράδεκτη ανοχή απέναντι σε αυτήν την απροκάλυπτη επίθεση εναντίον δύο χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλοι γνωρίζουμε ότι η ανοχή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, λειτουργεί σαν ενθάρρυνση.
Πρέπει να αναφερθώ και στους εξοπλισμούς, διότι, από τη Μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, η Ελλάδα σε ποσοστό επί του ΑΕΠ δαπανά σχεδόν τα διπλάσια από τη χώρα σας σε εισαγωγές όπλων. Ο Κικέρων έχει θέσει ένα αλάνθαστο κριτήριο που ισχύει και στις ανθρώπινες και στις διεθνείς σχέσεις και συνίσταται σε ένα απλό ερώτημα. Ποιος ωφελείται; Ποιο είναι το όφελος για τη μέση
ιταλική οικογένεια από το γεγονός ότι η Τουρκία τα τελευταία 50 χρόνια έχει σχεδόν διπλασιάσει το ποσοστό της στις αγορές όπλων από την Ιταλία; Και, εν τέλει, αρκεί αυτό το όφελος για να παραβλέπουμε τα προβλήματα που δημιουργεί το έλλειμμα δημοκρατίας στην Τουρκία και στους λαούς της; Και κάτι ακόμα. Έστω ότι αποτιμούμε αυτό το όφελος, ας πούμε, σε «χ» ευρώ, το αντίστοιχο κόστος σε τι θα το μετρήσουμε; Σε πόσες ζωές καταστρέφονται; Σε αίμα; Σε πνιγμένους στη Μεσόγειο; Στους στοιβαγμένοι σε σκηνές της Μόριας και στο Καρά Τεπέ ή στα κοντέινερ των ιταλικών προαστίων;
Οι δύο χώρες μας, κύριοι συνάδελφοι, επωμίζονται το κύριο βάρος αυτής της κατάστασης και είναι οι πρώτες που καλούνται να διαχειριστούν το τεράστιο αυτό πρόβλημα ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, υποχρεώνονται να το κάνουν. Οι συρράξεις και οι συνθήκες ζωής στις πληττώμενες χώρες δημιουργούν αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων. Όμως η προσφυγιά αντιμετωπίζεται μόνο ριζικά και δεν είναι ριζική
αντιμετώπιση το να χτίζουμε γύρω μας κάστρα. Αν δεν κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να αλλάξουν οι συνθήκες στις χώρες προέλευσης, απλώς θα ανακυκλώνουμε και το δικό μας πρόβλημα, αλλά και το δικό τους πρόβλημα. Οι εμπόλεμες συγκρούσεις, η απόλυτη εξαθλίωση και η αδυναμία επιβίωσης όλο και μεγαλύτερο μαζών, ακόμα και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, θα ανατροφοδοτούν διαρκώς το πρόβλημα.
Εδώ υπάρχει και ένα άλλο θεμελιώδες πολιτικό ζήτημα. Η κυρίαρχη ευρωπαϊκή πολιτική ανατροφοδοτεί διαρκώς το πρόβλημα. Πολιτικοί με περιορισμένη εντολή, συνήθως τετραετίας για τη χώρα τους, δημιουργούν δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης σε βάθος δεκαετιών. Αφού μετέχουν στη δημιουργία του προβλήματος, κατόπιν επικαλούνται ότι αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν και να το λύσουν και φυσικά δεν το καταφέρνουν. Το αποτέλεσμα είναι και πάλι ανακύκλωση και επιδείνωση του προβλήματος. Δεν έχουμε, λοιπόν, το δικαίωμα να μην αντισταθούμε σε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα ιδίως εμείς οι δυο, Ελλάδα και Ιταλία, γιατί οι δύο λαοί μας είναι που ανέδειξαν αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η ανθρωπιά. Σας ευχαριστώ.