Επεξεργασία κ΄ εξέταση των σχεδίων νόμων του Υπουργείου Εξωτερικών:
«Κύρωση της Συνολικής και Ενισχυμένης Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης κ΄ Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Δημοκρατίας της Αρμενίας, αφετέρου»
Κύριε Πρόεδρε σας ευχαριστώ!
Στις 12 Οκτωβρίου 2015, το Συμβούλιο ανέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην Ύπατη Εκπρόσωπο τις διαπραγματεύσεις για της σύναψη μιας νέας, νομικά δεσμευτικής, γενικής συμφωνίας με την Αρμενία, εκδίδοντας και τη σχετική διαπραγματευτική εντολή.
Oι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν στις 7 Δεκεμβρίου 2015 και ολοκληρώθηκαν στις 23 Μαΐου 2017.
Στις 24 Νοεμβρίου 2017, στο περιθώριο της 5ης συνόδου κορυφής της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, η ΕΕ και η Αρμενία υπέγραψαν αυτήν τη Συνολική και Ενισχυμένη Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης, την οποία καλείται να ψηφίσει η Βουλή μας, ώστε να κυρωθεί, στη συνέχεια, από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η συμφωνία αυτή, εφόσον κυρωθεί από τα μέρη, θα αντικαταστήσει την ισχύουσα συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας ΕΕ-Αρμενίας.
Γεννιέται εύλογα το ερώτημα : Γιατί έπρεπε να περάσουν πάνω από 30 μήνες για να κατατεθεί η παρούσα Συμφωνία στη Βουλή ;
Πιστεύουμε ότι οφείλεται μία απάντηση, τόσο από την παρούσα Κυβέρνηση, που ήδη κλείνει χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων της, όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για ζήτημα ουσίας : Η ταχύτερη κύρωση της Συμφωνίας από τα κράτη μέλη – και συνεπώς και από την χώρα μας – έχει ιδιαίτερη σημασία και θα ήταν ένα μήνυμα αλληλεγγύης προς τον αρμενικό λαό.
Ένα μήνυμα στήριξης, σε μια κρίσιμη περίοδο για την Αρμενία και το λαό της, μια περίοδο μεταβατική ως προς την ισορροπία των εξουσιών στη χώρα.
Είναι γνωστή η επονομαζόμενη «δικαστική κρίση», την οποία έχει πυροδοτήσει η μεταρρύθμιση, που προωθεί η νέα κυβέρνηση, βάσει της οποίας θα οδηγηθούν στην έξοδο οι τρεις από τους εννέα δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας. Πρόκειται για τον τελευταίο – ίσως – θεσμό όπου παραμένει ισχυρή η παρουσία της προηγούμενης ηγεσίας της Αρμενίας, που κυριαρχούσε πριν τις ταραχές και τις αλλαγές του 2018.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αντιμετωπίζεται ως ένα θεσμικό κατάλοιπο του προηγούμενου καθεστώτος και βαρύνεται με αιτιάσεις συνενοχής σε πολιτική διαφθορά αλλά και με εξωθεσμικές παρεμβάσεις σε εκλογικά αποτελέσματα. Προφανώς, όλοι κατανοούμε ότι η αντικατάσταση μελών ή ο διορισμός «φιλικών» δικαστών δεν αρκεί για να υπάρξει πραγματική βάση δικαστικής ανεξαρτησίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το μεταρρυθμιστικό βήμα θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για την ενίσχυση του κράτους δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, στην πορεία των πραγμάτων, πέρα από τις εσωτερικές εξελίξεις, έχει πάντοτε σημαντικό ρόλο και το διεθνές περιβάλλον, όπως και τα μηνύματα που αυτό στέλνει.
Θυμόμαστε ότι ο Πρόεδρος Μιτεράν, μια ιστορική πολιτική προσωπικότητα με διεθνές κύρος, έλεγε ότι “η πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων” - και είχε δίκιο.
Oι έλεγχοι και οι ισορροπίες του πολιτικού συστήματος διαμορφώνονται μέσα από κρίσεις και συγκρούσεις θεσμικών παραγόντων. Με την έννοια αυτή, αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία τα μηνύματα που στέλνονται από το διεθνές περιβάλλον, όπως και η επιλογή του χρόνου, που αυτά θα σταλούν.
Στην παρούσα φάση, είναι μάλλον βάσιμη η προσδοκία ότι μια εντονότερη και βαθύτερη διασύνδεση της Αρμενίας με την Ε.Ε. θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνατότητες για ευρύτερες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, στην κατεύθυνση της ενδυνάμωσης των δημοκρατικών θεσμών της χώρας.
Από αυτήν την άποψη, η παρούσα συγκυρία θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ως μια ιστορική καμπή στην πορεία της Αρμενίας.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι και εμείς, ως Ελλάδα, έχουμε την υποχρέωση να δείξουμε ότι αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία και προτεραιότητα στο σύνολο των σχέσεων της Ε.Ε. με τη χώρα αυτή.
Δεν θα σταθώ μόνο στους κοινούς μας δεσμούς με την Αρμενία και τους Αρμένιους. Αναφέρομαι και στους θρησκευτικούς, αφού μιλάμε για ένα από τα πρώτα κέντρα του Χριστιανισμού, ήδη από τον 1ο αιώνα, αλλά και στους ιστορικούς μας δεσμούς. Μετά τη διαχρονική, στο πέρασμα των αιώνων, συμβίωσή μας σε κοινούς τόπους, υποστήκαμε, και οι δύο λαοί, διώξεις και σφαγές από τον ίδιο δυνάστη.
Και, βέβαια, κανείς δεν ξεχνά ότι στην Ελλάδα έχουμε μια πολυπληθή και ακμάζουσα αρμενική κοινότητα, με ενεργή παρουσία και σημαντική ευρύτερη επιρροή.
Παρ’ ολ’ αυτά, δυστυχώς, οι εμπορικές μας σχέσεις με την Αρμενία βρίσκονται σε ανεπίτρεπτα χαμηλό επίπεδο.
Και εδώ, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι σχέσεις με την Ε.Ε. έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Αρμενία, κυρίως από οικονομική άποψη.
Ενδεικτικά θα αναφέρω το εξής :
Το 2019, η γειτονική μας Βουλγαρία (όπου και εκεί ζει μια επίσης ενεργή και ακμάζουσα αρμενική κοινότητα) έγινε δέκτης του 7.9% των εξαγωγών της Αρμενίας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό για τα κράτη μέλη της Ε.Ε.. Με πραγματική λύπη, διαπιστώνουμε ότι η χώρα μας δεν εμφανίζεται καν στον σχετικό πίνακα.
Από το άλλο μέρος, στις εισαγωγές της Αρμενίας κορυφαία θέση έχει η Ρωσία με 29,2%, η Κίνα με 14,7%, ενώ, από την Ε.Ε., η Γερμανία έχει 5% και η Ιταλία 4%.
Η Αρμενία αντιμετωπίζει και άλλα, πρόσθετα προβλήματα. Λόγω του Ζητήματος στο Καραμπάχ οι εμπορικές της σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν βρίσκονται στο ναδίρ και με την Τουρκία είναι ιδιαίτερα χαμηλά.
Έχει διαμορφωθεί μία κατάσταση, όπου η χώρα, σε αυτή τη φάση, προχωρά με δύο από τα τέσσερα σύνορά της κλειστά.
Η όλη κατάσταση έχει οδηγήσει πολλούς Αρμένιους στη μετανάστευση, με κύριο προορισμό τη Ρωσία. Είναι ενδεικτικό ότι τα εμβάσματα του εξωτερικού αντιστοιχούν σε 12% του ΑΕΠ της χώρας.
Τα κοινωνικά προβλήματα είναι πολύ σοβαρά, με βαρύτερο αυτό της ανεργίας, που επηρεάζει και όλη την οικονομική και κοινωνική ζωή. Σχεδόν ένας στους πέντε Αρμένιους είναι άνεργος και πάνω από ένας στους τρεις νέους, ηλικίας 15-24 ετών, δεν έχουν κάποια εργασιακή ή εκπαιδευτική απασχόληση.
Είναι φανερό ότι στον τομέα των εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ε.Ε. και Αρμενίας υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης.
Και, σε αυτήν κατεύθυνση θα έπρεπε και η χώρα μας να συμβάλει περισσότερο, στο πλαίσιο πάντα των δυνατοτήτων της, αλλά με ένταση της προσπάθειας, για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών με αυτόνομη δυναμική.
Δυστυχώς, έως τώρα, οι σχέσεις της Ε.Ε. με την Αρμενία, καθορίζονται κυρίως μέσω των σχέσεων της Ένωσης με την Ρωσία και ιδιαίτερα από αυτές μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας ή/και Γερμανίας-Ουκρανίας. Από άποψη περιεχομένου, κατά κύριο λόγο, περιορίζονται στην εξαγωγική δραστηριότητα της Γερμανίας και, δευτερευόντως, της Ιταλίας.
Στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώνεται μία πραγματική ανάγκη αναδιάρθρωσης των σχέσεων με την Αρμενία, για την εξισορρόπηση αυτής της ετεροβαρούς ευρωπαϊκής προσέγγισης.
Προκειμένου να εξισορροπηθεί αυτή η ετεροβαρής ενωσιακή προσέγγιση, θα μπορούσε να είναι πολύτιμη η συνεργασία μας και με άλλα κράτη της Ένωσης, όπως η Γαλλία, αλλά και η Βουλγαρία.
Ακόμα, στην ίδια κατεύθυνση, θα μπορούσε να συμβάλει και ένα δίκτυο συνεργασίας με συμμετοχή και εξωενωσιακών χωρών, που έχουν ανεπτυγμένο επίπεδο σχέσεων με την Αρμενία, όπως – ενδεικτικά – η Ρωσία και η Ελβετία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρξει υπέρβαση των ετεροβαρών αγκυλώσεων που καθορίζουν την ευρωπαϊκή διακρατική πολιτική στο τομέα αυτόν.
Και σ' αυτό βεβαίως θα συμβάλλει η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πρωτοβουλίες και της χώρας μας. Καταλήγοντας πρέπει να πω, σε συνέχεια όσων προανέφερα, ότι η θέση μας είναι κατ’ αρχήν θετική για την κύρωση της παρούσας συμφωνίας.